Του Τίτου Ιων. Αθανασιάδη*

ΜΕΡΟΣ 2ο

Η Γούναρης – Νάζου

Μια από τις πιο θυελλώδεις, αλλά και δραματικές ιστορίες ερωτικού πάθους που εκτυλίχτηκε στα χρόνια του εθνικού διχασμού (1915-1922) ήταν αυτή του εκ των πρωταγωνιστών της εποχής εκείνης και κύριου αντιπάλου του Ελευθερίου Βενιζέλου, Αχαιού πολιτικού και πρωθυπουργού της Ελλάδας Δημητρίου Γούναρη και της αρχοντικής δέσποινας από τη Νάξο Ασπασίας Νάζου.



Το τέλος του δεσμού αυτού επήλθε με την εκτέλεση του Δημ. Γούναρη, την 15η Νοεμβρίου 1922, μαζί με άλλους τέσσερις πολιτικούς και τον αρχιστράτηγο Χατζηανέστη, ως υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής.

Ο Δημήτριος Γούναρης που πριν την επανάσταση του 1909 εθεωρείτο ο «ανατέλλων πολιτικός αστέρας» του Έθνους, από ριζοσπαστικές, κοινωνιστικές ιδέες διακατεχόμενος, υποσκελίστηκε από τον άλλο «ανατέλλοντα αστέρα», τον εκ Κρήτης ορμώμενο Ελευθέριο Βενιζέλο, καθώς ήταν η πολιτική του τελευταίου που επικράτησε και οι προβλέψεις του που δικαιώθηκαν, ζητήματα όμως που δεν ενδιαφέρουν την παρούσα ανάλυση.

Ο Δημήτριος Γούναρης, ευρείας μόρφωσης και ευρωπαϊκής εκπαίδευσης άτομο, προσέλκυσε το πνευματικό και ερωτικό ενδιαφέρον της Ασπασίας Νάζου, γόνου ιστορικής και αρχοντικής οικογένειας των Κυκλάδων, με μεγάλη επιρροή και εκτός της Ελλάδας, σε σημείο ώστε να γίνει δεκτή από τον Πάπα, το 1919, για να ζητήσει τη βοήθειά του, προκειμένου οι Έλληνες εξόριστοι στην Γαλλική Κορσική, να τύχουν καλύτερων όρων διαμονής.

Επρόκειτο για ένα ειδύλλιο που αναπτύχθηκε με μεγάλη μυστικότητα στην Αθήνα των αρχών της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα και κορυφώθηκε στην Κορσική όπου ο Δημ. Γούναρης εξορίστηκε το 1917 με άλλους ηγετικούς παράγοντες της παράταξής του, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Η Ασπασία Νάζου μετέβαινε ατμοπλοϊκώς στην Κορσική για να συναντήσει και ενθαρρύνει τον αγαπημένο της εξόριστο. Τότε έγινε γνωστό το ειδύλλιο, ενώ είναι άγνωστο αν είχε απασχολήσει στο παρελθόν τον Γούναρη άλλη ερωτική ιστορία. Γεγονός, πάντως, είναι ότι δεν είχε συνάψει γάμο μέχρι τότε και ότι κατά πάσα πιθανότητα θα παντρευόταν την Ασπασία του, όταν θα ηρεμούσαν τα πράγματα μετά την επικράτηση της επανάστασης Πλαστήρα - Γονατά.

Το ότι μάλλον η ιστορία με την Ασπασία Νάζου θα οδηγείτο σε γάμου κοινωνία, προκύπτει από το ενδιαφέρον του Γούναρη για την θυγατέρα της αγαπημένης του από προηγούμενο γάμο της, και από τις άριστες σχέσεις που είχε μαζί της.

Τα σχέδιά του όμως ναυάγησαν λόγω της εκτέλεσής του, το παγωμένο πρωινό της 15ης Νοεμβρίου 1922, στο Γουδί, μετά την εις θάνατον καταδίκη του ιδίου και των πέντε εκ των επτά συγκατηγορουμένων του.

Μπορούσε, βέβαια, ο Γούναρης να παντρευτεί την αγαπημένη του στα χρόνια της εξορίας του (1917-1920) ή κατόπιν, στα χρόνια της πρωθυπουργίας του.

Δεν το έπραξε όμως σεβόμενος προφανώς τα συναισθήματα του λαού και τις συνθήκες που ζούσε, στη μεν πρώτη περίπτωση λόγω των αναταράξεων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, της αντιπαράθεσης στο εσωτερικό μεταξύ Βενιζελικών και Αντιβενιζελικών, αλλά και του αποκλεισμού της χώρας από τους Αγγλογάλλους.

Στη δε δεύτερη περίπτωση, λόγω της πολεμικής σύγκρουσης με την Τουρκία και των ανθρωποθυσιών του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία.

Είναι δυνατόν το Έθνος να βρίσκεται σε πόλεμο και τα παιδιά του να χύνουν το αίμα τους στην πρώτη γραμμή και ο πρωθυπουργός της χώρας ή αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να χορεύει το «χορό του Ησαΐα;».

Τέτοιο πράγμα δεν θα επέτρεπε ποτέ ο Γούναρης να συμβεί. Περίμενε την ειρήνη για να σφραγίσει και τυπικά τον έρωτά του.

Η εκτέλεσή του όμως από το στρατιωτικό απόσπασμα της Επανάστασης του 1922 ματαίωσε για πάντα τα σχέδιά του. Και αντί λευκού νυφικού η Ασπασία Νάζου φόρεσε μαύρη εσθήτα, αφού προηγουμένως παρέσχε στον αγαπημένο της κάθε φροντίδα είτε στο δεσμωτήριο βρισκόταν, είτε στο δικαστήριο, είτε στην κλινική όπου μεταφέρθηκε με τύφο, κατά τη διάρκεια της δίκης.

Όταν η Ασπασία Νάζου απεβίωσε, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, σε βαθιά γεράματα, ο αγαπημένος ανηψιός του Δημ. Γούναρη, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αρχηγός της ΕΡΕ και της τότε αντιπολίτευσης, παρέστη στην κηδεία της, με τη σύζυγό του, στο χώρο των συγγενών, γεγονός που έδειχνε ότι η Νάζου εθεωρείτο μέλος της οικογένειας και ότι αν δεν απέκτησε και τυπικά την ιδιότητα αυτή, ήταν διότι ο βίαιος θάνατος του Γούναρη δεν το επέτρεψε.

Αλέξανδρος και Ασπασία

Δύο χρόνια πριν την εκτέλεση του αγαπημένου της Ασπασίας Νάζου, Δημήτριου Γούναρη, την 12η Οκτωβρίου 1920, μια άλλη Ασπασία φορούσε μαύρο πέπλο και συνόδευε το φέρετρο του άντρα της, βασιλιά Αλέξανδρου της Ελλάδας, στον βασιλικό τάφο της δυναστείας, στο Τατόι.

Ήταν η Ασπασία Μάνου, βασίλισσα της Ελλάδας, κόρη αξιωματικού, υπασπιστού του πατέρα του Αλέξανδρου, βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος βρισκόταν εξόριστος στην Ελβετία.

Ο Αλέξανδρος είχε ανέβει στο θρόνο την 30η Μαΐου 1917, μετά την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου και την εξορία του. Ο Αλέξανδρος, αν και δευτερότοκος, ήταν επιλογή του Βενιζέλου, διότι θεωρούσε τον διάδοχο Γεώργιο (μετέπειτα Γεώργιο Β’) φιλογερμανό.

Ως νέος ο Αλέξανδρος (το 1917 ήταν 24 ετών) επόμενο ήταν να είχε κάποιο αίσθημα. Έτυχε όμως η αγαπημένη του να μην είναι γαλαζοαίματη, αλλά κοινή θνητή, γεγονός που παρουσίαζε ανυπέρβλητα εμπόδια για ένα γάμο μεταξύ τους.

Η λέξη «ανυπέρβλητα» όμως δεν ίσχυε για τον Αλέξανδρο ο οποίος ήρθε σε σύγκρουση ακόμη και με την οικογένειά του που βρισκόταν εκτός Ελλάδας, εξόριστη από τον Βενιζέλο.

Η πραγματοποίηση μοργανατικού γάμου απαγορευόταν στα μέλη όλων των βασιλικών οικογενειών. Όποιος παραβίαζε τον κανόνα ο γάμος του δεν αναγνωριζόταν από τη βασιλεύουσα δυναστεία και ο παραβάτης έχανε το σύνολο ή μέρος των δικαιωμάτων του.

Αντίθετος στην ιδέα τέτοιου γάμου ήταν και ο Βενιζέλος, ο οποίος σχεδίαζε να παντρέψει τον Αλέξανδρο με κάποια Βρετανή πριγκίπισσα για πολιτικούς λόγους.

Ο Αλέξανδρος όμως δεν έπαιρνε από τέτοια και οργάνωσε κρυφά από την οικογένειά του και από την Κυβέρνηση το γάμο του στο σπίτι του φίλου του Ζαλοκώστα που είχε παντρευτεί την αδελφή της Ασπασίας και έμενε στην Κηφισιά.

Όταν όλα ήταν έτοιμα κάλεσαν και τον παπά των Ανακτόρων να τελέσει το μυστήριο. Ο παπάς όμως δεν ήξερε από ποια πόρτα να φύγει και ποια δικαιολογία να φέρει για να μην το πραγματοποιήσει. Δεν τα κατάφερε. Έτσι θέλοντας και μη τους έβαλε τα στέφανα στο κεφάλι. Ήταν 17 Νοεμβρίου 1919.

Ο Βενιζέλος βρισκόταν στο Παρίσι στη Διάσκεψη της Ειρήνης. Ταράχτηκε όταν το έμαθε και έβαλε περιοριστικούς όρους στο νιόπαντρο ζευγάρι, απαγορεύοντάς τους κυρίως να δημοσιοποιήσουν το γεγονός. Έτσι ο γάμος που θα ξεσήκωνε το λαό υπέρ του Αλέξανδρου και της Ασπασίας παρέμεινε για μερικούς μήνες άγνωστος, ενώ η νύφη υποχρεώθηκε να μείνει ένα διάστημα εκτός Ελλάδας.

Με την απόκτηση της Ανατολικής Θράκης, την ανάπτυξη του Ελληνικού Στρατού πολύ πέραν της Σμύρνης και την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών που έκανε την Ελλάδα χώρα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών και γενικά την ευφορία των ημερών, ο Αλέξανδρος ήλπιζε να επηρεάσει τον Βενιζέλο, με τον οποίο άλλωστε διατηρούσε άριστες σχέσεις σε σημείο να παρεξηγηθεί από την οικογένειά του. Αυτό που ζητούσε τώρα ο Αλέξανδρος ήταν να αποδοθεί ο τίτλος της βασίλισσας στην Ασπασία, η οποία περίμενε παιδί, καθώς ήταν στον τρίτο μήνα της κύησης.

Έτσι είχαν τα πράγματα όταν το πρωί της 14ης Σεπτεμβρίου 1920 ο Αλέξανδρος κάνοντας βόλτα στο κτήμα του Τατοΐου υπέστη το δάγκωμα ενός πιθήκου. Η πληγή που ήταν βαθιά, δεν καθαρίστηκε καλά από τους γιατρούς και προκάλεσε βαριά μόλυνση που εξελίχτηκε σε γάγγραινα, με συνέπεια να προσβληθούν οι πνεύμονες και να επέλθει το τέλος, στις 12 Οκτωβρίου 1920.

Επρόκειτο για μια τραγωδία που φαίνεται ότι είχε επιπτώσεις και στις πολιτικές εξελίξεις, καθώς την 1η Νοεμβρίου ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές και άνοιξε ο δρόμος της επανόδου του εξόριστου Κωνσταντίνου στον θρόνο των Αθηνών.

Ήταν τώρα η σειρά του Βενιζέλου να φύγει αυτοεξόριστος στο εξωτερικό, με όλες τις θλιβερές γι’ αυτό επιπτώσεις στην εθνική μας υπόθεση, το Μικρασιατικό, με την καταστροφή, μετά δύο χρόνια, Ελληνισμού 28 αιώνων στην Ανατολία.

Ο ερωτευμένος φιλόσοφος Κ. Τσάτσος

Ο Ιωάννης Καποδίστριας και ο Δημήτριος Γούναρης ήταν γοητευτικοί άνδρες. Με παράστημα που μαγνήτιζε και λόγο που προκαλούσε το θαυμασμό.

Ο Σπυρίδων Τρικούπης και ο γιος του Χαρίλαος είχαν σπουδαία μόρφωση και μελίρρυτο λόγο, ενώ και η εξωτερική τους εμφάνιση εντυπωσίαζε, τουλάχιστον μέχρι τα σαράντα τους χρόνια.

Είναι προφανές ότι εκτός από τα πνευματικά εφόδια οι γυναίκες ελκύονται και από την εξωτερική εμφάνιση του ατόμου που τις προσεγγίζει. Για τις περισσότερες μάλιστα η εξωτερική εμφάνιση αποτελεί τον πρώτο παράγοντα προσέλκυσής τους από το αντίθετο φύλο.

Τα μειονεκτικής εξωτερικής εμφάνισης άτομα διακατέχονται από συμπλέγματα τα οποία κάποια στιγμή πιθανόν να αποβάλλονται, πιθανόν όμως και να διατηρούνται μέχρι τέλους, οπότε επηρεάζεται μόνιμα ο ψυχισμός και η συμπεριφορά των ατόμων αυτών. Εννοούμε την ερωτική, αλλά και πολιτική και γενικότερα ανθρώπινη συμπεριφορά τους.

Από τους Έλληνες πολιτικούς ηγέτες χαρακτηριστικότερη περίπτωση αρνητικής φύσεως, για το γυναικείο φύλο, εμφάνιση, είχε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, διαπρεπής φιλόσοφος και γενικότερα μεγάλου αναστήματος πνευματικός άνδρας, λόγος για τον οποίο προτάθηκε από τον Κων. Καραμανλή για την Προεδρία της Δημοκρατίας και εξελέγη πανηγυρικά Πρόεδρος από τη Βουλή των Ελλήνων, τον Ιούνιο του 1975.

Άλλος πολιτικός με αρνητική εξωτερική εμφάνιση ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς. Θα αναφερθούμε και στους δύο.

Στο βιβλίο του «Λογοδοσία μιας ζωής» (τόμος πρώτος), «εκδόσεις των Φίλων» (Αθήνα 2000), ο Κων. Τσάτσος είναι σαφής:

«Από τα γεννητάτα μου ήμουνα άσχημος. Ήμουνα ένα χοντρό, στρογγυλομούρικο μωρό. Όσο προχωρούσαν τα χρόνια δεν καλλιτέρευσαν τα χαρακτηριστικά μου. Φάνηκε μόνο πως θα γινόμουν και κοντός. Οι μεγάλοι γλεντούσαν με την ασχήμια μου, μα εγώ διόλου δεν γνοιαζόμουν… Μόλις όμως σκοπός μου έγινε να κατακτήσω την κοπέλα με τις ξανθιές πλεξούδες… τότε χρειάστηκα το μπόι και την ομορφιά, και τη δύναμη, και τότε κατάλαβα ότι όλα αυτά μου έλειπαν. Κλείστηκα, λοιπόν, στον εαυτό μου και έθαψα μέσα στη χόβολη τη φλόγα. Αντί να προσπαθώ να συναντώ περισσότερο το κορίτσι, να το γνωρίσω καλλίτερα, κυνηγούσα περισσότερο τη μοναξιά».

Και ο πληγωμένος, λόγω της εμφάνισής του φιλόσοφος συνεχίζει, τονίζοντας σε άλλο σημείο:

«Τα πάθη και τα τραύματα του υποσυνείδητου πήραν μια νέα μορφή και μπήκαν σε μια καινούργια φάση μόλις άρχισε η ερωτική μου ζωή… Το γνώθι σ’ αυτόν δεν άρχισε από την ψυχή, αλλά από το σώμα… Ήμουν κοντός και αδύνατος και πολύ λιγότερη εντύπωση μου έκανε που πολλοί συμμαθητές μου φαίνονταν στα μαθήματα εξυπνότεροι από μένα. Η σωματική μου μειονεκτικότητα μου κόστιζε πολύ περισσότερο» (σσ. η υπογράμμιση του συντάκτη του άρθρου).

Είναι ευνόητο, ότι άνδρες όπως ο Κων. Τσάτσος, μπορούν να επηρεάσουν το πρόσωπο που τους ενδιαφέρει με ό,τι σπουδαιότερο τους διακρίνει. Ο Τσάτσος γνώρισε τη Νόρα, τρία χρόνια μεγαλύτερή του, στην αρχή της εφηβείας του

«Κανείς από όσους τη γνώρισαν δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει τη σαγήνη της έκφρασής της, την ομορφιά του προσώπου της...

»Όταν συνέθετα στο παγωμένο σαλόνι, στο πιάνο, γι’ αυτήν συνέθετα, για να με ακούσει, κάποτε να της αρέσω.

»Ονειρευόμουνα τη μέρα που θα έπαιζα μπροστά της τα έργα μου… Διάβαζα για τη Νόρα, για να της δείξω πως είμαι πιο σοφός από τους άλλους… Είναι καταπληκτική η πνευματική ώθηση που μου έδωσε αυτό το αίσθημα… Το ωραίο σιγά-σιγά έπαιρνε τη θέση εκείνη στη ζωή μου που κράτησε έπειτα για πάντα».

Ο Κ. Τσάτσος συνεχίζει την αποκάλυψη του ψυχικού του συμπλέγματος, με μια εντυπωσιακού ύφους και μεγάλης πνευματικής εμβέλειας εξομολόγησή του, τονίζοντας:

«Τούτος ο έρωτας γίνεται το κέντρο της εσωτερικής μου ζωής γύρω από το οποίο συσπειρώνονται, συνθέτονται και συγκρούονται όλα τα ετερόκλιτα στοιχεία που την απαρτίζουνε. Η παιδική μου φοβία μπροστά στη ζωή, το συναίσθημα της μειονεκτικότητας τονώνονται από την επίγνωση της σωματικής μου μειονεξίας, αλλά και η επίγνωση της πνευματικής μου υπεροχής, κεντρισμένη από τη ματαιοδοξία μου και από ένα όλο και δυνατότερο πάθος δημιουργίας, τονώνονταν και αυτή. Ήταν όμως πολύ επώδυνες οι μεταπτώσεις μου. Κλεισμένος μέσα στο γραφείο μου, τριγυρισμένος από τα βιβλία μου, ήμουν γενναίος, δυνατός, ευτυχισμένος. Αλλά… όταν ήμουν στο γυμναστήριο αισθανόμουν ο πιο αδύνατος, ή όταν στους δρόμους τύχαινε να περνάει η Λένα (σ.σ. αδελφή της Νόρας) ή η Νόρα και αισθανόμουνα άσχημος και κακοντυμένος, γκρεμιζόμουνα στα βάραθρα».

Και ο Κ. Τσάτσος καταλήγει για την επιρροή της Νόρας στη ζωή του: «Μου φανέρωσε τις αδυναμίες μου ο έρωτας για τη Νόρα, αλλά μου αποκάλυψε και τις δυνάμεις μου. Με δίδαξε πως δεν έχω άλλο όπλο να νικήσω στη ζωή από τα πνευματικά μου χαρίσματα».

Είναι προφανές ότι ο Τσάτσος «νίκη στη ζωή» δεν νοεί μόνο τα επαγγελματικά επιτεύγματα αλλά και τον έρωτα. Την κατάκτηση του προσώπου που τον ενδιαφέρει.

Προς μεγάλη λύπη του Κ. Τσάτσου, η Νόρα πέθανε στα 21 χρόνια της. Το 1917.

«Αλλά και μετά το θάνατό της, ο έρωτας αυτός -θα συνεχίσει ο Τσάτσος στη σχετική αναφορά του- είτε απωθημένος στα απόκρυφα του υποσυνείδητου, είτε ξεπεταγμένος πάλι στην επιφάνεια, είτε κυρίαρχος, είτε σκεπασμένος από άλλες, πρόσκαιρες αγάπες, εξακολουθούσε να είναι ένα κομμάτι της ψυχής μου, του ιδεατού μου κόσμου και του αθεράπευτου πάθους μου για μια ονειροπλεγμένη ζωή. Ακόμα και τώρα, όταν άκεφος και αφηρημένος τυχαίνει να περπατώ σ’ ένα λιγοσύχναστο δρόμο, για να γλυκάνω τη μέσα μου πίκρα, ψιθυρίζω πολλές φορές, σα να την φωνάζω, το όνομα «Νόρα».



Ο πρώτος γάμος του

Επτά χρόνια μετά το θάνατο της Νόρας, ο Κ. Τσάτσος θα γνωρίσει, θα ερωτευθεί και θα παντρευτεί τη Λιλή Ζηρίνη, για την οποία θα αποκαλύψει ότι ασκούσε επάνω του «αισθησιακή έλξη», σε σημείο που να τον «κρατά αιχμάλωτο κάποιο σεξουαλικό στοιχείο».

«Ανακάλυπτα στη Λιλή μια σεξουαλική ποιότητα που μου ήταν άγνωστη» θα γράψει ο ίδιος, προκειμένω να εξηγήσει γιατί επέμενε γι’ αυτό το γάμο για τον οποίο είχαν επαναστατήσει οι δικοί του και ιδιαίτερα η μητέρα του, ενώ ο πατέρας της αγαπημένης του, τον είχε ενημερώσει ότι η κόρη του ήταν επιληπτική.

Τέσσερα χρόνια μετά το γάμο τους, το 1929, ο Κώστας και η Λιλή θα χωρίσουν.

Θα περάσουν πέντε με έξι χρόνια. Θα έλθει το 1935. Ο Κώστας Τσάτσος θα έχει παντρευτεί με την Ιωάννα Σεφεριάδου, θα έχει κάνει δύο κορίτσια μαζί της, θα είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και θα διαπιστώσει ότι το κόμπλεξ του λόγω της εξωτερικής του εμφάνισης, θα έχει υποχωρήσει λόγω των ερωτικών σχέσεων που είχε με αρκετές γυναίκες. Γράφει σχετικά ο ίδιος:

«Το τραύμα για τη σωματική μου μειονεξία είχε γίνει μια απλή ουλή, γιατί είχα κατορθώσει να έχω μια έντονη ερωτική ζωή με πολύ αξιόλογες γυναίκες, πράγμα που τόνωσε το ηθικό μου και σχεδόν εξαφάνισε το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ως νέο με βασάνιζε» («Λογοδοσία μιας ζωής» σελ. 184, α’ τόμος).

Γεγονός πάντως είναι ότι ο Τσάτσος δεν σταμάτησε να βλέπει τις γυναίκες με έντονο ερωτισμό και μετά το γάμο του με την Ιωάννα Σεφεριάδη, όπως αποδεικνύεται από την περιγραφή του για τις κυρίες και δεσποινίδες που γνώρισε στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά, όταν ήταν εξόριστος στη Σκύρο και στις Σπέτσες.

Η ανάγκη της επιβεβαίωσης του ανδρισμού του, μέσω της πνευματικής έστω επιρροής, υπήρξε φαίνεται συνεχής.

Ο γάμος πάντως του Τσάτσου με την Ιωάννα, σπουδαία λογοτέχνιδα και αδελφή του Γιώργου Σεφέρη, απετέλεσε καμπή στη ζωή του, όπως και η γνωριμία και συνεργασία του με τον Κ. Καραμανλή.

Την Παρασκευή η συνέχεια