Ο ζεστός ήλιος του Οκτώβρη χάιδευε το κορμί μου που ανέμελα για λίγο άφησα πλάι στο κύμα. Η θάλασσα, ΕΣΥ, οι γλάροι άσπρες πινελιές στα βράχια λιάζονται κι εκείνοι μαζί μου και χαίρονται το φθινοπωρινό πρωινό που πιο πολύ μοιάζει με άνοιξη. Ο Μαΐστρος απαλά οργώνει τον απέραντο θαλασσινό κάμπο κι ένας ψαράς αργά αργά ταξιδεύει με τα κουπιά την μικρή ξύλινη βαρκούλα του πιστός ακόμα στην παράδοση που χάνεται στο πέρασμα των χρόνων και στην σύγχρονη τεχνολογία.
Ένας πίνακας ζωντανός με χρώματα ανεξίτιλα που κανένας φακός φωτογράφου δεν μπορεί να γράψει ατόφια. Καθισμένος στα βράχια ξεκαρπίζω ένα ρόγδι που κρατούσα μαζί μου. Οι ρόγες του κόκκινα ρουμπίνια γεμίζουν το χέρι μου, ο χρόνος, η ζωή πριν λίγο κλεισμένα στο δικό τους κάστρο.
Δειλά δειλά μέτρησα όσους καρπούς είχα στο δεξί μου χέρι, είκοσι, ΝΑΙ, τόσοι Οκτώβρηδες έχουν περάσει κοντά σου, τα χρόνια μια ζωή θάλασσα αγάπης, ατελείωτα, αιώνια. Θυμάμαι και μετρώ, όμως δεν υπάρχει μέτρο, δεν υπάρχει αρχή και τέλος. Ο Θεός κρατά το κουβάρι κι εκείνος πλέκει. Εμείς απλά μετράμε τους πόντους. Πού τελειώνουν; Κανείς δεν ξέρει. Όμως εγώ και τώρα να μπαρκάριζα για το στερνό ταξίδι την ίδια ρότα θα είχα για μπούσουλα.
Μύρων Κ. Μιγάδης