Της Κατερίνας Μυλωνά

Οι Τρώες και οι Αχαιοί ουσιαστικά είναι ο ίδιος λαός με τους ίδιους θεούς, τα ίδια πιστεύω. Είναι ο τραγικότερος και πιο αιματηρός πόλεμος, λένε, όλων των εποχών, στον οποίο δεν υπάρχει ούτε νικητής ούτε νικημένος. Υπάρχει μόνο μία διαρκής αλληλοσφαγή μέσα στην οποία, βεβαίως, συμβαίνουν εκπληκτικά πράγματα και θαύματα

Eνας εμφύλιος σπαραγμός, όπου δεν υπάρχουν νικητές και νικημένοι, αποτυπώνεται στο συγκλονιστικό έπος του Ομήρου, «Ιλιάδα», όπως το παρουσιάζει στη σκηνή ο σκηνοθέτης, Στάθης Λιβαθινός.

Το έργο ανεβαίνει την ερχόμενη Δευτέρα 1 και Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου στο κηποθέατρο “Νίκος Καζαντζάκης”­­.



«Πιστεύω ότι το θέατρο οφείλει να μην προδίδει την εμπιστοσύνη του κόσμου να είναι εκεί και να προσπαθεί να ανέβει και να ανεβάσει τον κόσμο πιο ψηλά, όχι να του δίνει αυτά που ο κόσμος περιμένει», λέει ο γνωστός σκηνοθέτης, σε συνέντευξή του στην «”Π”.

Γιατί πιστεύετε πως το τελευταίο διάστημα αρκετοί σκηνοθέτες επανεξετάζουν τον Όμηρο;

«Ξέρω για την παράσταση του Μπομπ Γουίλσον «Οδύσσεια».

Όποιος, πάντως, σκηνοθέτης το κάνει σημαίνει ότι ήρθε η στιγμή. Κάθε 3.000 χρόνια έρχεται μια στιγμή να επανεξετάσει κανείς ποιο είναι το φορτίο του και ποιοι οι θησαυροί του και το θέατρο χρειάζεται μια τέτοια ματιά και ανανέωση. Δεν είναι μόνο η κρίση δραματουργίας, είναι και τα θέματα ενός τέτοιου συγγραφέα αλλά και τα πειράματα που πρέπει να γίνουν για να έρθει ένας τέτοιος συγγραφέας στη σκηνή, δεν είναι απλό.

Ο Όμηρος δεν έχει γράψει για το θέατρο, ο Όμηρος καν δεν έχει γράψει, έχει μιλήσει, εμείς τον γράφουμε και νομίζουμε ότι είναι γραπτό. Γενικά νομίζω ότι είναι μια πολύ καλή στιγμή όταν το θέατρο επανεξετάσει τις κορυφές του και δυναμώνει τη θεματολογία του με τη βοήθεια τέτοιων μεγεθών, όπως ο Όμηρος. Άλλωστε, είναι ό, τι πιο πολύτιμο έχουμε και στην ιστορία και στη θεματολογία, όλοι έχουν ξεπηδήσει από εκεί, ακόμα και ο Αισχύλος με έναν τρόπο».

Ποιους θησαυρούς ανακαλύπτετε κατά το ανέβασμα του έργου;

«Η Ιλιάδα είναι 24 βιβλία, είναι για να γεμίσουν χιλιάδες ζωές, δεν προλαβαίνεις σε μια ζωή να εξαντλήσεις τον Όμηρο, απόδειξη ότι υπάρχουν μεγάλοι μελετητές, όπως ο Μαρωνίτης, του οποίου τη μετάφραση κάνουμε, που αφιέρωσαν τη ζωή τους σε αυτόν και ακόμα δηλώνουν πολλές φορές το θαυμασμό τους μπροστά σε ένα τέτοιο ταλέντο, ένα τέτοιο.. πώς να το πω, έπος; Δεν ξέρω πώς να ονομάσω τον Όμηρο, μου φαίνονται πολύ μικρά όλα τα επίθετα.

Η αλήθεια είναι ότι σε αυτά τα 24 βιβλία βασίστηκε όλη η ευρωπαϊκή κουλτούρα του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.

Εγώ έκανα ένα απλό πείραμα προσπαθώντας να μεταφέρω ένα μέρος της Ιλιάδας, τα βασικότερα γεγονότα, δηλαδή, με μια αρχή, μέση και τέλος ώστε αυτό το κείμενο να αποκτήσει μια θεατρική οντότητα αλλά να είναι ενδιαφέρον και για μένα ως θέατρο. Δε με ενδιέφερε απλώς να διαβαστούν αυτά τα κομμάτια. Γίνεται μια συνάντηση μιας θεατρικής γλώσσας και ενός υπέροχου κειμένου.

Τα θέματα είναι πάρα πολλά, δεν μπορεί να τα δει κανείς όλα σε μια παράσταση. Σίγουρα, όμως, υπήρξαν κάποια που με ενδιέφεραν περισσότερα από άλλα. Αυτά είναι η γλώσσα, ως θέμα από μόνη της, ο πόλεμος, ο ηρωισμός, η αξιοπρέπεια, η καθημερινότητα των ανθρώπων και πώς εξελίσσεται σε αιματηρή περιπέτεια, η αλληλοκατανόηση, η φιλία, αναφέρω, απλώς, κάποια».

Υπάρχουν στοιχεία στο κείμενο του Ομήρου που μπορούμε να αναγνωρίσουμε στην Ελλάδα 3.000 χρόνια μετά;

«Ναι, νομίζω όλα. Νομίζω ότι ο Όμηρος δεν έχει πέσει έξω σε τίποτα και μόνο ότι το κείμενο αυτό ξεκινάει από μια εμφύλια σύγκρουση, νομίζω τα λέει όλα. Έχει προβλέψει τι ακριβώς λαός θα κατοικήσει σε αυτά τα μέρη, ότι είναι οι Έλληνες, ικανοί για τα μεγαλύτερα και τα μικρότερα, ταυτόχρονα. Έχει περιγράψει μια ιστορία, όπως αυτός την καταλαβαίνει.

Πρέπει να πω εδώ ότι ο Όμηρος δεν είναι ούτε ιστορικός, ούτε φιλόλογος, ούτε εγκυκλοπαίδεια, είναι μία καθαρά παραβατική ιστορία. Είναι μια καλλιτεχνική πράξη η Ιλιάδα, όπου ένας δημιουργός άλλαξε τα φώτα του μύθου κρατώντας αυτά που αυτόν ενδιέφεραν, πετάγοντας έξω άλλα πράγματα, ανατρέποντας την ιστορία προς όφελος της αφήγησης και ρίχνοντας το κέντρο βάρους εκεί που ο ίδιος ήθελε. Πρόκειται για μια καλλιτεχνική πράξη η Ιλιάδα, ένα παραβατικό έργο, ένα έργο όπου παραβαίνει τα κατεστημένα, ας το πω έτσι. Για την εποχή μας είναι μια πολύ μοντέρνα άσκηση».

Ίσως και μια πρωτοπορία του Ομήρου είναι ότι ενώ μιλάει για πολεμιστές, τους αποκαθηλώνει. Δε βλέπουμε μόνο τον ήρωα αλλά και τα λάθη και πάθη του.

«Βέβαια γιατί ο Όμηρος είναι ρεαλιστής, τον ενδιαφέρει η ζωή, όποιος ακούει ή βλέπει να μπορεί να αναγνωρίσει τη ζωή του μέσα από αυτό. Δεν τον ενδιαφέρει να δημιουργήσει μια πραγματικότητα έξω και μακριά από μας που απλώς να τη θαυμάζουμε. Δημιουργεί μια πραγματικότητα, μέσα στην οποία ο καθένας να μπορεί να βρει το δικό του χώρο, κι αυτό είναι μεγαλειώδες».

Και δεν παίρνει κάποια θέση στο κείμενό του ανάμεσα στις δύο πλευρές που συγκρούονται.

«Όχι βέβαια. Οι Τρώες και οι Αχαιοί ουσιαστικά είναι ο ίδιος λαός με τους ίδιους θεούς, τα ίδια πιστεύω. Είναι ο τραγικότερος και πιο αιματηρός πόλεμος, λένε, όλων των εποχών, στον οποίο δεν υπάρχει ούτε νικητής ούτε νικημένος. Υπάρχει μόνο μία διαρκής αλληλοσφαγή μέσα στην οποία, βεβαίως, συμβαίνουν εκπληκτικά πράγματα και θαύματα».

Παρά τα λάθη τους, όμως, και τα πάθη τους υπάρχουν στους ήρωες πολλοί που μπορούν να χαρακτηριστούν ηγέτες, πιστεύετε ότι σήμερα έχουμε ανάλογους ηγέτες;

«Για μένα δεν υπάρχουν ηγέτες στην Ιλιάδα. Ο πραγματικός ηγέτης εδώ, κατ αρχήν είναι ο Δίας, αλλά πάνω από αυτόν, πάνω από τους θεούς υπάρχει μια ακόμα μεγαλύτερη και πιο μοιραία οντότητα, η μοίρα. Όλοι οι υπόλοιποι ηγέτες έχουν πολύ μεγάλες αδυναμίες.

Ο Αγαμέμνων είναι ένας άνθρωπος υπερφίαλος, γεμάτος με αδυναμίες, ο οποίος, όμως, στη δύσκολη στιγμή αποδεικνύει ότι θα μπορούσε και να τα καταφέρει. Ο Αχιλλέας είναι ένας αψίκορος νεαρός, ο οποίος επενδύει στο θυμό του και την πόζα του απέναντι στους άλλους ώστε να μπορέσει να τους τιμωρήσει γιατί τον αδίκησαν, ίσως και άδικα. Όλους αυτούς θα τους συμφιλιώσει και θα τους συνεφέρει ο πόνος και η απώλεια.

Ο Σαρπηδών και ο Γλαύκος αποδεικνύονται μερικές στιγμές πολύ πιο ακέραιοι ηγέτες από αυτούς που εμείς ξέρουμε.

Είναι λίγο διαλεκτικός ο Όμηρος, ξέρετε, δεν αφήνει κανένα χωρίς να πλουτίσει τη μορφή του με διαφορετικές πλευρές, χωρίς να φωτοσκιάσει τα πράγματα».

Διαπιστώνετε πως τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί ο αριθμός των θεατών στο θέατρο, επιστρέφει ο κόσμος σε αυτό;

«Όχι, δε συμφωνώ σε αυτό. Δεν πιστεύω ότι ο κόσμος επιστρέφει γιατί δεν έφυγε ποτέ. Το θέατρο φεύγει από τον κόσμο, ο κόσμος δε φεύγει από το θέατρο. Απόδειξη ότι στις εποχές κρίσης βλέπω ότι συγκινητικά και με επιμονή ο κόσμος επιμένει, είναι εκεί, ξοδεύει τον οβολό του και έρχεται στο θέατρο.

Στην Αθήνα συμβαίνει αυτό, παρόλες τις 400, δεν ξέρω πόσες πρεμιέρες έχουμε.

Πιστεύω ότι το θέατρο οφείλει να μην προδίδει την εμπιστοσύνη του κόσμου να είναι εκεί και να προσπαθεί να ανέβει και να ανεβάσει τον κόσμο πιο ψηλά, όχι να του δίνει αυτά που ο κόσμος περιμένει. Πρόκειται για μια συνάντηση. Δε νομίζω ότι ο κόσμος έφυγε ή γύρισε την πλάτη στο θέατρο, ακόμα».

Ήταν ένα στοίχημα για σας το γεγονός ότι πρόκειται για μια πολυδάπανη παραγωγή;

«Τεράστιο στοίχημα και για μας και την POLYPLANITY που το οργανώνει και το φεστιβάλ που το πρωτοδείξαμε πέρσι.

Είναι ουσιαστικά παραγωγή κρατικού θεάτρου όλο αυτό, είναι 25 άτομα και με ένα έργο πάρα πολύ δύσκολο, τεράστιων απαιτήσεων, ψυχικών, σωματικών, αλλά πιστεύουμε πάρα πολύ σε αυτό. Είμαστε πιο ομάδα ανθρώπων που δεν είμαστε πρώτο χρόνο μαζί και έχουμε πιστέψει πολύ σε αυτό, ξέρετε και οι παραστάσεις που δώσαμε στο εξωτερικό μας έκαναν να πιστέψουμε ακόμα περισσότερο. Δηλαδή, τι διάολε αν οι ξένοι δίνουν τέτοια σημασία και το αντιμετωπίζουν με τον τρόπο που το αντιμετωπίζουν γιατί να μην το αντιμετωπίσουν καλύτερα ακόμα οι δικοί μας.

Πάντως οι παραστάσεις που δώσαμε σε Αθήνα, Πάτρα και Φιλίππους έδειξαν αυτά τα σημάδια ότι ο κόσμος το περιμένει και το θέλει πάρα πολύ.

Ελπίζω και η Κρήτη παρόλο που έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες- εγώ έχω και κρητικό αίμα μέσα μου και το ξέρω αυτό από πρώτο χέρι- θέλω να πιστεύω ότι και την Κρήτη την αφορά πάρα πολύ».

Από ποιο μέρος κατάγεστε;

«Είμαι ανιψιός του Κατράκη, νομίζω αυτό τα λέει όλα. Ήταν αδελφός της γιαγιάς μου. Αυτό και μόνο νομίζω με συνδέει και θα με συνδέει απόλυτα με την Κρήτη διότι θεωρώ όπως μου είπε κι ένας άνθρωπος απλός πριν κάποια χρόνια, ότι από τους τρεις – τέσσερις κορυφαίους Κρητικούς του 20ου αιώνα.

Δε νομίζω ότι η Κρήτη έχει βγάλει πολλά παιδιά τέτοιου μεγέθους που μπορείς να περηφανεύεσαι τόσο πολύ όσο ο Κατράκης και δύο τρεις άλλοι, δε χρειάζεται να τους πω, τους ξέρουμε όλοι.

Να πω την αλήθεια δε χωρίζω το κοινό, για μένα δεν υπάρχει Κρητικός, Ηπειρώτης, Αλβανός, Κινέζος. Το κοινό ξέρετε όταν σβήνουν τα φώτα περιμένει να δει κάτι που να τον αφορά. Δεν τον ενδιαφέρει ποιος είμαι εγώ, ποιος είναι εκείνος. Όλοι οι άνθρωποι νομίζω, έτσι επιβίωσε και η ιστορία του Ομήρου, είναι φτιαγμένη για να κρατάει την προσοχή των ανθρώπων, να τους συγκινεί και τους πει κάτι. Αυτή είναι και η ευχή του θεάτρου, πίστευα εξ αρχής ότι ο Όμηρος έχει έντονο θεατρικό στοιχείο μέσα του. Νομίζω, ας μη φανεί βιασύνη, με δικαίωσε στην παράσταση αυτό, υπάρχει μια έντονη θεατρικότητα, με την έννοια ότι το κείμενο είναι φτιαγμένο για να μιλιέται μπροστά σε κοινό από ανθρώπινες φωνές, δεν είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε, ως βιβλίο καταγράφηκε πολύ αργότερα, είναι ένα ζωντανό κείμενο φτιαγμένο για να αγκιστρώνει τα αυτιά των ανθρώπων που το ακούν. Βέβαια, το κείμενο έχει αλλάξει από τότε σε πάρα πολλά επίπεδα για αυτό κι εμείς κάναμε μια διασκευή με την Έλσα Ανδριανού που είναι συνεργάτης μου και με τους ηθοποιούς ώστε το κείμενο να αφορά στο σήμερα και να μην περιέχει τέτοιες λεπτομέρειες που να κουράσουν πια το σημερινό κοινό. Μίκρυνε και η διάρκεια της παράστασης κάποτε ήταν πέντε ώρες, τώρα είναι τρεις και κάτι».