Ατυχή και ανακριβή χαρακτηρίζει το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας τα πρόσφατα δημοσιεύματα για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων των ερευνητικών κέντρων για το πρώτο εξάμηνο του 2014.

Το ΙΤΕ αναφέρει πως:

“Όπως έχει επισημανθεί και παλαιότερα στους αρμοδίους, το ΙΤΕ, ως Ερευνητικό Ίδρυμα, αντλεί τους πόρους των εσόδων του κατά κύριο λόγο από τη συμμετοχή του στην εκτέλεση ερευνητικών και αναπτυξιακών προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλους διεθνείς οργανισμούς.

Επίσης, μέρος των εσόδων του προέρχονται από πωλήσεις προϊόντων υψηλής τεχνολογίας και υπηρεσιών προς τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα. Αντίθετα, η χρηματοδότηση του από τον Τακτικό Προϋπολογισμό του Κράτους είναι μικρή (περίπου 15% των συνολικών του ετήσιων εσόδων του Ιδρύματος ανά έτος) και βαίνει συνεχώς μειούμενη, αφού το 2015 προβλέπεται περαιτέρω μείωση κατά 30%.

Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η χρηματοδότηση του Τακτικού Προϋπολογισμού του ΙΤΕ, που καταβάλλεται από το ΥΠΑΙΘ, καλύπτει μόνο το 13,4% του συνόλου των εξόδων του προϋπολογισμού του 2014, ή εναλλακτικά αρκεί για τη χρηματοδότηση του Τακτικού Προσωπικού του Ιδρύματος (360 εργαζόμενοι) μόνο για 4 μήνες!

Σε αυτό το πλαίσιο, το ΙΤΕ όχι μόνο εκτελεί ερευνητικά έργα για την υλοποίηση των οποίων καλύπτει τα έξοδα και τις λειτουργικές δαπάνες αλλά και πραγματοποιεί επενδύσεις τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό όσο και σε επιστημονικό και τεχνολογικό εξοπλισμό.

Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι μέσω των έργων αυτών δημιουργούνται περί τις 1.000 πρόσθετες θέσεις εργασίας, κυρίως για νέους επιστήμονες αφού το συνολικό προσωπικό του ΙΤΕ σήμερα ανέρχεται σε 1.300 άτομα.

Η απόκλιση από τους στόχους των εσόδων οφείλεται κατά κύριο λόγο στον ετεροχρονισμό των εισπράξεων των χρηματοδοτήσεων των διεθνών οργανισμών και της Ε.Ε οι οποίοι, αφού λάβουν τους οικονομικούς απολογισμούς των εκτελούμενων έργων και πραγματοποιήσουν τους απαραίτητους ελέγχους, στη συνέχεια εκταμιεύουν τη σχετική χρηματοδότηση προς το ΙΤΕ.

Θα έπρεπε λοιπόν οι αρμόδιοι να είναι περισσότερο προσεκτικοί στις ανακοινώσεις τους που, πέραν από την παραπληροφόρηση, προκαλούν και απογοήτευση στο προσωπικό ενός επιτυχημένου Ερευνητικού Κέντρου το οποίο προβάλλει τη χώρα διεθνώς".