Δύο διασκεδαστικές αμερικανικές κωμωδίες τον ανταγωνισμό που προκαλεί ο χρόνος ανάμεσα στις γενιές και τα φύλα.

ΑΝΥΠΟΦΟΡΟΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ

BAD NEIGHBOURS

Σκην.: Νίκολας Στόλερ

Πρωτ.: Σεθ Ρόγκεν, Ζακ Έφρον, Ρόουζ Μπερν, Ντέιβ Φράνκο

Ο Μακ και η Κέλι είναι δύο τριαντάρηδες που μόλις απέκτησαν το πρώτο τους μωρό, την αξιολάτρευτη Στέλλα, και μετακόμισαν στο καινούριο τους σπίτι. Όλα φαίνεται να κυλούν ειδυλλιακά, μέχρι που το διπλανό σπίτι ενοικιάζεται από μία κολεγιακή αδερφότητα, η οποία θα μετατρέψει τον παράδεισο του ζευγαριού σε κόλαση.

Η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του Στόλερ είναι μία από τις καλύτερες R-rated κωμωδίες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Η συγκεκριμένη κατηγορία κωμωδιών παίρνει το όνομά της από την ομώνυμη κατηγορία στο αμερικανικό σύστημα αξιολόγησης για την καταλληλότητα των ταινιών. Το R σημαίνει Restricted (περιορισμένος) και επιτρέπει την είσοδο στην αίθουσα για εφήβους κάτω των 17 μόνο με συνοδεία γονέα ή κηδεμόνα. Καλλιτεχνικά, ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός παρέχει στους συντελεστές την ελευθερία να παρουσιάσουν ένα πιο ‘ενήλικο’ θέαμα, περιλαμβάνοντας οποιαδήποτε χοντράδα τους έρθει στο μυαλό, χωρίς να ανησυχούν για την πολιτική/ηθική/νομική του ορθότητα. Η συγκεκριμένη κωμωδία περιέχει πολλές χοντράδες, αλλά ευτυχώς είναι ευφάνταστες, και μαζί με το εξαιρετικό κάστινγκ, τις συνεπείς χαρακτήρες, τα ασταμάτητα γκαγκ (κωμικά περιστατικά), μ’ έναν σταθερά γρήγορο αφηγηματικό ρυθμό και ζωηρή σκηνοθεσία, όλα φτιάχνουν μία από τις διασκεδαστικότερες κωμωδίες των τελευταίων χρόνων- εφόσον βεβαίως σας αρέσει η συγκεκριμένη εκδοχή κωμωδίας, αφού έχουμε ξαναγράψει πολλές φορές ότι η κωμωδία είναι από τα πιο ιδιοσυγκρασιακά είδη. Στο επίκεντρο του σεναρίου βρίσκεται το ηλικιακό θέμα της μετάβασης από την εφηβεία στην ενηλικίωση, από την επιπολαιότητα στην ωριμότητα, από την ανεμελιά στην ανάληψη ευθυνών. Ένα ζήτημα που η αμερικανική κωμωδία λατρεύει, και που έχει χειριστεί πολύ διασκεδαστικά στο παρελθόν με άφθονα παραδείγματα. Εδώ, λόγω της παρουσίας της αδερφότητας στην πλοκή, νομίζω ότι το καταλληλότερο για σύγκριση είναι το «Old school» (Τοντ Φίλιπς, 2003), όπου οι Λουκ Γουίλσον και Γουίλ Φέρελ βρίσκονταν στο ίδιο στάδιο με αυτό που διανύουν εδώ οι Ρόγκεν και Μπερν, δυσκολεύονταν δηλαδή να αποδεχτούν το πέρασμα του χρόνου και τη μετάβαση σε μια διαφορετική, λιγότερο ξέγνοιαστη φάση της ζωής τους.

Όπως και οι προηγούμενες τρεις κωμωδίες που έχει σκηνοθετήσει ο Στόλερ, κι αυτή εδώ φροντίζει εκτός από ευφάνταστα περιστατικά, να διατηρεί μία -έστω υποτυπώδη, αλλά επαρκή για το είδος- επιμελημένη πρόοδο των χαρακτήρων, κάτι που εδώ φαίνεται στην προσωπική ανεπάρκεια την οποία προσδίδει το σενάριο στον χαρακτήρα του Τέντι, τη σχέση του με τον Πιτ, τον ανταγωνισμό και τη συμφιλίωση με τον Μακ, καθώς και στην εξαιρετική χημεία του νιόπαντρου ζευγαριού. Ίσως οι χαρακτηριστικότερες όλων, οι σκηνές με τους αερόσακους είναι τόσο απολαυστικές, ώστε εύχεται κανείς να μην τις είχε αποκαλύψει το τρέιλερ, το οποίο περιέχει αρκετές άλλες που δεν περιλαμβάνονται στην τελική εκδοχή της ταινίας, ενδεικτικές της όρεξης και της φαντασίας με την οποία αυτή στήθηκε.



Η ΑΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

THE OTHER WOMAN

Σκην.: Νικ Κασαβέτης

Πρωτ.: Κάμερον Ντίαζ, Λέσλι Μαν, Κέιτ Άπτον, Τέιλορ Κίνι, Νίκολαϊ Κόστερ-Βάλνταου, Νίκι Μινάζ, Ντον Τζόνσον

Η πανέμορφη 40αρα επιτυχημένη δικηγόρος Κάρλι ζει τον τέλειο έρωτα στο πρόσωπο του Μαρκ, ώσπου μαθαίνει ότι είναι παντρεμένος. Μαζί με τη γυναίκα του, Κέιτ, αποφασίζουν να εκδικηθούν τον διπρόσωπο αρσενικό, αλλά στην πορεία ανακαλύπτουν ότι υπάρχει και τρίτη γυναίκα, η 22χρονη Άμπερ, την οποία επίσης ενημερώνουν κι επιστρατεύουν στο κόλπο τους. Παρά την περιστασιακή αρρυθμία και την προβλεψιμότητα της πλοκής, αυτή η ρομαντική κωμωδία εκδίκησης βλέπεται ευχάριστα, ίσως επειδή δεν προσποιείται ότι είναι κάτι παραπάνω από μια ευδιάθετη ‘γυαλισμένη’ κωμωδία. Παραδείγματα ελαφρότητας είναι ο νεολογισμός strippergram και ο αυτοσχεδιασμός brain camp, που από μόνα τους γίνονται επίκεντρο μεμονωμένων στιγμών, αλλά και μέσα από το ίδιο το κάστινγκ που ουσιαστικά αποτελεί το κυριότερο θέλγητρο της ταινίας, χάρη στην άψογη εκκεντρικότητα της Μινάζ, το κωμικό ταλέντο των Ντίαζ και Μαν, και το κορμί της Άπτον. Από την άλλη, η επιλογή των αντρών είναι εμφανισιακά εύστοχη, αλλά αφηγηματικά παραμένουν περισσότερο διακοσμητικοί, κάτι που δεν ενοχλεί ιδιαιτέρως, αφού το θέμα είναι η επίδειξη της γυναικείας ισχύος.