Ενα από τα υψηλότερα ποσοστά διανυκτερεύσεων τουριστών (20%) έχει η Κρήτη, που έρχεται δεύτερη στην Ελλάδα, σε σύνολο διανυκτερεύσεων, ενώ διαθέτει το 16% του συνόλου των ξενοδοχειακών μονάδων σε όλη τη χώρα.

Τις προοπτικές και τα προβλήματα των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, παρουσιάζει σε ειδική μελέτη, το Ιδρυμα Βιομηχανικών και Οικονομικών Ερευνών, κι ενώ για τα επόμενα χρόνια, οι προοπτικές του κλάδου εμφανίζονται θετικές, ένας μεγάλος αριθμός ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, εκφράζει έντονη ανησυχία για το μέλλον του κλάδου.

Σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ, οι κυριότεροι λόγοι αισιοδοξίας για την πορεία του κλάδου συνοψίζονται στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, στην υλοποίηση και βελτίωση μεγάλου αριθμού έργων υποδομής (μετρό, αεροδρόμιο Σπάτων, οδικό δίκτυο, προαστιακός σιδηρόδρομος, κ.λ.π), στην ενίσχυση της ειδικής τουριστικής υποδομής των ξενοδοχειακών καταλυμάτων (συνεδριακά κέντρα, γήπεδα γκολφ, χιονοδρομικά κέντρα κλπ), στην καλύτερη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών κονδυλιών (εκπαίδευση, απασχόληση) και στα θετικά οφέλη από την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ.

Από την άλλη πλευρά οι ανησυχίες των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων επικεντρώνονται κυρίως στον έντονο ανταγωνισμό που αντιμετωπίζει στο σύνολο του ο ελληνικός τουριστικός τομέας από άλλες χώρες (Τουρκία, Αίγυπτος, Τυνησία, Μαρόκο, Ρουμανία), οι οποίες δεν συγκαταλέγονται στις παραδοσιακά ανταγωνίστριες χώρες της Μεσογείου (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία).

Η διαφημιστική δαπάνη, που αποτελεί σημαντική παράμετρος για την προσφορά του τουριστικού προϊόντος στο σύνολο του προϋπολογισμού των εθνικών οργανισμών τουρισμού, στην Ελλάδα αντιπροσωπεύει το 18,7% έναντι 35,7% της Ιταλίας και 83,7% της Πορτογαλίας.

Οι κύριοι προβληματισμοί των εγχωρίων επιχειρήσεων εντοπίζονται:

- Ανεπαρκής τεχνική υποδομή (οδικό δίκτυο, αεροδρόμια, σταθμοί λεωφορείων και τρένων, λιμάνια, μαρίνες, τηλεπικοινωνίες κλπ).

- Ανυπαρξία εξειδικευμένου φορέα, ο οποίος να δρα σε περιφερειακό επίπεδο, με ρόλο το σχεδιασμό, το μάρκετινγκ, την προβολή και τη διαφήμιση του τουριστικού προϊόντος

- Χαμηλό επίπεδο παρεχόμενης ξενοδοχειακής εκπαίδευσης εκ μέρους της πολιτείας, το οποίο οδηγεί σε ανεπάρκεια ζήτησης για εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό.

- Έντονη εποχικότητα που εμφανίζει το τουριστικό προϊόν, η οποία αναδεικνύει σημαντικές αδυναμίες του κλάδου (έλλειψη μακροχρόνιου σχεδιασμού και προβολής, εξάρτηση από μαζικό τουρισμό κλπ) που περιορίζουν την υγιή και ισόρροπη ανάπτυξη του.

- Υψηλή διαπραγματευτική δύναμη που εμφανίζουν οι τουριστικοί πράκτορες (tour operators).

- Ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού παράνομων (μη καταγεγραμμένων) κλινών (παραξενοδοχεία).

- Έλλειψη συνέπειας και σωστής νοοτροπίας στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, γεγονός που δημιουργεί διακυμάνσεις στους δείκτες ικανοποίησης των πελατών.

Το ενεργό ξενοδοχειακό δυναμικό της Ελλάδας για το 2002 αποτελείται από 8.331 ξενοδοχειακές μονάδες. Τα περισσότερα από αυτά είναι συγκεντρωμένα στην περιφέρεια του Νοτίου Αιγαίου (21%) και ακολουθούν η περιφέρεια της Κρήτης (16%), Κεντρικής Μακεδονίας (12%), Ιονία Νησιά (9%) και Αττική (8%). Ο μέσος αριθμός δωματίων ανά ξενοδοχειακή μονάδα ανέρχεται σε 38.

Σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ, οι διανυκτερεύσεις σε ξενοδοχεία παρουσίασαν την περίοδο 1996-2001 αύξηση με μέσο ετήσιο ρυθμό 5,1%. Από τους επιμέρους μήνες, οι υψηλότερες διανυκτερεύσεις παρουσιάζονται τους μήνες Αύγουστο και Ιούλιο και αντιπροσωπεύουν το 20% και 17,5% του συνόλου αντίστοιχα το 2000, ενώ ο Δεκέμβριος και ο Ιανουάριος βρίσκονται στην αντίθετη όχθη με ποσοστά μόλις 1,8%.

Το υψηλότερο ποσοστό διανυκτερεύσεων αντιπροσωπεύει η περιφέρεια του Νοτίου Αιγαίου με ποσοστό 27% του συνόλου και ακολουθούν η Κρήτη με 20%, η Αττική με 13% και τα Ιόνια Νησιά με 11%.

Οι αφίξεις των αλλοδαπών τουριστών στην Ελλάδα την περίοδο 1990-2001 παρουσιάζουν μέση αύξηση 4,3% ετησίως. Ωστόσο, κατά το ΙΟΒΕ, αν αφαιρεθούν οι αφίξεις αλλοδαπών από τις Βαλκανικές χώρες που αναφέρονται κυρίως σε μετακινήσεις για εύρεση εργασίας, ο ρυθμός αύξησης των αφίξεων περιορίζεται σε 3,4% περίπου.

Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία αποτελούν τις χώρες από όπου προέρχονται οι περισσότεροι τουρίστες με ποσοστά 23% και 20% αντίστοιχα για το έτος 2000. Ακολουθούν με μεγάλη διαφορά η Ιταλία (7%), η Ολλανδία (5,4%) και η Γαλλία (5%).