Ο Superman επιστρέφει υπερβολικά σοβαρός, αλλά και πιο θεαματικός από ποτέ.
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠΟ ΑΤΣΑΛΙ
MAN OF STEEL
Σκην.: Ζακ Σνάιντερ
Πρωτ.: Χένρι Καβίλ, Έιμυ Άνταμς, Μάικλ Σάνον, Ράσελ Κρόου, Κέβιν Κόστνερ, Νταϊάν Λέιν, Λώρενς Φίσμπερν.
Λίγο πριν από την καταστροφή του πλανήτη Κρύπτον, ο Τζορ-Ελ στέλνει τον νεογέννητο γιο του, Καλ-Ελ, μ’ ένα διαστημόπλοιο στη Γη, και αμέσως μετά σκοτώνεται από τον στρατηγό Ζοντ που επιχειρεί πραξικόπημα. Ο Ζοντ τελικά συλλαμβάνεται και καταδικάζεται μαζί με τους συνεργούς του σε φυλάκιση μέσα σε μια μαύρη τρύπα. Ο Καλ φτάνει στη Γη και ανατρέφεται από ένα ζευγάρι αγροτών, τον Τζόναθαν και τη Μάρθα Κεντ. Ως παιδί συνειδητοποιεί ότι διαθέτει υπερφυσικές δυνάμεις, οι οποίες όμως τον μπερδεύουν και τον απομονώνουν από τους συμμαθητές του. Ενήλικος πια, αρχίζει να ψάχνει τον πραγματικό του εαυτό, και θα πάρει κυριολεκτικά ένα βάπτισμα πυρός, καθώς ο Ζοντ φτάνει στη Γη για να δημιουργήσει στη θέση της έναν νέο Κρύπτον, και ο μόνος που μπορεί να τον σταματήσει είναι ο Καλ ή, όπως τον φωνάζουν οι γήινοι, Superman.
Ο Superman γεννήθηκε το 1938 στις σελίδες των Action Comics από τους Τζο Σάστερ και Τζέρι Σίγκελ, ώσπου μεταπήδησε στον κινηματογράφο δέκα χρόνια αργότερα με τη μορφή σήριαλ (σε 15λεπτα επεισόδια) ενσαρκωμένος από τον Kirk Alyn. Το πρόσωπο όμως με το οποίο τον γνώρισε και τον αγάπησε το μεγαλύτερο μέρος του κοινού, ήταν αυτό του Κρίστοφερ Ρηβ στη σειρά των τεσσάρων ταινιών που ξεκίνησε με το «Superman» του Ρίτσαρντ Ντόνερ το 1978 και συνεχίστηκε με τα «Superman II» (σε κινηματογραφική εκδοχή του Ρίτσαρντ Λέστερ το 1980 και σε director’s cut του Ρίτσαρντ Ντόνερ το 2006), «Superman III» (Ρίτσαρντ Λέστερ, 1983) και «Superman IV: quest for peace» (Σίντνεϊ Φιούρι, 1987).
Με τα χρόνια η ποιότητα των ταινιών έφθινε και μαζί της οι εισπράξεις τους, με αποτέλεσμα ο ήρωας να απουσιάσει από το σινεμά για περίπου μια εικοσαετία, κατά την οποία αρχικά εδραιώθηκε ο Batman και αργότερα ολόκληρο το είδος των υπερ-ηρώων. Έτσι, το 2006 επιχειρήθηκε η αναβίωση του χαρακτήρα με το «Superman: η επιστροφή» («Superman returns») του Μπράιαν Σίνγκερ το οποίο παρόλες τις αρετές του, λειτούργησε περισσότερο σαν ένας νοσταλγικός φόρος τιμής στις ταινίες του Ντόνερ, των οποίων αποτελούσε άμεση συνέχεια, παρά ως επανεκκίνηση της σειράς. Επιπλέον, οι περιορισμένες σκηνές δράσης δεν άφησαν τις εισπράξεις του ν’ απογειωθούν όσο αναμενόταν, με αποτέλεσμα η Warner Bros να γεμίσει επιφυλάξεις σχετικά με την εμπορική δυναμική του πιο αναγνωρίσιμου χαρακτήρα της.
Ολ’ αυτά όμως συνέβαιναν το 2006, όταν ο Κρίστοφερ Νόλαν είχε μόλις την προηγούμενη χρονιά ξεκινήσει την ανατρεπτική του τριλογία Batman, η οποία θα άλλαζε για πάντα τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται το Χόλυγουντ. Το «Batman begins» (2005) έκανε την αληθοφάνεια πρώτη σεναριακή και σκηνοθετική προτεραιότητα, και εξελίχτηκε σε μια τριλογία που ανανέωσε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι (υπερ-)ήρωες. Παράλληλα, η Marvel παρέδιδε μαθήματα στρατηγικής και μάρκετινγκ, καθώς σύστηνε ή αναβίωνε τους δικούς της ήρωες, οδηγώντας τους μάλιστα προς την απίστευτα επιτυχημένη σύνθεση της ομάδας των «Εκδικητών» («The Avengers», Τζος Γουίντον, 2012).
Με τις απαιτήσεις της αγοράς και τον δημιουργικό πήχη ψηλότερα από πότε, μαζί με μια δικαστική διαμάχη που ενδεχομένως να της κόστιζε τα κινηματογραφικά δικαιώματα του Superman, η Warner έπρεπε να τον επαναφέρει στις αίθουσες το γρηγορότερο δυνατό, χωρίς περιθώρια αποτυχίας αυτή τη φορά. Μοιάζει λοιπόν αυτονόητο το ότι στράφηκε στον Νόλαν, ο οποίος μαζί με τον Ντέιβιντ Γκόιερ, τον σεναριογράφο του «Batman begins», ανέλαβαν ν’ αποκαταστήσουν τη χαμένη αίγλη του Superman. Το αποτέλεσμα είναι ακριβώς αυτό που θα περίμενε κανείς από τους δύο δημιουργούς, και το μόνο κρίμα είναι που δε σκηνοθετήθηκε και αυτός ο ήρωας από τον Νόλαν, έναν σκηνοθέτη που έχει υποδειγματική αίσθηση δομής, ρυθμού, κλίμακας και μεγαλοπρέπειας στα πλάνα του. Αντιθέτως, το σχέδιο δόθηκε στον ικανό διεκπεραιωτή Σνάιντερ, ο οποίος μπορεί να διαθέτει όλη την απαιτούμενη ενέργεια, αλλά οι συνθέσεις του και ο ρυθμός του, ενώ δίνουν μια χορταστική περιπέτεια φαντασίας, βασίζονται όπως πάντα υπερβολικά στην ψηφιακή εικονογράφηση και μόνο περιστασιακά παρουσιάζουν πιο εμπνευσμένα στοιχεία. Έτσι, ο Σνάιντερ συγκεντρώνει στη φιλμογραφία του τίτλους από τα δύο άκρα του φάσματος των κόμικ με υπερ-ήρωες, καθώς μετά το μεταμοντέρνο «Watchmen» (2009), καταπιάνεται τώρα με τον παραδοσιακότερο ήρωα του είδους. Παρά την έντιμη προσπάθεια και το αξιοπρεπέστατο αποτέλεσμα, το 2006 ο Σίνγκερ δεν κατάφερε να προσφέρει ένα καινούριο όραμα, ενώ έμενε κανείς με την αίσθηση ότι δεδομένων των ικανοτήτων του ήρωα και της μακροχρόνιας απουσίας του από την οθόνη, η δράση και τα κατορθώματα ήταν μάλλον λίγα σε ποσότητα και κλίμακα. Η φετινή εκδοχή έρχεται να ικανοποιήσει αυτά τα δύο αιτήματα με θεαματικό τρόπο. Ο Νόλαν με τον Γκόιερ εφαρμόζουν την ίδια τακτική που εφάρμοσαν και στον Batman, με έμφαση στην ψυχολογική και κοινωνική αληθοφάνεια της ιστορίας, ενώ η δράση είναι υπερμεγέθης. Πρόκειται για ένα αντίστοιχο «Superman begins», όπου ο ήρωας συστήνεται από την αρχή, καθώς σκιαγραφούνται οι καταβολές και παρατίθενται εμπλουτισμένα ή παραλλαγμένα τα βασικά στοιχεία του μύθου. Τα γεγονότα στον Κρύπτον αποδίδονται πιο αναλυτικά, η Λόις γνωρίζει εξαρχής τη διπλή ταυτότητα του Καλ/Κλαρκ, και το S στη στολή εξηγείται ως σημάδι που συμβολίζει την ελπίδα, αξία ταυτισμένη με τον ήρωα.
Αυτήν αφορά και μία από τις ενστάσεις μας για τη γενικότερη προσέγγιση, η οποία κατά τη γνώμη μας υιοθετεί έναν υπερβολικά σοβαρό τόνο που δεν ταιριάζει με την αισιοδοξία και την ελπίδα που υποτίθεται ότι αποπνέει ο συγκεκριμένος ήρωας. Ο Batman είναι ταυτισμένος με το σκοτάδι, και γι’ αυτό ακριβώς πέτυχαν εξίσου οι εκδοχές των Τιμ Μπάρτον και Νόλαν, αλλά όχι εκείνες του Τζόελ Σουμάχερ, ο οποίος κατέστρεψε τον ήρωα οδηγώντας τον στο camp. Ο Superman από την άλλη είναι ο πρόσκοπος των υπερ-ηρώων. Ήρωας του φωτός και της ελπίδας (τροφοδοτείται από τον ήλιο), τίμιος, δε λέει ποτέ ψέματα, και σκοπός του είναι ν’ αποτελεί παράδειγμα καλοσύνης για όλο τον κόσμο. Η ζωηρή πολυχρωμία της στολής του εκφράζει ακριβώς αυτή τη διάθεση αισιοδοξίας και ροπής του ανθρώπινου χαρακτήρα προς το καλό. Το 2006 ο Σίνγκερ επέλεξε να σκουρύνει τον τόνο των χρωμάτων στη στολή, όπως είχε κάνει στους X-Men, για τους οποίους διάλεξε μαύρες στολές αντί των κίτρινων στα κόμικ, διαφορά που αποκατέστησε ο Μάθιου Βων στο «X-Men: first class» το 2011. Εδώ ο Σνάιντερ σκουραίνει ακόμη περισσότερο τη στολή, το σενάριο διατηρεί μονίμως τη σοβαρότητά του, προσφέροντας απειροελάχιστα χιουμοριστικά ψήγματα, και ο Κλαρκ φαίνεται να διακατέχεται από συνεχή σύγχυση και θυμό, τα οποία βεβαίως είναι δικαιολογημένα σ’ έναν βαθμό καθώς προσπαθεί να καταλάβει την ταυτότητά του και τη θέση του στον κόσμο, αλλά ακόμη και σ’ αυτό το πλαίσιο πιστεύουμε ότι η ταινία θα μπορούσε να έχει υιοθετήσει ένα ελαφρύτερο ύφος χωρίς να χάνει τη σοβαρότητά της.
Μια άλλη αντίρρηση αφορά το γεωγραφικό εύρος της πλοκής, από το οποίο σε τέτοιες ταινίες εξαρτάται σ’ έναν βαθμό η κρισιμότητα του κινδύνου που αντιμετωπίζει ο ήρωας, και που στους «Εκδικητές» για παράδειγμα, ήταν μία από τις παραμελημένες λεπτομέρειες της πλοκής. Εδώ, τα πλάνα από τις διαφορετικές περιοχές του πλανήτη καθώς ο Ζοντ εκπέμπει το μήνυμά του, μεγεθύνουν την κλίμακα της ιστορίας, αλλά μοιάζουν προσχηματικά κι ανεπαρκή, ενώ παραδόξως ο πρόεδρος των Η.Π.Α. (ένα συχνό λαϊκιστικό μοτίβο αυτών των ταινιών) μένει άφαντος.
Ακόμα μία αναγνωρίσιμη τακτική των Νόλαν και Γκόιερ είναι ότι, όπως και στο «Batman begins», ο ήρωας δεν αντιμετωπίζει από την πρώτη ταινία τον αρχι-εχθρό του, αλλά η σύγκρουση προετοιμάζεται για τη δεύτερη ταινία. Όπως το τέλος του «Begins» προετοίμαζε την εμφάνιση του Joker στον «Σκοτεινό Ιππότη», έτσι κι εδώ, κατά τη διάρκεια της μάχης του Superman με τον Ζοντ, βλέπουμε να περνάνε από τα πλάνα επιγραφές με την επωνυμία Lexcorp, η οποία ανήκει φυσικά στον Λεξ Λούθορ, τον αρχι-κακό στη μυθολογία του ήρωα. Έκτος από τη μελλοντική αναμέτρηση με τον Λούθορ όμως, το φιλμ προετοιμάζει επίσης πολύ διακριτικά τη Justice League -τους αντίστοιχους Εκδικητές της DC Comics- καθώς ένας δορυφόρος που διαλύεται στην κλιμάκωση του φιλμ φέρει το διακριτικό W των Wayne Enterprises, προετοιμάζοντας τη μελλοντική εμφάνιση του Batman στο ίδιο αφηγηματικό σύμπαν με τον Superman.
Ένα ακόμη σημάδι της αλλαγής που επιχειρεί η ταινία, είναι η απουσία του μουσικού θέματος του Τζον Γουίλιαμς, που μέχρι τώρα ήταν εμβληματικό όσο και η στολή του ήρωα. Ο Χανς Τσίμερ παραδίδει ένα λιγότερο μελωδικό άλλα επίσης θριαμβικό και δυναμικό θέμα, που θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιηθεί συχνότερα μέσα στην πλοκή.
Με έφεση στα γυμνασμένα σώματα («300», 2007), ο Σνάιντερ επιλέγει τη μυώδη εκδοχή του ήρωα, σε αντίθεση με τον Ρηβ και τον Μπράντον Ράουθ του 2006, οι οποίοι ήταν φυσικά γυμνασμένοι άλλα όχι σε… υπερφυσικό βαθμό όπως ο Καβίλ εδώ. Ο βρετανός ηθοποιός αποδίδει έναν Superman πιο δυναμικό από τους προηγούμενους, καθώς ο χαρακτήρας είναι γραμμένος χωρίς την πραότητα της περσόνας του Κλαρκ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη κι όταν στο τέλος του φιλμ ο Καλ προσλαμβάνεται στη Daily Planet, ο Καβίλ δε μετατρέπεται στον αφελή και αδέξιο Κλαρκ που γνωρίζαμε ως τώρα, άλλα παραμένει ένας μοντέρνος γοητευτικός δημοσιογράφος, με τα γυαλιά να λειτουργούν απλώς ως νοσταλγικό έμβλημα της ιστορίας του ήρωα, αφού ειδικά μέσα στο πλαίσιο αληθοφάνειας της ιστορίας, το ούτως ή άλλως αδύναμο πρόσχημα μεταμφίεσης καταλήγει απλώς συμβολικό.
Από το υπόλοιπο καστ όλοι είναι ικανοποιητικοί, με μόνο παραγνωρισμένο τον Φίσμπερν, ο οποίος δεν έχει πολλές σκηνές, ούτε με ιδιαίτερη σημασία, και ελπίζει κανείς ότι στις επόμενες ταινίες ο ρόλος του θα είναι πιο καλογραμμένος.
Αξιοσημείωτος είναι και ο παραλληλισμός του ήρωα με τον Χριστό, ως το απογοητευτικά συντηρητικότερο στοιχείο της ιστορίας, το οποίο ούτως ή άλλως περιέχεται στην ιστορία του ήρωα, αλλά ο Σνάιντερ επιλέγει να κάνει ακόμη προφανέστερο. Οι ταινίες με τον Κρίστοφερ Ρηβ τόνιζαν τον παραλληλισμό περισσότερο προφορικά και σχεδόν καθόλου εικονογραφικά. Ο Σίνγκερ ξεκίνησε να αφήνει τον Superman να αιωρείται πάνω από τη Γη σε στάση σταυρού, κάτι που ο Σνάιντερ επαναλαμβάνει, προσθέτοντας ακόμη ένα πλάνο μέσα σε μια εκκλησία, όπου ο Κλαρκ με φόντο ένα βιτρό του Χριστού εξομολογείται σ’ έναν ιερέα την ταυτότητά του και του ανακοινώνει ότι θα θυσιαστεί για χάρη της ανθρωπότητας, ακριβώς όπως και ο Ιησούς.
Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ
THE BIG WEDDING
Σκην.: Τζάστιν Ζάκαμ
Πρωτ.: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Νταϊάν Κίτον, Σούζαν Σαράντον, Κάθριν Χάιγκλ, Τόφερ Γκρέις, Αμάντα Σίφριντ, Ρόμπιν Γουίλιαμς.
Μια αμερικανική οικογένεια ετοιμάζεται να παντρέψει τον υιοθετημένο γιο της, Αλεχάντρο, και οι διαζευγμένοι γονείς θα πρέπει να υποδυθούν τους παντρεμένους, καθώς στον γάμο θα παρευρίσκεται η βιολογική μητέρα του Αλεχάντρο, η οποία είναι μια αυστηρή καθολική από την Κολομβία.
Οικογενειακή ρομαντική κομεντί που αποτελεί ριμέικ της γαλλικής «Mon frère se marie» (Ζαν-Στεφάν Μπρον, 2006), μ’ ένα εξαιρετικό καστ, το οποίο, παρότι κεφάτο, μένει ως επί το πλείστον αναξιοποίητο από ένα σενάριο που με πληθώρα χαρακτήρων και αφορμών (π.χ. ο Γουίλιαμς αυτοπαρωδείται ως απεξαρτημένος αλκοολικός), αδυνατεί να προσφέρει κάτι παραπάνω από μια κοινότοπη κωμωδία παρεξηγήσεων.