Ο Batman επιστρέφει σε μια ταινία για πολύ μεγάλες οθόνες

Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ:

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

THE DARK KNIGHT RISES

Σκην.: Κρίστοφερ Νόλαν

Πρωτ.: Κρίστιαν Μπέιλ, Τομ Χάρντι, Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ, Αν Χάθαγουεϊ, Γκάρι Όλντμαν, Μόργκαν Φρίμαν, Μάικλ Κέιν, Μαριόν Κοτιγιάρ, Μάθιου Μοντίν, Λίαμ Νίσον, Κίλιαν Μέρφι

Ο Μπέιν είναι ένας τρομοκράτης που σκοπεύει να ισοπεδώσει τη Γκόθαμ ενεργοποιώντας μια ατομική βόμβα, αφού πρώτα εμποδίζει τους κατοίκους της να διαφύγουν. Μετά από 8 χρόνια απουσίας, ο Μπρους Γουέιν θα πρέπει τώρα να επιστρέψει ως Batman για να σώσει την πόλη από τον αφανισμό, και σ’ αυτό θα τον βοηθήσει η Σελίνα Κάιλ, μια όμορφη κι επιδέξια κλέφτρα γνωστή στον τύπο ως Γάτα.

Η ταινία που σύμφωνα με τις δηλώσεις των συντελεστών της κλείνει αυτή την τρίπτυχη εκδοχή του Batman από τον βρετανό σκηνοθέτη Κρίστοφερ Νόλαν, η οποία ξεκίνησε το 2005 με το «Batman begins» και συνεχίστηκε το 2008 με τον «Σκοτεινό ιππότη» («The dark knight»), προσφέροντας ίσως την πιο τολμηρή και φρέσκια οπτική που έχει γνωρίσει μέχρι σήμερα ο συγκεκριμένος χαρακτήρας αλλά και ολόκληρο το είδος των υπερ-ηρώων, για το οποίο αποτελεί πια ένα πολύ ψηλό μέτρο σύγκρισης. Η μεγάλη κλίμακα κινηματογράφησης, ο ψυχολογικός ‘ρεαλισμός’, η σεναριακή περιπλοκή και συνοχή, η ευρηματική προσαρμογή χαρακτήρων, το σπουδαίο καστ και οι ερμηνείες τους είναι χαρακτηριστικά που διατρέχουν όλη την τριλογία, φτάνοντας μέχρι το φετινό τελευταίο μέρος, αυτό με την προφανέστερη σύνδεση με την τρέχουσα κοινωνική πραγματικότητα. Μ’ έναν κακό αντάξιο του Τζόκερ, μια ιστορία που εκτείνεται οπτικά και χρονικά όσο απαιτεί η πολυπλοκότητά της, με τα απλά αλλά εξαιρετικά έντονα μουσικά μοτίβα του Χανς Τσίμερ για κάθε χαρακτήρα, τις σεναριακές εκπλήξεις ανάμεσα στις οποίες και το υποσχόμενο τέλος, έστω με μια αμφιλεγόμενη ιδεολογική ρητορική, η ταινία ολοκληρώνει έξυπνα και πάντα εντυπωσιακά το όραμα του Νόλαν για τον χαρακτήρα, αφήνοντάς μας να ελπίζουμε ότι θα αθετήσει τελικά τις εμφατικές δηλώσεις του περί αποχώρησής του από τη σειρά.

Όπως και στις δύο προηγούμενες προσθήκες, κυρίαρχες έννοιες και σ’ αυτήν εδώ είναι ο φόβος και το χάος. Ο Μπέιν θέλει ξανά να καταστρέψει ολοκληρωτικά τη Γκόθαμ, ενώ ο Γουέιν πρέπει να νικήσει το φόβο για να ανακάμψει και τελικά να αποτρέψει τον όλεθρο. Κατά μία έννοια ο Μπέιν συνοψίζει τους δύο προηγούμενους κακούς, Ρας Αλ Γκουλ και Τζόκερ, καθώς με τον πρώτο συνδέεται αφηγηματικά, ενώ με τον δεύτερο μοιράζονται τις ίδιες ‘τεχνικές’ προδιαγραφές. Και πάλι δηλαδή έχουμε έναν κακό με απολύτως άγνωστες καταβολές, έκτος απ’ αυτές που απαιτούνται για να λειτουργήσουν οι δύο ανατροπές της πλοκής (μία εικονική και μία έγκυρη), πάντα μερικά βήματα μπροστά από τους καλούς, με στόχο του το απόλυτο χάος, ενώ ερμηνευτικά αξιοποιούνται παραμορφωτικά η φυσιογνωμία και η φωνή του ηθοποιού, αποδίδοντας έναν ισοπεδωτικά κυρίαρχο κακό. Όποιος έχει δει το «Bronson» (Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν, 2008) όχι απλώς δεν εκπλήσσεται για το κάστινγκ του Χάρντι στον ρόλο του Μπέιν αλλά απολαμβάνει τον αλλόκοτα επιβλητικό όγκο του καθώς κινείται στον χώρο και τις στιγμές όταν η βαθειά φωνή του με την παράδοξα ήρεμη προφορά παίρνει μια ειρωνικά λεπτότερη χροιά.

Όσο για τον Γουέιν, καλείται να επαναλάβει την έξοδο από τη σπηλιά την οποία είχε κάνει μικρός με τη βοήθεια του πατέρα του, αλλά τώρα πρέπει να την επιχειρήσει μόνος του και χωρίς σκοινί. Ο Γουέιν διαγράφει συνεχώς πορείες από το σκοτάδι στο φως, από τα κάτω προς τα πάνω, αντίστροφες μ’ εκείνη στην οποία οδηγούν την πόλη οι κακοί, που επιδιώκουν το σκοτάδι και την καταστροφή. Παρότι λοιπόν Σκοτεινός Ιππότης, ο Γουέιν καλείται να νικήσει το σκότος (τον φόβο) ώστε να μπορεί μετά να το προβάλλει και να το επιβάλλει στους κακοποιούς. Εδώ ίσως χρειάζεται μια υπενθύμιση για τη διττή χρήση του ρήματος rise, το οποίο παραπέμπει ταυτόχρονα στην ‘επανάσταση’ του Μπέιν (“a fire rises”) και βέβαια στην επάνοδο του Γουέιν, καθώς οι έγκλειστοι ενθαρρύνουν την ανάβασή του φωνάζοντάς του μια λέξη που σημαίνει rise, σε ρυθμική αντιστοιχία με τα επιθετικά τύμπανα του θέματος του Μπέιν- μια τακτική ‘καθρεφτίσματος’ των δύο χαρακτήρων.

Αυτά τα τύμπανα είναι το ένα από τρία κεντρικά μοτίβα που παρέχει ο σύνθετης Χανς Τσίμερ, ο οποίος γράφει εδώ τη μουσική χωρίς τον Τζέιμς Νιούτον Χάουαρντ με τον οποίο συνεργάστηκε στις δύο προηγούμενες ταινίες. Στη Σελίνα δίνει ένα πιο παιχνιδιάρικο και στον Batman το γνωστό θριαμβικό μοτίβο που ξεκίνησε από το πρώτο φιλμ με μια μίξη κρουστών και εγχόρδων, και το οποίο παρότι αρχικά μας ξένισε με το ότι δεν εξελίσσεται ποτέ σε θέμα (αντίθετα απ’ ό,τι μας είχε συνηθίσει ο Ντάνι Έλφμαν στις ταινίες του Τιμ Μπάρτον) τελικά λειτουργεί άψογα χάρη στην απλότητα, την ένταση και τον δυναμισμό του.

Η Σελίνα είναι μία από τους δύο εξαιρετικά αγαπητούς χαρακτήρες στη μυθολογία του Batman που ο Νόλαν συστήνει σ’ αυτό το φιλμ, για τους οποίους εφαρμόζει παρόμοια τακτική αλλά με άνισα μεταξύ τους αποτελέσματα, αφού η εμβληματική Catwoman υποβιβάζεται ελαφρώς, ενώ αντιθέτως ο Ρόμπιν προετοιμάζεται με μαεστρία. Ο χειρισμός της Σελίνα είναι μάλλον περίεργος αν όχι αμήχανος, καθώς ο Νόλαν επιλέγει να της φορέσει στολή (της οποίας βεβαίως τα γατίσια γνωρίσματα ο σκηνοθέτης δικαιολογεί ως λειτουργικά κι όχι απλώς διακοσμητικά) αλλά αποφεύγει να τη βαφτίσει με το παρωνύμιό της, το οποίο της αποδίδει έμμεσα και μισό απλώς ως Γάτα στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που ερευνά ο Γουέιν. Επίσης, το σενάριο μάλλον την παραμελεί και αποφεύγει να της δώσει βάθος, αφήνοντάς τη έναν στέρεο αλλά εύκολο χαρακτήρα, μια επιδέξια, σαγηνευτική, καλόκαρδη κλέφτρα, ανταμείβοντάς τη παρόλαυτά με τη θέση στην καρδιά του Γουέιν. Επιπλέον, το στενό καδράρισμα και το βιαστικό μοντάζ δεν αφήνουν να φανούν οι ‘αιλουροειδείς’ κινήσεις με τις οποίες υπερισχύει έναντι στους άντρες. Είναι ίσως ο μοναδικός χαρακτήρας που μοιάζει να υστερεί, ειδικά συγκρινόμενη με την πιο αιχμηρή απόδοση της Μισέλ Φάιφερ στο «Batman returns» του Τιμ Μπάρτον το 1992.

Αντιθέτως, ο Ρόμπιν απολαμβάνει τη δική του ιστορία καταβολών, ένα μίνι «Robin begins», που του αποδίδει από την πρώτη στιγμή το θάρρος, την ανιδιοτέλεια, την πρωτοβουλία, την ευθύτητα, την τιμιότητα και την ειλικρίνεια που αρμόζουν σ’ έναν υπερ-ήρωα, καθιστώντας τον άξιο συνεργάτη του Batman, κάτι που ο δεύτερος προετοιμάζει τη στιγμή που τον συμβουλεύει “αν πρόκειται να τους πολεμάς, φόρεσε μάσκα”.

Η πρόοδος του χαρακτήρα του Ρόμπιν είναι ενδεικτική της δεξιοτεχνίας με την οποία το φιλμ χειρίζεται την περιπλοκή του σεναρίου του, που μοιράζεται σε πολλαπλές υπο-πλοκές και με τη βοήθεια του προσεκτικού παράλληλου μοντάζ πετυχαίνεται η σωστή διάρθρωση ώστε να διατηρείται η σαφήνεια, η συνοχή και η κρισιμότητα της ιστορίας. Ο Νόλαν πάντοτε απολάμβανε τα περίπλοκα σενάρια, αλλά με τον «Σκοτεινό Ιππότη» και το «Inception» πέρασε στο επίπεδο της σεναριακής ταχυδακτυλουργίας, αφού οποιαδήποτε σκηνή με λιγότερες από τρεις παράλληλες δράσεις φαίνεται να του μοιάζει βαρετή (π.χ. δείτε πώς μέσα στον γενικό χαμό νιώθει την ανάγκη να προεκτείνει ακόμη και τον χαρακτήρα του Φόλεϊ, με την επίσκεψη του Γκόρντον στο σπίτι του κτλ.). Το σενάριο που έγραψε με τον αδελφό του, Τζόναθαν, ξεχειλίζει από ιδέες οι οποίες εμπλουτίζουν, προετοιμάζουν, ανατρέπουν σκηνές- ακόμη και τις τρεις ταινίες μεταξύ τους, και λειτουργεί χάρη στο επιδέξιο μοντάζ του Λη Σμιθ και τη σχεδόν ασταμάτητη μουσική υπόκρουση που διατρέχει τη δαιδαλώδη εναλλαγή των σκηνών, υποβοηθώντας τον συναισθηματικό τους τόνο και καθοδηγώντας τον θεατή.

Ωστόσο, το φιλμ δεν είναι ακριβώς άψογο. Μια γενική παρατήρηση θα μπορούσε να είναι ότι στερείται τον παράγοντα της έκπληξης που συνόδευε τα δύο προηγούμενα. Με την πρώτη ταινία γνωρίσαμε μια απροσδόκητη, ριζικά διαφορετική και συναρπαστική προσέγγιση στο είδος των υπερ-ηρώων. Με τη δεύτερη οι προσδοκίες ήταν ψηλότερες ακριβώς λόγω της επιτυχίας που προηγήθηκε, κι επειδή ήταν αυτονόητο ότι με την έλευση του Τζόκερ το διακύβευμα ήταν κατά πολύ κρισιμότερο. Εδώ πια ο Νόλαν επαναλαμβάνει την παγιωμένη συνταγή που καθιέρωσε στις δύο προηγούμενες ταινίες, που και πάλι λειτουργεί καλοκουρδισμένα αλλά με τον θεατή πια εξοικειωμένο.

Επιπλέον, η πλοκή επιχειρεί να συνδεθεί με την τρέχουσα κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα της κρίσης, το κάνει όμως αδέξια και επιπόλαια, χωρίς να φροντίζει να προετοιμάσει το ειδικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ορίζονται και αντιδρούν η Σελίνα και ο Μπέιν. Η πρώτη είναι μια θηλυκή Ρομπέν των Δασών, μόνο που δε φαίνεται να μοιράζεται τη λεία της με κανέναν παρά μόνο με τη συνεργό της. Ο δεύτερος ενσαρκώνει το χάος με την πρόφαση της επανάστασης, και η υποκρισία του είναι αυτή που τον κάνει έναν προφανή κακό. Ωστόσο, το μόνο αντίβαρο σ’ αυτούς τους δύο είναι το ιδεαλιστικό πρότυπο του ζάπλουτου Γουέιν που σκορπάει τα χρήματά του φροντίζοντας για το ενεργειακό μέλλον της ανθρωπότητας και σε φιλανθρωπίες για ορφανά παιδιά.

Ο κόσμος στον οποίο επεμβαίνει ο Μπέιν δε μοιάζει με τη σημερινή πραγματικότητα, αλλά περιγράφεται μάλλον ουτοπικά στον επικήδειο που διαβάζει ο Γκόρντον. Η μόνη στιγμή όπου το σενάριο αποφασίζει να συζητήσει άμεσα τη σημερινή πραγματικότητα, είναι η σκηνή της εφόδου του Μπέιν στο χρηματιστήριο. Όμως στον διάλογο ανάμεσα στον μεροκαματιάρη αστυνομικό και τον χρηματιστή, το σενάριο ευνοεί το επιχείρημα του δεύτερου, κάνοντας τον Μπέιν ν’ ακούγεται λαϊκιστής όταν κατηγορεί τους χρηματιστές για ληστεία. Έτσι, το σενάριο αποφεύγει γενικότερα να δημιουργήσει έναν πιο ολοκληρωμένο συσχετισμό με το σήμερα, ενώ η στιγμή όπου το επιχειρεί έχει περισσότερο συντηρητική παρά προοδευτική χροιά. Ακόμη κι όταν γίνεται κάλεσμα στα όπλα και ανάληψη δράσης για ανατροπή του υποκριτή επαναστάτη, αυτό γίνεται ανάμεσα σε αστυνομικούς (ο Γκόρντον στον Φόλεϊ).

Επίσης, ένας παράγοντας που ζημιώνει την αληθοφάνεια και τη συνοχή της πλοκής είναι η έκτασή της σε μεγάλα χρονικά διαστήματα. Τα οχτώ αφηγηματικά χρόνια που χωρίζουν αυτή την ταινία από την προηγούμενη και οι πέντε μήνες που μεσολαβούν μέχρι την έκρηξη της βόμβας δημιουργούν ερωτήματα για την κατάσταση του Γουέιν και της πόλης αντιστοίχως, ενώ υπάρχει η αίσθηση ότι τα γεγονότα θα μπορούσαν να εκτυλιχτούν σε λιγότερο χρόνο. Είναι οι γρήγορες εναλλαγές των σκηνών, τα πολλά επιμέρους διακυβεύματα και η εντυπωσιακή κινηματογράφηση που αποσπούν το μυαλό από τις σχολαστικές ερωτήσεις.

Ευτυχώς όμως οι αποχρώσεις του σεναρίου είναι γενικά αρκετά ξεκάθαρες ώστε να διευκολύνεται η ταύτιση και να μην υπονομεύεται η διασκέδαση, καθώς η μεθόδευση και το ψέμα του Μπέιν να είναι προφανή, ώστε να μην υπάρχει αμφισβήτηση για τον κίβδηλο χαρακτήρα της αποκαλούμενης επανάστασής του. Και βέβαια μιλάμε για μια συνταγή που αποτελεί υπόδειγμα χολιγουντιανής φαντασμαγορίας, αφού δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι ο Νόλαν γύρισε την ταινία σε φιλμ και όχι ψηφιακά, περίπου μία ώρα σε φορμά IMAX με κάδρο πολλαπλάσια μεγαλύτερο του κανονικού (δυστυχώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει ακόμη τέτοιο σύστημα προβολής) και επιμένει να αποφεύγει τις ψηφιακές προσθήκες όσο του επιτρέπεται, με αποτέλεσμα οι σκηνές πλήθους (το στάδιο είναι γεμάτο από 11.000 αληθινούς κομπάρσους), τα σταντ (η εναρκτήρια σκηνή με τα αεροπλάνα, τα οχήματα του Batman μέσα στην πόλη) και οι τοποθεσίες (το Πίτσμπεργκ αντικαθιστά το Σικάγο σαν Γκόθαμ Σίτυ) να κερδίζουν σε ρεαλισμό και θέαμα, χάρη στη σταθερά έξοχη δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας Γουόλι Φίστερ, ο οποίος έχουμε την αίσθηση ότι αυτή τη φορά ακολουθεί λιγότερο γεωμετρικές και τακτοποιημένες συνθέσεις απ’ ό,τι στον «Σκοτεινό Ιππότη», αποδίδοντας ενδεχομένως το κλίμα αποσύνθεσης που επιφέρει ο Μπέιν στην πόλη. Όσο για το τέλος, η εξυπνάδα του βρίσκεται στο ότι καταφέρνει να είναι συνεπές με την ψυχολογική, ‘ανθρώπινη’ τροχιά του ήρωα, χωρίς να προδίδει τον υπερ-άνθρωπο χαρακτήρα του. Με τον εικονικό του θάνατο ο Γουέιν έχει πετύχει την απαλλαγή από τα βάρη του ηρωισμού και συναντά τον Άλφρεντ στη Φλωρεντία. Ήδη από τις αρχές τις πρώτης ταινίας και από το τέλος της δεύτερης, ο Batman προβάλλεται σαν ένα ιδανικό παρά σαν απλώς η δεύτερη ταυτότητα ενός μασκοφόρου εκδικητή. Η ιδέα αυτή ενισχύεται και στη διάρκεια της τρίτης ταινίας, ώστε να γίνεται εξίσου πιθανή και αποδεκτή η εκδοχή ο Μπλέικ να εξελιχτεί στον επόμενο Batman. Με το να παίζει όμως το σενάριο με την ιδέα του θανάτου του Γουέιν και τελικά να τη διασκεδάζει αντί να την επικυρώνει, κατά τη γνώμη μας αφήνει πιθανότερο αυτό που μοιάζει σαν φυσική εξέλιξη: τη μελλοντική επιστροφή του Γουέιν ως Batman με τον Μπλέικ στο πλάι του ως Robin.

Όσο για το ποιό θα είναι το κινηματογραφικό μέλλον του ήρωα, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα υπάρχει. Με τον Νόλαν ή χωρίς, με τον Μπέιλ ή κάποιον άλλο, συνεχίζοντας από ‘δω ή ξεκινώντας από αλλού, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Batman θα επιστρέψει. Ελπίζουμε μ’ ένα σκηνοθετικό όραμα εξίσου ανανεωτικό κι εμπνευσμένο.