Του Γεωργίου Δημ. Φλουρή, συνταξιούχου δασκάλου

Την περασμένη Τετάρτη 16 Μαΐου, στην αίθουσα Ανδρόγεω, έγινε τιμητική εκδήλωση σε μνήμη το στρατηγού Ιωάννη Σ. Αλεξάκη.

Θα ήθελα να παραβρεθώ, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσα. Εχω όμως να καταθέσω μια ομιλία το υ, την οποία παρακολούθησα τον Αύγουστο του 1969 με θέμα: ¨Ο στρατός της Κρήτης κατά το 1907 - 1913”.

Η ομιλία και τα στοιχεία που αναφέρει ο στρατηγός Αλεξάκης θεωρώ ότι είναι υψίστης ιστορικής σημασίας και θα έπρεπε να δει το φως της δημοσιότητας, εντασσόμενη στα “κείμενα των κορυφαίων”. Σεβόμενος το χώρο της εφημερίδας, κρίνω ότι θα πρέπει να δοθεί σε δύο συνέχειες. Για τούτο δημοσιεύω το πρώτο, ενδεικτικώς χωριζόμενο, και θα ακολουθήσει και το δεύτερο.

Συμπατριώται μου κρητικοίκ ξενιτεμένοι και μη, και αγαπητοί φίλοι της Κρήτης, σύνεδροι και συνεκδρομείς.

1. Εισαγωγή

Εις το Συνέδριόν μας έγιναν ήδη σημαντικαί ομιλίαι δια το μέλλον της Κρήτης μας.

Δια το πως η Κρήτη μας θα προοδεύση και ευημερήση εις το μέλλον. Να αποκτήση και Πανεπιστήμιον.

Είναι ενδιαφέρουσαι αι ομιλίαι. Πολύ ορθώς. Οφείλομεν να τιμώμεν το παρελθόν και να μη ντο λησμονώμεν. Από το παρελθόν διδασκόμεθα δια το μέλλον. Η ιστορία είναι ο διδάσκαλος του παρόντος και του μέλλοντος.

Εγώ, ωσεί συμπληρών τα λεχθέντα ιστορικά, θα αναφερθώ εις το παρελθόν, αλλ’ όχι εις το πολύ μεμακρυσμένον.

Θα σας μεταφέρω εις τηνε ποχήν καθ’ το πρόσφατον παρελθόν, δηλαδή μόνον 60 χρόνια οπίσω. Εις χρόνια, τα οποία έζησα ο ίδιος και ολίγοι αό το ακροατήριον μου, οι ασπρομάλληδες σήμερον.

Θα σας μεταφέρω εις την εποχήν καθ’ ην ηλευθερώθη η Κρήτη μας από σκλαβιάν αώνων.

Τα ενθυμούνται τα γεγονότα της εποχής εκείνης οι συνηλικιώται μου, οι ολίγοι όπου επιζώμεν ακόμη, αλλά και αυτοί θα θέλουν , βέβαια, να τα ακούσουν και εδώ, κυρίως όμως πρέπει να τα ακούουν οι νεώτεροι, όσοι δεν τα έζησαν, αλλά μόνον τα επληροφορήθησαν από τους μεγαλύτερους και από τας μελέτας των. Κυρίως έχω τώρα υπ’ όψιν εδώ τους ξενητεμένους αελφούς μας, όπου τους έχομεν τώρα μαζύ μας.

θα σας ομιλήσω δια τον πρώτον τακτικόν στρατόν της Κρήτης, αυτόν ο οποίος μετά του στρατού της ελευθερίας Πατρίδος, εμεγάλωσε την Ελλάδα μας κατά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912και 1913 και μετέφερε τα σύνορά της από την Θεσσαλίαν μέχρις εκεί που ευρίσκονται σήμερον. Συγχρόνως επέφερε την οριστικήν ένωσιν της Κρήτης μας με την Μητέρα Πατρίδα. Ο ίδιος στρατός μετά τριετίαν εν Μακεδονία κατά τον Αον Παγκόσμιον πόλεμον έσωσε την Βόρειον Ελλάδα μας, ως θα εξηγήσω κατωτέρω.

Και αρχίζω την διήγησιν.

Η το Σεπτέμβριος του έτους 1898.

Είχε γίνει η τελευταί ακατά των Τούρκων Κρητική επανάστασις του 1897 (κυρίως 1896 - 1898), η οποία είχε μοχλόν και οδηγόν το μεγάλο τέκνον της Κρήτης μας, τον Ελευθέριον Βενιζέλον.

Είχεν εποιτύχει η επανάστασις εκείνη την επέμβασιν των τότε Μεγάλων Δυνάμεων, δηλαδή των ισχυρών Ευρωπαϊκών κρατών (Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Ρωσίας), τα οποία απεδίωξαν εκ της Νήσου μας τας Τουρκικάς αρχάς και τον Τουρκικόν στρεατόν, απεβίβασαν ιδικά των στρατεύματα εις την Νήσον, τα λεγόμενα διεθνή στρατεύματα, ίδρυσαν στρατώντας, διένειμαν την Κρήτην μεταξύ των, έκαστον κράτος είχεν ένα Νομόν- και την εκυβέρνησαν προσωρινώς δια των Ναυάρχων των πολεμικών πλοίων των.

Ήλπιζον βέβαια τα Κράτη αυτά ευνοϊκήν περίστασιν να κρατήσουν την Κρήτην δια τον εαυτόν του έκαστον Κράτος, και προσεπάθουν να πείσουν και τον Κρητικόν λαόν να το ζητήση αυτός. Αλλά ο Κρητικός λαός εζήτει ένωσιν και μόνον ένωσιν με την Μητέρα Πατρίδα, την Ελλάδα.

Και συνεφώνησαν τέλος τα Ευρωπαϊκά Κράτη να αποτελέση η Κρήτη και απετέλεσεν αυτή ίδιον Κρατίδιον ημιαυτόνομον (1898) υπό την υψηλήν επικυριαρχίαν του Σουλτάνου της  Τουρκίας, με το όνομα “Κρητική Πολιτεία” με ιδικήν της Κυβέρνησιν, προεδρευομένην από κυβερνήτην, Γενικόν Διοικητήν, τιτλοφορούμενον Ύπατον Αρμοστήν των Δυνάμεων εν Κρήτη.

Και τοιούτος υπήρξεν αρχικώς ο Πρίγκηψ της Ελλάδος Γεώργιος (1898-1905), έπειτα ο Έλλην πολιτικός Αλέξανδρος Θρασυβούλου Ανδρέου Ζαΐμης ωργανώθη (1.10.1907) και ο πρώτος τακτικός στρατός της Κρήτης,- όστις είναι το θέμα της ομιλίας μου-, με το όνομα “Κρητική Πολιτοφυλακή”.

2. Ιδρυσις της Πολιτοφυλακής.

Λέγω τακτικόν στρατόν την Πολιτοφυλακή, ως οργανωθείσαν πλήρως ως οι στρατοί των Κρατών, εν αντιθέσει προς τα άτακτα επαναστατικά Σώματα, τα προχείρως συγκροτούμενα υπό οπλαρχηγούς και με τοιαύτα επολέμει η Κρήτη τας επαναστάσεις της. Δεν είχον οργάνωσιν και πειθαρχίαν τα Σώματα εκείνα, αλλά τα συνέδεεν η φιλοπρατρία και ο πόθος της απελευθερώσεως της πατρίδος μας.

Είχεν αρχίσει να ροδίζη η αυγή της Ελληνικής ελευθερίας εις το μαρτυρικόν Νησί μας.

Η Πολιτοφυλακή συνεστήθη δια διατάγματος της Κρητικής Πολιτείας την 23.5.1907, ωργανώθη και εξεπαιδεύετο υπό μετακληθέντων προς τούτο Ελλήνων αξιωματικών και υπαξιωματικών (από λοχίσου και άνω μέχρι λοχαγού, ταγματάρχης ήτο μόνον εις ο Αρχηγός Πολιτοφυλακής και Χωροφυλακής), περιελάμβανε δε τότε η Πολιτοφυλακή 2 Τάγματα, το 1ον εις τα Χανιά και το 2ον εις το Ηράκλειον, εκ χιλίων (1.000) ανδρών, εκάτερον, τα οποία ήσαν καθ’όλα Ελληνικόν πεζικόν.

Το όνομα Πολιτοφυλακή διετηρήθηε μόνον επί 11 μήνας (από 1.10.1907) μέχρις 24.9.1908), διότι τότε η Κρήτη δια πανδήμων συλλαλητηρίων, ως και άλλοτε, εκήρυξεν ενώπιον Θεού και ανθρώπων την ενωσιν της μετά της Μητρός Ελλάδος, εκάλεσε τον τότε Βασιλέα Γεώργιον τον Α’ να αναλάβη την διακυβέρνησιν της Κρήτης, κατεβίβασε την τουρκικήν σημαίαν και την της Κρητικής Πολιτείας και ύψωσε την Ελληνικήν και τότε και η Πολιτοφυλακή μετωνομάσθη εις Τάγματα Πεζικού εν Κρήτη.

Τα τέκνα της Κρήτης, τα οποία είχον την τιμήν και την ευτυχίαν να κληθούν και καταταγούν εις τον πρώτον αυτόν τακτικόν Στρατόν της Κρήτης, ηυτύχισαν να μετάσχουν μετά του λοιπού Ελληνικού Στρατού εις τους πολέμους της Μητρός Ελλάδος, ως θα διηγηθώ κατωτέρω και να συντελέσουν εις το μεγάλωμα της Ελλάδος μας, τον διπλασιασμόν της, δηλαδή, κατά τους Βαλκανικούς πολέμους μας του 1912-13 και συγχρόνως δια την απελευθέρωσιν της Κρήτης μας και οριστικήν Ένωσιν αυτής μετά της Μητρόπς Πατρίδος.

Αφού συνετάγησαν οι κατάλογοι των στρατευσίμων εν Κρήτη και απεφασίσθη να κληθή πρώτη η ηλικία των γεννηθέντων κατά το έτος 1886 ανδρών (ηλικίας 21 ετών), το ήμισυ αυτής, έγινε κλήρωσις δια να καταταγούν μόνον ημίσεις δια κληρώσεως και ωρίσθη ημέρα κατατάξεώς των η πρώτη Οκτωβρίου του 1907.

Ημέρα χαράς και ευτυχίας. Συνεκροτούντο υπό Ελλήνων Αξιωματικών 2 Τάγματα, το 1ον εις τα Χανιά, το 2ον εις το Ηράκλειο.

Κατέκλυσαν τας δύο αυτάς πόλεις της Κρήτης οι κληθέντες κληρωτοί εκ της υπαίθρου, πρόθυμοι να καταταγούν και κατετάγησαν.

Μεταξύ των πρώτων αυτών νεοσυλλέκτων -κληρωτών ήτο και αυτός που σας ομιλεί τώρα.

Ενυκτοπόρησα και εγώ, διανύσας πεζός το απέχον 33 περίπου χιλιόμετρα χωριουδάκι μου Αλιτζανήν, σήμερον Αρχοντικόν, Μονοφατσίου-δεν υπήρχον ακόμη τότε αυτοκίνητα και αι οδοί ήταν άθλιαι ημιονικαί,- δια να φθάσω να καταταγώ μεταξύ των πρώτων. Και το επέτυχα, καταταγείς με τους πρώτους, λαβών αριθμόν μητρώου 107.

Και είμεθα βρακοφόροι τότε όλοι οι κατοικούντες εις την ύπαιθρον, δηλαδή εις τα χωριά. Και ενδυθέντες το χακί, απεβάλαμεν την βράκαν, δια να μην ξαναφέρωμεν αυτήν έκτοτε και γώ και πολλοί άλλοι.

Και είμεθα ευτυχείς, ενδυθέντες το χακί και οπλιθέντες με το τότε καινουργιές τουφέκι Μανλίχερ-Σενάουερ, πατά τας δυσχερείας τότε στρατωνισμού, τροφοδοσίας κλπ. αφού πρώτην φοράν ωργανώνετο ο εντόπιος στρατός εν Κρήτη και ήτο φυσικόν να υπάρχουν δυσχέρειαι.

Γαλουχηθέντες εκ σπαργάνων τα Κρητικόπουλα εις τους υπέρ Ελευθιερίας εθνικούς αγώνας, εποθούσαμεν όλοι να φωνέμεν άξιοι των πατέρων και προγόνων,υπηρετούντες, ένοπλοι τώρα, υπό τας σημαίας.

Η στρατιωιτκή θητεία ωρίσθη ενιαύσιος (ενός έτους).

Και η εκπαίδευσις ήρχισε και εσυνεχίζετο εντατικά επί 5ετίαν, εκπαιδευθέντων διαδοχικώς ανδρών 5 κλάσεων, (1907-1911), ήτοι 5 ηλικιών (1866-1891).

Την εποχήν αυτήν η Κρήτη, -το επαναλαμβάνω δια να το συμπληρώσω- ήτο αυτόνομος “Κρητική Πολιτεία”, όχι ηνωμένη με την Ελλάδα επισήμως, αλλά διατελούσα υπό την υψηλήν επικυριαρχίαν του Σουλτάνου της Τουρκίας, και την επικυριαρχίαν αυτήν εσυμβόλιζε τουρκική σημαία, ηψουμένη με τας σημαίας 4 Προστατίδων της Κρήτης Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Ρωσίας), αρχικώς εις το Φρούριον του Φιρκά, δεξιά τω εισπλέοντι εις τον λιμένα των Χανίων, ύστερον δε μεμονωμένη επί του μικρού φρουρίου της νησίδος της Σούδας.

Η εκπαίδευσις, επαναλέγω, ήτο εντατική και τα Κρητικόπουλα εγίναμεν ταχέγως καλοί στρατιώται. Εθαυμαζόμεθα και επαινούμεθα από τας Αρχάς και από τους Αξιωματικούς των Διεθνών Στρατευμάτων, από ξένους επισήμους, από τον τύπον.

Επάλαιε τότε η Κρήτη να ενωθή με την Ελλάδα, αλ΄λα τα Ευρωπαϊκά Κράτη, ευνοσούντα την  Τουρκίαν, ένεκα πολιτικών και εμπορικών συμφερόντων των, δεν επέτρεπον την ένωσιν.

3. Η συμμετοχή της Κρήτης εις τους Βαλκανικούς Πολέμους.

Δυστυχώς με αίμα θέλει να ποτισθή, δια να θάλη το δένδρον της ελευθερίας.

Και τέλος εξερράγη, ευτυχώς, ο 1ος Βαλκανικός πόλεμος, τη συμμετοχή της Ελλάδος, τη μερίμη του τότε πλέον Κυβερνήτου-Πρωθυπουργού της Ελλάδος, Μεγάλου Κρητικού Ελευθερίου Βενιζέλου, και η Κόρη Κρήτη έσπευσε και μετέσχε με τον στρατόν της εις το πλευρόν της Μητρός της.

Είχον προηγηθή τα Μακεδονικά, όπου έσπευσαν και μετέσχον πλείστοι Κρητικοί πολεμισταί, ώστε εκ των 95 Μακεδονικών Σωμάτων τα 77 ήσαν Κρητικά και εκ των 6.025 Μακεδονομάχων οι 3.556 ήσαν Κρητικοί.

Και κηρυχθέντος του πολέμου, όλοι οι υπηρετούντες εις την Πολιτοφυλακήν 252 κληρωτοί και όλοι οι έφεδροι 5 ηλικιών, όσοι δηλαδή είχον εκπαιδευθή και απολυθή, ανερχόμενοι εις 3.500, έσπευσαν να καταταγούν, δια να πολεμήσουν δια την νίκην την Ελλάδος, δια το μεγάλωμά της, δια την απελευθέρωσιν εκ του τουρκικού ζυγού των αδελφών μας Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης και Νήσων και δια την οριστικήν ένωσιν της Κρήτης μετά της Ελλάδος.

Και τότε ο Κρητικός συνηλικιώτης μου εστιχούργει:

Ετόσες επιστράτευσις έγινε και’ς την Κρήτη,

και δεν επόμενε κιανείς, μηδ’ άρρωστος σε σπίτι.

Αμέσως επαραίτησαν (οι έφεδροι δηλαδή) σπίτια, περιουσίες

κι από στρατό εγίμισαν όλες οι πολιτείες (αι πόλεις).

Εφθασ’ η ώρα κι ο καιρός το όπλο να λαλήση·

κι ο προαιώνιος εχθρός τας απειλάς να αφήση.

Η Ελληνική σημαία μας με το σταυρό στην μέση,

ήλθε ο καιρός να υψωθή κ’ η τουρκική να πέση.