Του Γιάννη Μανουσάκη*

Οι κάλπες στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία ανέδειξαν ένα συμβολικό νικητή, την συμμετοχή του λαού στις εκλογές. Ενα πολιτικό νικητή, την αριστερά. Η κυβερνώσα κεντροδεξιά, το χάος. Το κόμμα του προέδρου Νικολά Σαρκοζί αλλά και ο ίδιος προσωπικά, βγαίνουν διπλά διασυρμένοι. Από δεξιά το φασιστικό Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν κερδίζει σημαντικό έδαφος.

Από αριστερά, το ροζ-κόκκινο μέτωπο των Φρανσουά Ολάντ και Ζαν-Λικ Μελανσόν θριαμβεύει. Το τέλος της προεδρικής θητείας του Σαρκοζί σημαδεύεται από έντονη κριτική των πολιτικών του επιλογών, η δημοτικότητά του καταρρεύει, ενώ η επανεκλογή του στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών που θα γίνουν σε δύο εβδομάδες τίθεται υπό σοβαρή αμφισβήτηση. Η πολύ μεγάλη προσέγγιση του με τη πλουτοκρατία, η κακή διαχείριση του θέματος της μετανάστευσης και της γαλλικής εθνικής ταυτότητας και η αυτοκρατορικής μορφής υπερσυγκέντρωση εξουσίας δημιούργησαν μόνιμους τριγμούς τα τελευταία χρόνια. Το στυλ, η στρατηγική και η πολιτική Σαρκοζί αμφισβητούνται ακόμη και από στελέχη της δεξιάς, των οποίων οι κριτικές εστιάζονται σε τρεία σημεία. Το πρώτο αφορά την προσωπικότητα του. Χαρακτήρας εκρηκτικός και μη προεδρική συμπεριφορά, κατηγορείται ότι μετατόπισε το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης από τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα στα οικογενειακά-προσωπικά του και το κουτσομπολιό, σόου καθόλου αρεστά στους Γάλλους. Το τζιν της Κάρλα Μπρούνι, τα δαχτυλίδια και οι εκδρομές του πρεδρικού ζεύγους είχαν γίνει μόνιμες στύλες στις εφημερίδες. Ομως η οικογενειοποίηση της πολιτικής πέρασε μέσα και από τις απλόχερες διευκολύνσεις που πρόσφερε στο γιο του για να αναδειχθεί πολιτικά. Το δεύτερο σημείο κριτικής αφορά το άνοιγμα του Σαρκοζί προς τα αριστερά με την υπουργοποίηση πρώην σοσιαλιστών αλλά και ότι ταυτόχρονα έπαιρνε ακροδεξιές θέσεις παίζοντας το παιχνίδι της Λεπέν. Ανοίγματα που οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι της δεξιάς αλλά και μη υπουργοποιημένα δικά του στελέχη δύσκολα κατανοούσαν. Το τρίτο σημείο αφορά την ακατανόητη προεκλογική εκστρατεία του που δεν του επέτρεψε ούτε να κρύψει το πενιχρό οικονομικό απολογισμό της θητείας του, ούτε να μειώσει τη δύναμη του φασιστικού Εθνικού Μετώπου της Λεπέν. Αντίθετα ποτέ στα ιστορικά της Γαλλίας το φασιστικό κόμμα δεν είχε πιάσει τόσο υψηλά ποσοστά. Ο εθνικισμός-λαϊκισμός «new look», αποδαιμονοποιημένος στη φόρμα αλλά το ίδιο επιβλαβής στην ουσία, βρίσκει όλο και πλατύτερη απήχηση στα εκλογικά στρώματα. Συμπαρασύρωντας στο πέρασμα του και τα συντηρητικά κόμματα.

Ομως αυτή η ψήφος δεν είναι μονάχα «ψήφος τιμωρίας» προς τον Σαρκοζί αλλά και ψήφος ελπίδας. Δείχνει ότι η ενωμένη Αριστερά διαθέτει σήμερα πλειοψηφία στη Γαλλία. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα με τον Φρανσουά Ολάντ εδραιώνεται ως πρώτη πολιτική δύναμη στη χώρα. Η ριζοσπαστική Αριστερά του Ζαν-Λικ Μελανσόν, τοποθετείται ως η δεύτερη αριστερή δύναμη περιθωριοποιώντας την άκρα Αριστερά και τους Οικολόγους. Η σκληρή και άνιση συντηρητική πολιτική που επικρατεί στο γαλλικό πολιτικό σκηνικό εδω και 30 χρόνια τίθεται συνολικά υπό σοβαρή αμφισβήτηση. Κατ’ουσία, αυτές οι εκλογές εξέφρασαν τη βαθειά επιθυμία του γαλλικού λαού για αλλαγή πολιτικής, τη δίψα για ένα άλλο τρόπο διακυβερνησης και την απαίτηση για μιας άλλης μορφής ηθικών αρχών στην κορυφή της εξουσίας, ένας στόχος πίσω από τον οποίο βρίσκονται πλέον συσπειρωμένες όλες οι προοδευτικές δυνάμεις εν όψει του δεύτερου γύρου.

Μπροστά στην αύξηση του φασισμού, τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα και τη μονομερή κατανομή του εθνικού πλούτου (που μεταφράζεται με δημόσιο χρέος πάνω απο 80%, 2,9 εκατομμύρια ανέργους και το 10% του πληθυσμού να κατέχει το 55% του εθνικού πλούτου) οι πολιτικές επιλογές του νέου προέδρου πρέπει να είναι πλέον καθαρές: να δοθούν σαφείς απαντήσεις στην απογοήτευση και το θυμό του λαού, χωρίς να τίθενται υπό αμφισβήτηση οι θεμελιώδεις αξίες της Δημοκρατίας. Η έξοδος από την οικονομική, κοινωνική και ηθική κρίση πρέπει να ξεκινήσει από την κορυφή της εξουσίας, μέσω ενός ριζοσπαστικού προγράμματος που θα χαράσσει το μέλλον της χώρας μέσα σε μια Ευρώπη των λαών, και οχι μέσω ενός εθνικιστικού προγράμματος που θα κρατάει ζωντανό το μύθο μιας Γαλλίας εγκλωβισμένης στην ιστορία της, που θα αναμασά το παρελθόν της και που θα κλείνει τα σύνορα της.

* Ο Γιάννης Μανουσάκης είναι καθηγητής Πανεπιστημίου στο Παρίσι, [email protected]