Χαρακτήρες και αφήγηση υποχωρούν αμαχητί μπροστά στη σαρωτική επικράτηση των εφέ.

BATTLESHIP

Σκην.: Πίτερ Μπεργκ

Πρωτ.: Τέιλορ Κιτς, Ταντανόμπου Ασάνο, Λίαμ Νίσον, Ριάνα, Αλεξάντερ Σκάρσγκορ, Μπρούκλιν Ντέκερ, Τζον Τούι

Στη διάρκεια μιας διεθνούς ναυτικής άσκησης στον Ειρηνικό ωκεανό λίγο έξω από τη Χαβάη, οι συμμετέχοντες στόλοι γίνονται μάρτυρες μιας εξωγήινης εισβολής που απειλεί τη ζωή στον πλανήτη.

Το φιλμ είναι εμπνευσμένο από το γνωστό επιτραπέζιο παιχνίδι Ναυμαχία της εταιρείας Milton Bradley, η οποία είναι θυγατρική της αμερικανικής παιχνιδο-βιομηχανίας Hasbro. Έπειτα από την τεράστια επιτυχία των ταινιών «Transformers» και «G.I. Joe» που προέρχονται από παιχνίδια επίσης δικής της ιδιοκτησίας, η Hasbro αποφάσισε να εκμεταλλευτεί και άλλους τίτλους σε συνεργασία με τα χολιγουντιανά στούντιο, έστω κι αν οι κινηματογραφικές τους διασκευές διατηρούν μόνο τον τίτλο και μια πολύ γενική βασική ιδέα, όπως στην περίπτωση του «Battleship». Η τακτική πάντως φαίνεται ν’ αποδίδει, καθώς φέτος αναμένεται το σίκουελ «G.I. Joe: Retaliation», ενώ το τέταρτο «Transformers» έχει ήδη ανακοινωθεί για το 2014 και πάλι σε σκηνοθεσία του Μάικλ Μπέι.

Έτσι λοιπόν, εδώ έχουμε το πρώτο καλοκαιρινό blockbuster του 2012, σε διεθνή κυκλοφορία σχεδόν έναν μήνα πριν από τις Η.Π.Α. Για να καταλάβει κανείς το είδος της διασκέδασης που προσφέρει το φιλμ, αρκεί να φανταστεί τη «Μέρα ανεξαρτησίας» (Ρόλαντ Έμεριχ, 1996), το «Πέρλ Χάρμπορ» (Μάικλ Μπέι, 2001) και τα «Transformers» (Μάικλ Μπέι, 2007, 2009, 2011) όλα μαζί σε μία ταινία. Ένας ακατάπαυστος οπτικοακουστικός ορυμαγδός, μια κυριολεκτική δίωρη επίθεση στις αισθήσεις του θεατή από οπτικά και ηχητικά εφέ τόσο εντυπωσιακά ώστε βοηθούν ίσως να παραμεριστεί πιο πρόθυμα το παιδαριώδες σενάριο που είναι γεμάτο ευκολίες, απιθανότητες και ασυναρτησίες. Ο Μπεργκ, ένας από τους καλύτερους διεκπεραιωτές της βιομηχανίας («The kingdom», «Hancock»), παραδίδει μεγαλειώδους κλίμακας, μιλιταριστικό ψηφιακό υπερθέαμα, που θα μπορούσε εύκολα ν’ ανήκει στη φιλμογραφία του Μάικλ Μπέι ή του παραγωγού Τζέρι Μπράκχαϊμερ, με ολίγη από Τζ. Τζ. Έιμπραμς (οι τόσο χαρακτηριστικές του λάμψεις φωτός στον φακό). Για παράδειγμα, η στιγμή της έλευσης των ηλικιωμένων βετεράνων του θωρηκτού είναι κλασικός Μπράκχαϊμερ, αν κι έχουμε την αίσθηση ότι ο Μπέι θα τη γύριζε ακόμη καλυτέρα.

Ωστόσο, πάρα την προσχηματικότητα και την απλοϊκότητα του σεναρίου, θα μπορούσε κανείς να σταθεί στη ρητορική του που αφορά την απεικόνιση των σχέσεων μεταξύ Η.Π.Α. και Ιαπωνίας, δεδομένου ότι το φιλμ ξεκινάει από το σημερινό Περλ Χάρμπορ κι εκτυλίσσεται εξ ολοκλήρου στη στεριά και τα νερά της Χαβάης. Ήδη από τον αρχικό ποδοσφαιρικό αγώνα, η Ιαπωνία κερδίζει την αμερικανική ομάδα, αφορμή που φαντάζεται κανείς ότι θα χρησιμεύσει ώστε το σενάριο ν’ ανταποδώσει αργότερα εκ μέρους των αμερικανών επιβεβαιώνοντας την ανωτερότητά τους, αυτή τη φορά στο πολύ κρισιμότερο και ουσιαστικότερο πεδίο της μάχης με τους εξωγήινους. Όμως παρότι βεβαίως οι αμερικανοί παραμένουν οι αδιαπραγμάτευτοι πρωτεργάτες της σύρραξης και της τελικής νίκης, ένας ιάπωνας αξιωματικός παίζει κρίσιμο ρόλο στην έκβαση της ναυμαχίας, και τελικά δημιουργεί την ισχυρότερη φιλία με τον κεντρικό ήρωα, Χόπερ. Το ιαπωνικό αντιτορπιλικό είναι το μόνο από τη διεθνή δύναμη που παραμένει παγιδευμένο μέσα στην εξωγήινη ασπίδα μαζί με τα δυο αμερικανικά, ενώ η καταστροφή του εξισορροπείται από εκείνη ενός από τα δύο των αμερικανών. Πώς θα μπορούσε άραγε να εξηγηθεί η συνολικά ευνοϊκή απεικόνιση των ιαπώνων; Ίσως σαν ένας συμβιβαστικός τρόπος να κερδίσουν οι Η.Π.Α. φαντασιακά το Περλ Χάρμπορ εβδομήντα χρόνια αργότερα, δείχνοντας παράλληλα απολύτως συμφιλιωμένοι με το πραγματικό ιστορικό παρελθόν και χωρίς να προσβάλλουν μία από τις σημαντικότερες κινηματογραφικές αγορές.