Ανταπόκριση Νίκος Τσαγκαράκης

Το «Δέντρο της ζωής» του αμερικανού Τέρενς Μάλικ κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο 64ο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Καννών, που τελείωσε την Κυριακή με την απονομή των βραβείων. Μετά από τρία χρόνια προετοιμασίας, η ταινία είχε έρθει ως ένα από τα φαβορί της διοργάνωσης και παρέμεινε τέτοιο ακόμη και παρά τη διχογνωμία των κριτικών μετά την προβολή της.

Ο Μάλικ, ο οποίος το 1979 είχε κερδίσει εδώ το βραβείο Σκηνοθεσίας για το «Days of heaven», φέτος δεν ταξίδεψε στις Κάννες και δεν παρέστη ούτε στην απονομή, οπότε το βραβείο παρέλαβαν εκ μέρους του οι παραγωγοί του. Στη μεγαλύτερη έκπληξη της βραδιάς, το φετινό βραβείο Σκηνοθεσίας κέρδισε ο δανός Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν για το «Drive», ενώ τα βραβεία Ερμηνείας πήραν -απρόσμενα αλλά όχι άδικα- ο γάλλος Ζαν Ντουζαρντέν για το «The Artist», και η συμπαθής Κίρστεν Ντανστ για τη «Μελαγχολία», περιέργως εντυπωσιάζοντας την επιτροπή περισσότερο από την εκπληκτική Τίλντα Σουίντον. Το Βραβείο της Επιτροπής κέρδισε το γαλλικό «Polisse», το βραβείο Σεναρίου η ισραηλινή «Υποσημείωση», ενώ το Μεγαλο Βραβείο (Gran Prix) απονεμήθηκε στις ταινίες «Το παιδί με το ποδήλατο» των αδερφών Νταρντέν και «Κάποτε στην Ανατολία» του Νουρί Μπιλτζέ Τσεϊλάν.

Στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα, το κορυφαίο βραβείο κέρδισαν εξ ημισείας το «Arirang» του Κιμ Κι-ντουκ και το «Halt auf freier strecke» («Stopped on track») του γερμανού Αντρέας Ντρέσεν, κατά τη γνώμη μας δύο από τις πιο αδύναμες ταινίες του προγράμματος. Για το «Arirang» γράψαμε ήδη την προηγούμενη εβδομάδα ότι υπονομεύεται από τη μεμψιμοιρία του, ενώ η ταινία του Ντρέσεν είναι ένα εξαιρετικά ερμηνευμένο χρονικό ενός μη αναστρέψιμου θανάτου από εγκεφαλικό όγκο, χωρίς όμως να γίνεται κάτι περισσότερο απ’ αυτό, παραμένοντας σαν συμβουλευτικό ντοκιμαντέρ αντιμετώπισης παρόμοιων καταστάσεων. Αντιθέτως, μία από τις καλύτερες ταινίες του τμήματος, η «Έλενα» του Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ αρκέστηκε στο Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής, ενώ το βραβείο Σκηνοθεσίας πήγε στον ιρανό Μοχάμεντ Ρασούλοφ για το «Bé omid é didar» («Au revoir»). Ας δούμε όμως παρακάτω, πώς εξελίχτηκε η δεύτερη εβδομάδα μέχρι τα βραβεία.



«Μελαγχολικός» Τρίερ

Όπως ήταν ίσως αναμενόμενο, η δεύτερη εβδομάδα του φεστιβάλ έφερε τη γνωστή αναστάτωση που συνήθως προκαλείται όταν ανοίγει το στόμα του ο δανός Λαρς φον Τρίερ. Αυτή τη φορά, ο σκηνοθέτης βρέθηκε μπλεγμένος εξαιτίας δηλώσεών του στη διάρκεια της συνέντευξης τύπου για τη «Μελαγχολία» του, κατά την οποία δήλωσε αστειευόμενος ότι είναι ναζιστής κι ότι μπορεί να καταλάβει πώς ένιωθε ο Χίτλερ. Το φεστιβάλ τού ζήτησε ν’ απολογηθεί, εκείνος το έκανε, αλλά το διοικητικό συμβούλιο της διοργάνωσης προχώρησε στο να τον αποκηρύξει ως persona non grata, απαγορεύοντάς του να παρευρεθεί στην τελετή λήξης. Κατά τη γνώμη μας η αντίδραση του φεστιβαλ ήταν υπερβολική, καθώς το ύφος του Τρίερ στη συνέντευξη ήταν προφανέστατα χιουμοριστικό, αλλά ακόμη κι αν προσέβαλε ορισμένους, πιστεύουμε ότι η συγγνώμη του ήταν αρκετή για να λύσει ένα ζήτημα περισσότερο πολιτικής ορθότητας και λιγότερο ουσιαστικής ασέβειας.

Όσο για την ίδια τη «Μελαγχολία», αφηγείται την ιστορία δύο αδερφών με διαφορετική προσέγγιση στη ζωή. Η Κίρστεν Ντανστ υποδύεται τη Τζαστίν που είναι καταθλιπτική και αδυνατεί να συνδεθεί με αυτά που κάνουν τους υπόλοιπους ανθρώπους χαρούμενους, όπως ένας γάμος και μια τακτοποιημένη ζωή, ενώ Σαρλότ Γκενσμπούργκ ερμηνεύει την Κλαιρ που έχει όλα όσα αρνείται η αδερφή της. Τα δύο σημαντικά γεγονότα της πλοκής, είναι ο γάμος της Τζαστίν και ο πλανήτης Μελαγχολία που πλησιάζει στη Γη και αναπόφευκτα θα συγκρουστεί μαζί της. Η Κλαιρ είναι τρομοκρατημένη επειδή θα χάσει την ονειρεμένη της ζωή, ενώ η Τζαστίν μοιάζει να βρίσκεται επιτέλους σε πλήρη αρμονία με το περιβάλλον. Πανέμορφα φωτογραφημένο, ειδικά στα αργά πλάνα της επικείμενης καταστροφής, με μια ως συνήθως αλλόφρονα Γκενσμπούργκ, μια βιτριολική Ράμπλινγκ, έναν διεκπεραιωτικό Σάδερλαντ και μια ασυνήθιστα μελαγχολική Ντανστ, αλλά ένα σενάριο που απλώς προετοιμάζει και υπονοεί χωρίς να εκπληρώνει ουσιαστικά και να εμβαθύνει.



Καινούργιο «σώμα» για τον Αλμοδόβαρ

Το «La piel que habito» («Το σώμα που κατοικώ») είναι η καινούρια ταινία του ισπανού Πέδρο Αλμοδόβαρ, με τον Αντόνιο Μπαντέρας στον ρόλο ενός πλαστικού χειρουργού, που κρατάει φυλακισμένη μια κοπέλα. Στην έκτη του συνεργασία με τον σκηνοθέτη, ο Μπαντέρας δίνει μία από τις καλύτερες ερμηνείες του, η Έλενα Ανάγια είναι όπως πάντα πανέμορφη και η ταινία έχει όλα τα γνωστά πλούσια έντονα χρώματα και το καταστροφικό ερωτικό πάθος του αλμοδοβαρικού σύμπαντος, μαζί όμως με μια ιστορία η ιδέα της οποίας είναι σκοτεινότερη απ’ όσο ταιριάζει στον σκηνοθέτη. Το πιθανότερο είναι ότι οι οπαδοί του δημιουργού θα αγαπήσουν την ταινία εξίσου με τις προηγούμενες, αλλά εμάς μας άφησε μια αίσθηση αμηχανίας. Ενώ εκτιμήσαμε τις ξεκάθαρες προθέσεις του Αλμοδόβαρ, παράλληλα νιώσαμε ότι το συνολικό ύφος (το περιστασιακό εκούσιο και ακούσιο χιούμορ, η πυκνότητα των χρωμάτων που δεν αφήνει την ιστορία να ‘σκοτεινιάσει’ επαρκώς) δεν εξυπηρετεί το εξεζητημένο κεντρικό εύρημα της πλοκής (το οποίο και δε θα σας αποκαλύψουμε, βέβαια).



Καύσιμες ευθύνες

Για τον σκηνοθέτη Τζος Τίκελ και τη σύζυγό του Ρεμπέκα, ο περιβαλλοντικός ακτιβισμός έχει αναχθεί σε προσωπική υπόθεση. Στο φεστιβάλ προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού το ντοκιμαντέρ τους «The big fix» με θέμα την περσινή καταστροφή στην πλατφόρμα της BP στον Κόλπο του Μεξικού, και ο ίδιος ο σκηνοθέτης ομολογεί ότι φοβάται ακόμη και μηνύσεις από τις μεγάλες εταιρείες πετρελαίου τις οποίες ‘ξεσκεπάζει’. Ο Τίκελ κατάγεται από τη Λουιζιάνα και έγινε παγκοσμίως γνωστός ως ακτιβιστής σκηνοθέτης το 2008 με το προηγούμενο ντοκιμαντέρ του «Fuel», για τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Η περσινή καταστροφή όμως έθεσε μια πιο επείγουσα απειλή, και μάλιστα της ίδιας του της πατρίδας. Έτσι, αποφάσισε μαζί με τη γυναίκα του να ερευνήσουν το παρασκήνιο πίσω από την έκρηξη στην πλατφόρμα, διαπιστώνοντας τα ελλιπή μέτρα ασφάλειας, αποκαλύπτουν την εξόντωση ζωικών, φυτικών και ανθρώπινων πληθυσμών από τον υποτιθέμενο ‘καθαρισμό’ της μόλυνσης από τη BP, και εκθέτουν την επισήμως ανομολόγητη στενή σχέση ανάμεσα στις πετρελαϊκές εταιρείες και την αμερικανική κυβέρνηση.

Εμπνεόμενο από τις πρόσφατες αραβικές επαναστάσεις, τονίζοντας τις αυξανόμενες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας των πολιτών παγκοσμίως, το φιλμ καταλήγει όπως και το παρόμοιο οσκαρικό «Στημένη δουλειά: το χρονικό της κρίσης» («Inside job», Τσαρλς Φέργκιουσον), παροτρύνοντας τους θεατές να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, απλώς επειδή μπορούν κι επειδή αυτή τη δύναμη δε μπορεί να τους τη στερήσει κανείς. Μια συγκροτημένη, επίκαιρη, παρεμβατική δουλειά, ένα από τα σημαντικότερα ντοκιμαντέρ της φετινής χρονιάς.



Ανθρωπιστικός Καουρισμάκι



Η «Χάβρη» («Le Havre») του φινλανδού Άκι Καουρισμάκι είναι μια απλή ιστορία για τη βοήθεια που προσφέρει ένας μεσήλικος άντρας σ’ έναν νεαρό μετανάστη να ξεφύγει από τα χέρια των Αρχών και να καταφέρει να φτάσει στον προορισμό του. Το ιδιότυπο χιούμορ του σκηνοθέτη διαποτίζει αυτή την ιστορία αλληλεγγύης, δοσμένη με τρυφερότητα, ευαισθησία και ιδεαλισμό.

Εξίσου ευαίσθητο αλλά για διαφορετικούς λόγους είναι το road movie «This must be the place» Πάολο Σορεντίνο, με τον Σων Πεν σ’ έναν από τους πιο ιδιόρρυθμους ρόλους της καριέρας του, αυτόν ενός διάσημου πρώην ροκ σταρ που ζει στην Ιρλανδία και επιστρέφει στην Αμερική για να εντοπίσει τον ναζιστή βασανιστή του νεκρού πατέρα του. Με γλυκό χιούμορ και ελαφριά, συγκινητική μελαγχολία, ο σκηνοθέτης οδηγεί τον ήρωά του στην ωρίμανση, καθώς με μαύρο φουντωμένο μαλλί, κόκκινο κραγιόν και λεπτή φωνή, ο Πεν ξεκινάει μια διαδρομή στην αμερικανική ενδοχώρα για να αποκαταστήσει τη σχέση του με τον πατέρα του, έστω κι αν αυτός έχει πια πεθάνει.

Αντιθέτως, το «Bir zamanlar Anadolu’da» («Κάποτε στην Ανατολία») του τούρκου Νουρί Μπιλτζέ Τσεϊλάν, είναι μια ιστορία ειπωμένη στο γνωστό ύφος του σκηνοθέτη, με αργή εξέλιξη και φαινομενικά ασήμαντα γεγονοτα που σταδιακά όμως αποκαλύπτουν πικρές ανθρώπινες ιστορίες. Χαμένες ευκαιρίες, ζήλεια, ενοχή, απογοήτευση, αγάπη, πατρότητα, όλα κάτω από την ιστορία για ένα πτώμα που περιμένει να βρεθεί.



Λυσιστράτες της Ανατολής

Η «Πηγή» («La source des femmes») του Ράντου Μιχαλεάνου και το «Πού πάμε τώρα;» («Et maintenant on va où?») της Ναντίν Λαμπακί (του «Caramel») είναι δύο ταινίες με κοινό γνώρισμα την επανάσταση των γυναικών στον αραβικό κόσμο ενάντια στους άντρες τους. Στο φιλμ του Μιχαλεάνου οι γυναίκες απέχουν από το σεξ μέχρι οι τεμπέληδες σύζυγοι να καταδεχτούν να κουβαλήσουν εκείνοι το νερό από την πηγή στο βουνό, στόχος που τελικά εξελίσσεται σε αγώνα ισότητας ενάντια στη φονταμενταλιστική παρερμηνεία του Κορανίου.

Στην ταινία της Λαμπακί, οι γυναίκες ενός χωριού με θρησκευτικά ανάμεικτο πληθυσμό χριστιανών και μουσουλμάνων, αλλάζουν θρησκεία για να αποτρέψουν το αιματοκύλισμα ανάμεσα στους απερίσκεπτους και πολεμοχαρείς άντρες. Έντιμες, μπριόζες και καλοφτιαγμένες, αλλά απλοϊκές και υπερβολικά προφανείς, περνάνε το μήνυμα τους διασκεδαστικά, απευθυνόμενες σε ευρύτερο κοινό από μόνο εκείνο ενός φεστιβάλ.



Ηρωες

Το «Harakiri: death of a samurai» του ιάπωνα Τακάσι Μίκε είναι ένα πιστό ριμέικ του παλαιότερου ομότιτλου φιλμ του Μασάκι Κομπαγιάσι, και τα δύο διασκευές του μυθιστορήματος Γιασουχίκο Τακιγκούτσι. Ο Μίκε σκηνοθετεί με σιγουριά και σεβασμό, η πλοκή μένει πάνω-κάτω η ίδια, ίσως με ελαφρώς περισσότερο τονισμένα τα δραματικά μέρη, και πολύ πιο γραφική βία. Κατά τη γνώμη μας η ταινία κάνει προσιτή την ιστορία σ’ ένα νεότερο κοινό που θα ήταν ανεπίδεκτο στην προηγούμενη εκδοχή λόγω της παλαιότητάς της, αλλά η τρισδιάστατη κινηματογράφηση δεν προσθέτει κάτι ιδιαίτερο, ενώ ο Μίκε χάνει την ευκαιρία να ανανεώσει τις σκηνές δράσης, το μόνο στοιχείο που έχει φθαρεί στην πρώτη ταινία.

Μετά την τριλογία «Pusher» και το μονολιθικό «Bronson», ο ταλαντούχος δανός Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν φτιάχνει το «Drive» με τον Ράιαν Γκόσλινγκ και την Κάρι Μάλιγκαν. Αυτό το δράμα με στοιχεία δράσης αρχικά δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα ‘σοβαρότερο’ «The fast and the furious», όμως οι σκηνές με γρήγορη οδήγηση είναι μόνο δύο, αλλά τουλάχιστον έξυπνες και έντονες. Η πλοκή είναι η απλούστερη δυνατή αλλά τα διακυβεύματα λειτουργούν, και ο Γκόσλινγκ φτιάχνει έναν από τους πιο cool χαρακτήρες που είδαμε πρόσφατα, ο οποίος μαζί με την υπόλοιπη ταινία παραπέμπουν στο ύφος της δεκαετίας του ’80.

Εντυπωσιακά κυνηγητά με αυτοκίνητα είδαμε και στο «The murderer» του κορεάτη Να Χονγκ-Τζιν, όπου ένας φτωχός οδηγός ταξί προσπαθεί να επιβιώσει όταν ‘στραβώνει’ μια δολοφονία που αναλαμβάνει για να κερδίσει χρήματα. Όπως και στο πολύ καλό «Chaser» («Ο κυνηγός»), ο σκηνοθέτης επιμελείται προσεκτικά την αληθοφάνεια των σκηνών του και την ακεραιότητα της πλοκής του, αλλά η γλαφυρή βία εκτείνεται στο τέλος σ’ ένα σαδιστικό λουτρό αίματος που βρίσκουμε υπερβολικό.



«Ανήσυχος» Βαν Σαντ κι ένας δεύτερος Τρίερ

Στο τμημα Ένα Κάποιο Βλέμμα, ο νικητής του Χρυσού Φοίνικα το 2003 με τον «Ελέφαντα», Γκας Βαν Σαντ, παρουσίασε το «Restless», μια κοινότοπη αισθηματική ιστορία ανάμεσα σ’ ένα ανίατα άρρωστο κορίτσι και σ’ ένα αγόρι που αδυνατώντας να συμφιλιωθεί με τον θάνατο τον γονιών του σε δυστύχημα, συχνάζει σε κηδείες αγνώστων. Όμορφες και συμπαθείς οι παρουσίες της Μία Βασίκοφσκα και του Χένρυ Χόπερ (γιου του Ντένις), αλλά όχι περισσότερο απ’ όσο επιτρέπει το απλοϊκό και προβλέψιμο σενάριο.

O 37χρονος Γιοακίμ Τρίερ (μακρινός συγγενής του Λαρς) παρουσίασε το ενδιαφέρον «Oslo, 31. August», μια ταινία για τη μοναξιά ενός πρώην τοξικομανούς που παρά την επιτυχημένη πορεία του σε πρόγραμμα απεξάρτησης, το βρίσκει δύσκολο να επανασυνδεθεί με τον κόσμο, κάτι που δεν είναι τόσο ένα πραγματικό αδιέξοδο, όσο ο δικός του πεσιμισμός από τον οποίο είναι αδύνατο ν’ απεγκλωβιστεί.

Η ταινία που έκλεισε το Βλέμμα, ήταν η «Έλενα» του ρώσου Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ, με την Γιελένα Λιαντόβα στον ρόλο μιας μεσήλικης γυναίκας που έχει παντρευτεί μ’ έναν συνομήλικό της αλλά πλουσιότερο άντρα και όλα πηγαίνουν καλά, μέχρι που ο γιος της χρειάζεται επειγόντως χρήματα τα οποία ο σύζυγος αρνείται να δανείσει. Εκπληκτική ερμηνεία της Λιαντόβα σε μια εξαιρετική ειρωνική ιστορία που πραγματεύεται τις σχέσεις γονιών και παιδιών, και συζητά το νόημα της αγάπης ανάμεσά τους.