Του Αλέξη Μητρόπουλου*

Η εποχή της Πρωτομαγιάς του 1893, που γιορτάστηκε από τους «καλλεργικούς» και τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο στoυς στήλoυς του Ολυμπίου Διός, για να ακολουθήσει η ενωτική και μαζική στο Παναθηναϊκό Στάδιο το 1894, παρουσιάζει -κατά τραγική ειρωνεία της Ιστορίας- μεγάλες ομοιότητες με την Ελλάδα του 2011, δηλαδή 118 χρόνια μετά. Και τότε η χώρα βρισκόταν στη διαδικασία της πτώχευσης. Τα τοκογλυφικά δάνεια και οι καταπλεονεκτικές συμβάσεις, που είχε συνάψει από την περίοδο των μαχών της εθνικής παλιγγενεσίας, την είχαν γονατίσει. Η χρηματιστική οικονομία ήταν πάλι η «μόδα» της εποχής που προηγήθηκε, αλλά και ακολούθησε της περίφημης «πτώχευσης Τρικούπη», με πρωταγωνιστικό ρόλο πολλών Ελλήνων της διασποράς (και κυρίως της Κων/λης).

Οι εργαζόμενοι της εποχής (οι περισσότεροι αγρεργάτες, σιγαροποιοί, κατασκευαστές σταφιδοκιβωτίων κ.λπ.) δούλευαν από ήλιο σε ήλιο. Η εφημερίδα «Επί τα πρόσω» των Πατρών της 17ης και 21ης Ιουλίου 1896, όπως αναφέρει ο Γιάννης Κορδάτος1, περιγράφει για τη ζωή του δυστυχισμένου χωριάτη «…που σαπίζει το κορμί του στη βροχή και το άγριο του χειμώνα κρύο, όταν κλαδεύει τη σταφίδα του, όταν σκάβει και τη σκαλίζει με το βαριό ξινάρι, αυτός μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του … και όταν έρθει ο με τόσο καρδιοχτύπι και ο με τόσες ελπίδες προσμενόμενος Αύγουστος, τότε όλα φεύγουνε, πετάνε και οι ελπίδες και η χαρά και το γέλιο από το χωριάτη, γιατί ο άτιμος τοκογλύφος, ο σταφιδέμπορας, ο σταφιδοαποθηκάριος, τον φέρνει, με την τέχνη που ξέρει να κλέβει, χωρίς να το νιώθει ο χωριάτης, ίσια-ίσια. Τότε πάλι ο δυστυχισμένος και κακότυχος χωριάτης αρχινάει την ίδια ζωή με τη δυστυχία και στέρηση, ελπίζοντας τον ερχόμενο Αύγουστο καλυτέρευση…». Και ο επιβληθείς τα επόμενα χρόνια από τους δανειστές διεθνής οικονομικός έλεγχος δεν ήταν παρά ένα είδος Μνημονίου και επιτήρησης της εθνικής οικονομίας και κοινωνίας, με αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση των δανειστών μας.

Η αταβιστική αυτή παλινδρόμηση των παραστάσεων του παρόντος χρόνου προς την εποχή εκείνη (από την οποία νομίζαμε ότι απομακρυνθήκαμε ανεπιστρεπτί) αφορά όμως και σ’έναν άλλο κρισιμότερο τομέα του εθνικού και κοινωνικού βίου. Το εκδικητικό νεοφιλελεύθερο πρόταγμα που επιβάλλει η χρηματοοικονομική βιομηχανία (παρά τις θεωρητικές του αγκυλώσεις και την προφανή πρακτική-κυβερνητική του αποτυχία) απαιτεί και επιτυγχάνει την πλήρη αποδόμηση όλου του ρυθμιστικού-προστατευτικού πλαισίου της συνάρτησης «Εργασιακό-Ασφαλιστικό Σύστημα»2 με την κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων ενός ολόκληρου αιώνα.

Αν μπούμε στον κόπο και διαβάσουμε τα άρθρα, τις μπροσούρες, τις ομιλίες, τα προγράμματα, τα ψηφίσματα και τα βιβλία του Σταύρου Καλλέργη, θα δούμε ότι στον κατάλογο των διεκδικήσεων του Εργατικού και Κοινωνικού Κινήματος περιλαμβάνονται όλες οι κατακτήσεις του 20ού αιώνα, που σήμερα αναιρούνται. Το κρισιμότερο όλων νομίζω ότι είναι η εσπευσμένη παράδοση της υλικής και άυλης υποδομής της διαχρονικής εθνικής και κοινωνικής μας υπόστασης, καθώς και των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των κοινόχρηστων χώρων, στις Αγορές. Κάτι που ήταν αδιανόητο στα χρόνια του Σταύρου Καλλέργη, γιατί χωρίς αυτά ήταν αδύνατη η διαιώνιση της εθνικής μας κυριαρχίας και η αναπαραγωγή της δημοκρατικής λειτουργίας. Η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής αντικαθίσταται από την ιδιωτικοποίηση των πάντων.

Η αυτονόμηση της επιχειρηματικής και οικονομικής λειτουργίας με τις κάθε είδους μεταμορφώσεις και παραλλαγές της, συνέτριψε τις κλασικές εναρμονίσεις της Αστικής Δημοκρατίας. Η μετάλλαξη της παγκόσμιας οικονομίας σε ένα συνεχές «παζάρι» όπου τα «ακριβά» κράτη (δηλαδή τα κράτη ή περιοχές που έχουν εργασιακό, ασφαλιστικό, περιβαλλοντικό και κοινωνικό πλαίσιο προστασίας) τιμωρούνται από το νομαδικό, πολυεθνικό κεφάλαιο που αξιοποιεί την απορρύθμιση για να συλήσει τη φτηνή, ανασφάλιστη και άνευ προστατευτικών όρων εργασία, αλλά και το περιβάλλον, (πολλές ρυθμίσεις για το οποίο το ΔΝΤ θεωρεί αντικίνητρο για τις επενδύσεις), θέτει υπό αναθεώρηση τις κατακτήσεις του Πολιτισμού και της Δημοκρατίας. Η ανάπτυξη είναι πλέον ανεργιογόνα, αφού τα προϊόντα και οι υπηρεσίες χρειάζονται και εμπεριέχουν όλο και λιγότερη ανθρώπινη εργασία. Το μεγάλο τέχνασμα της υποβάθμισης του παράγοντα «Μισθωτή Εργασία» ήλθε μέσω της απαλλοτρίωσης του διαχρονικού αποθέματός της, της Γνώσης. Τα εθνικά κράτη δεν μπόρεσαν να φυλάξουν και να αξιοποιήσουν ισόρροπα τον μεγάλο αυτό πλούτο της ανθρωπότητας χάριν του κοινωνικού συνόλου. Και δεν φαίνονται διατεθειμένα (ούτε ίσως, πλέον, μπορούν) να επιβάλλουν ένα δίκαιο σύστημα αναδιανομής του πολλαπλάσιου -παγκόσμιου και εθνικού- πλούτου.

Και η Ελλάδα, πιστή (όπως φαίνεται από τις εξαγγελίες των περισσότερων κομμάτων) στο ετερόνομο, εξωστρεφές και ετοιμόρροπο οικονομικό μοντέλο, εγκλωβισμένη στην καταπλεονεκτική λειτουργία των κανόνων της ΟΝΕ και του Συμφώνου πλέον Ανταγωνιστικότητας, που διευρύνει τις ανισορροπίες μεταξύ των πλούσιων και φτωχών χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και αποσυγκροτεί περαιτέρω τον αδύναμο παραγωγικό τους ιστό, παρακολουθεί άπραγη, άβουλη και χαμένη τη ροπή των αγοραίων ανέμων. Αλλά και το Συνδικαλιστικό Κίνημα, άνευρο, διασπασμένο, εξαρτημένο και αναξιόπιστο, περιφέρει την ηττημένη γραφειοκρατική του σκιά στα ερείπια του Κοινωνικού Κράτους, παρότι από 25ετίας και πλέον προειδοποιούσαμε3 ότι επιβάλλεται επειγόντως νέα δομή, νέα οργάνωση, νέο πρόγραμμα, από τους εκπροσώπους της νέας μεταλλασσόμενης (ως προς τα ποιοτικά και ποσοτικά της χαρακτηριστικά) και ευρείας Εργατικής Τάξης.

Η ανεστραμμένη αυτή σύλληψη του ελληνικού προβλήματος αποστερεί τον κυριότερο αναπτυξιακό μοχλό από τη χώρα, δηλαδή τις δημόσιες επενδύσεις, και της απαγορεύει τη μόνη πρακτική δυνατότητα υλοποίησης της λαϊκής κυριαρχίας που διαθέτει, να εγκαθιδρύσει δηλαδή έναν απαραίτητο όσο ποτέ άλλοτε συντονιστικό και πειθαρχικό μηχανισμό των αναπτυξιακών δυνατοτήτων4. Αλλά η οικονομική και κοινωνική αλλοτρίωση δεν αρκείται μόνον στην παράδοση της θεωρητικής αναπτυξιακής διαδικασίας στο άπατρι, νομαδικό και κερδοσκοπικό κεφάλαιο. Προωθείται και σε άλλα κρισιμότερα πεδία, όπως είναι αυτό των εθνικών θεμάτων, του Κοινωνικού Κράτους, των μηχανισμών παραγωγής ιδεολογίας. Έτσι, από το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων δεν εξαιρείται κανένας τομέας δημόσιας δραστηριότητας που μπορεί να αξιοποιηθεί οικονομικά για την υποστήριξη των δανειστών μας. Τα διαρκώς διογκούμενα επιτόκια και οι ανατοκισμοί των δανείων θα τροφοδοτούνται πλέον από την πεμπτουσία του Κοινωνικού Κράτους και της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Καμιά δυνατότητα αυτονομίας δεν θα υπάρχει με το εξελισσόμενο σχέδιο δημοσιονομικής «ανασύνταξης». Ματαιώνεται όχι μόνο η λαϊκή κυριαρχία, αλλά και η κάθε δυνατότητα εναλλακτικής οργάνωσης του Μέλλοντός μας. Οι δεσμεύσεις για τη διηνεκή απίσχνανση του κρατικού και κοινωνικού μας μορφώματος εξαναγκάζουν τις μελλοντικές γενιές να ζήσουν σε μια ετεροκαθοριζόμενη κοινωνία, τις βασικές δομές της οποίας δεν θα μπορούν να αλλάξουν.

Έτσι, η πατρίδα μας υποχωρεί ραγδαία στον διεθνή καταμερισμό της Εργασίας και οι πηγές του οικονομικού και κοινωνικού της πλούτου τίθενται στην υπηρεσία των δανειακών προσόδων της χρηματοοικονομικής βιομηχανίας. Αντί να εκπονηθεί τάχιστα μια διαδικασία απεγκλωβισμού από αυτήν, αποδεχόμαστε ως «σωτηρία» τον πειθαναγκασμό μας να γίνουμε μόνιμοι αιμοδότες της στο θάλαμο της εντατικής. Ζητείται επειγόντως μια αυτόνομη συμμαχία των ενεργών κοινωνικών δυνάμεων, που θα ανακόψει τη μοιραία πορεία της καταστροφικής ετερονομίας. Αυτό είναι το βασικό πρόβλημα της χώρας και όχι τα φληναφήματα της Ευρωπαϊκής Τεχνοδομής και των εγχώριων Βρυξελλήνων.

Αυτά μας διαμηνύει με τα γραπτά του, αλλά και τις πατριωτικές του πράξεις, ο πρωτοπόρος των εργατικών και σοσιαλιστικών αγώνων Σταύρος Καλλέργης, που ήταν από τους ελάχιστους προοδευτικούς διανοητές, που συνέδεσαν αξεδιάλυτα το εθνικό ζήτημα με το κοινωνικό. Όταν με την εμπειρία της συμμετοχής του στα Κινήματα της Κρήτης συνεργάζεται με τους σοσιαλιστές-διεθνιστές για να κατέβουν στο νησί να ενισχύσουν τον Αγώνα, απευθύνει μεταξύ των άλλων και την περιβόητη «Έκκληση» «προς τας Σοσιαλιστικάς Εφημερίδας, Συλλόγους, Λέσχας, Κέντρα, Ομίλους και Βουλευτάς της Ευρώπης και της Αμερικής», με την οποία υποστηρίζει ότι η λύση του Εθνικού Ζητήματος επισπεύδει και την επίλυση του Κοινωνικού. Ποτέ άλλοτε στη νεώτερη Ιστορία μας, πλην της περίφημης Διακήρυξης του ΕΑΜ και της αδικαίωτης 3ης του Σεπτέμβρη του κάποτε ελπιδοφόρου ΠΑΣΟΚ, δεν υπήρξε τόσο δραματική επικαιρότητα της κυρίαρχης αυτής σύζευξης.

Γιατί αν εξακολουθήσει η καταιγιστική εφαρμογή του αντικοινωνικού, ιδιοτελούς και αντιαναπτυξιακού νεοφιλελεύθερου προτάγματος από την κυρίαρχη Ευρωπαϊκή Τεχνοδομή του δημοκρατικού ελλείμματος και της προϊούσας αναίρεσης του Πολιτισμού της Εργασίας, τότε νέα υπαρκτικά ερωτήματα για τον προσανατολισμό της χώρας πρέπει να μας απασχολήσουν όλους, και κυρίως αυτούς που έχουν το προνόμιο της άρθρωσης δημόσιου λόγου, πέραν της καταιγιστικής παραπλάνησης και των μεθοδευμένων αντιπερισπασμών που η προκατασκευασμένη μνημονιακή δημοσιολογία αναπτύσσει.



1 Βλέπε Γιάννη Κορδάτου «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», κεφάλαιο 5.

2 Βλέπε το βιβλίο μας «Ασφαλιστικό Ώρα Μηδέν. Το Μέλλον των Συντάξεων», Εκδοτικός Οίκος Α.Α.Λιβάνη, Αθήνα, α’ έκδοση Μάιος 2010, β’ έκδοση Οκτώβριος 2010.

3 Βλέπε, μεταξύ άλλων, τα βιβλία μας: «Συνδικάτα και Εξουσία στη Δυτική Ευρώπη» (Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1985), «Το 1992 και το Εργατικό Κίνημα» (Εκδόσεις Αφοι Τολίδη, Αθήνα 1989) και «Νεοφιλελευθερισμός και Υποβάθμιση της Εργασίας» (Εκδόσεις Αφοι Τολίδη, Αθήνα 1991). Κυρίως βλέπε το βιβλίο μας «Το Τέλος του Κοινωνικού Κράτους; Αριστερά και Συνδικάτα Μπροστά στην Απορρύθμιση» (Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα, α’ έκδοση Μάρτιος 2008, β’ έκδοση Μάιος 2008).

4 Βλέπε ολοκληρωμένη προσέγγιση στο βιβλίο του Τάκη Φωτόπουλου «Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ», Εκδόσεις Γόρδιος 2010, κεφ. 6, σελ. 107-133.

* Ο Αλέξης Π. Μητρόπουλος είναι πανεπιστημιακός, πρόεδρος της Ένωσης για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους

(ΕΝΥΠΕΚΚ-www.enypekk.gr, www.amitropoulos.gr)