Του Ν. Τσαγκαράκη
Η χρονιά ξεκίνησε με πολύ καλές ταινίες για κάθε γούστο…

ΜΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΚΟΜΑ
ANOTHER YEAR

Σκην.: Μάικ Λη
Πρωτ.: Τζιμ Μπρόουντμπεντ, Ρουθ Σιν, Λέσλυ Μάνβιλ, Όλιβερ Μόλτμαν, Πήτερ Γουάιτ, Ντέιβιντ Μπράντλυ
Ο Τομ και η Τζέρι είναι ένα μεσήλικο ζευγάρι που ακόμη απολαμβάνουν την κοινή τους ζωή, μέρος της οποίας αποτελούν ο γιος τους και οι εργένηδες φίλοι τους, οι οποίοι τους επισκέπτονται συχνά.
Η καινούρια ταινία του βρετανού Μάικ Λη είναι ακόμη μια μελέτη χαρακτήρων, αυτή τη φορά στο κρίσιμο μεταίχμιο προς τα γηρατειά. Ένα μεταίχμιο στο οποίο ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τις ελάχιστες ευκαιρίες που έχουν απομείνει ώστε να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του, και αναμετράται με τις δυνάμεις του για να δει αν θα συνεχίσει να προσπαθεί ή αν θα παραιτηθεί και θα συμβιβαστεί αναγκαστικά με όσα ήδη έχει. Ο κύριος φορέας αυτού του προβληματισμού είναι η Μαίρη, η οποία σε αντίθεση με το ευτυχισμένο φιλικό της ζευγάρι, είναι μόνη και ανικανοποίητη απ’ τη ζωή, με αποτέλεσμα να τους φορτώνεται όποτε έχει ανάγκη για παρέα.
Είναι σημαντικό ότι παρακολουθούμε τη σχέση της παρέας στη διάρκεια ενός χρόνου, με την ταινία να υπογραμμίζει ακριβώς αυτό το αναπόφευκτο πέρασμα της ζωής, αλλά και δύο διαφορετικές στάσεις απέναντί του. Από τη μία, το παντρεμένο ζευγάρι που λειτουργεί με συνεννόηση, ηρεμία και προγραμματισμό, σε μια συμφιλίωση με τη ζωή που εκφράζεται μέσα από την τακτοποιημένη ζωή τους, αποτελούμενη από τη σταθερή δουλειά, την αγαπημένη τους κηπουρική και τη ζωντανή κοινωνική τους ζωή. Από την άλλη, η Μαίρη που αδυνατεί να διαμορφώσει μια δική της ρουτίνα, και αναζητά λύσεις στα προβλήματά της μέσα από τη ζωή των φίλων της. Σ’ αυτούς στηρίζεται για παρέα, σ’ αυτούς εξομολογείται τα προβλήματά της, στον κύκλο τους θ’ αναζητήσει ερωτικό σύντροφο.
Ο Λη φτιάχνει λοιπόν μια ομάδα από λιγότερο ή περισσότερο ικανοποιημένους χαρακτήρες, χωρίς να κρίνει τη στάση τους αλλά και χωρίς να τους εξισώνει προς εύκολη παρηγοριά. Η μοναξιά μπορεί να είναι θέμα χαρακτήρα ή συνθηκών (ανάμεικτα και στα τρία παραδείγματα που παρέχονται εδώ), αλλά αποτελεί δύσκολη πραγματικότητα για πολλούς ανθρώπους που δεν είχαν την τύχη του Τομ και της Τζέρι, και παραμένει ένα αδιέξοδο που απαιτεί είτε συμβιβασμό, είτε πολύ θάρρος για να συνεχιστεί η αναζήτηση- τίποτα από τα οποία η Μαίρη δε φαίνεται ακόμη διατεθειμένη να κάνει: αρνείται να συμβιβαστεί με τη μοναξιά της, ενώ δεν είναι σε θέση ν’ αντιληφθεί πώς πρέπει να ψάξει για σύντροφο.
Μια ταινία που στηρίζεται ελάχιστα στην πλοκή και πολύ περισσότερο στους διαλόγους, οι οποίοι φτιάχνουν μια ανθρώπινη, ‘προσγειωμένη’, αναγνωρίσιμη καθημερινότητα. Έστω κι αν σε στιγμές ίσως θα μπορούσε να είναι οικονομικότερο, ένα τόσο ‘θεατρικό’ σενάριο ευτυχώς υποστηρίζεται από το εξαιρετικό καστ που έχει στη διάθεσή του ο Λη, πολλά από τα μέλη του οποίου γνωρίζουν τη σημασία που δίνει ο σκηνοθέτης στους ηθοποιούς, με αποτέλεσμα οι χαρακτήρες να διαγράφονται με βάθος, λεπτομέρεια και ρεαλισμό. Ξεχωρίζουν η Μάνβιλ στον ρόλο της Μαίρης, οι Μπρόουντμπεντ και Σιν ως Τομ και Τζέρι, ενώ κάθε άλλο παρά απαρατήρητη περνάει η Ιμέλντα Στώντον στον μικρό ρόλο που κρατάει στην αρχή.


Ο ΘΑΥΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
L’ ILLUSIONΝISTE

Σκην.: Σιλβάν Σομέ
Με τις φωνές των: Ζαν-Κλωντ Ντοντά, Ελιντί Ρανκέν
Στη δεκαετία του ’50, ένας ταχυδακτυλουργός ταξιδεύει από το Παρίσι στο Λονδίνο κι από ‘κει στα σκωτσέζικα Χάιλαντς, όπου γνωρίζει μια νεαρή κοπέλα, την Αλίκη. Μαζί θα συγκατοικήσουν σ’ ένα διαμέρισμα στο Εδιμβούργο, όπου εκείνος αναζητά μια σταθερή δουλειά, κι εκείνη ανακαλύπτει τον έρωτα της ζωής της στο πρόσωπο ενός νεαρού γείτονα.
Μετά από το εκπληκτικό «Τρίο της Μπελβίλ» του 2003, αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία κινουμένων σχεδίων του γάλλου Σομέ, για την οποία έχει γράψει ξανά ο ίδιος το σενάριο, αυτή τη φορά όμως βασισμένος σ’ ένα προηγούμενο πρωτότυπο σενάριο του σπουδαίου κωμικού σκηνοθέτη Ζακ Τατί.
Σχεδιαστικά η ταινία δε νιώθει την ανάγκη να παραπέμψει στην τάξη και την αυστηρή γραμμικότητα του Τατί, αλλά κινείται στο γνώριμο ύφος του Σομέ, με τις αδρές ακανόνιστες γραμμές, τους χαμηλούς φωτισμούς και τη μελαγχολική ατμόσφαιρα που επικρατεί παρά τον χρωματικό πλούτο, ο οποίος εξισορροπεί τη διάθεση σ’ έναν βαθμό. Ωστόσο, η ιστορία προδίδει τις καταβολές της χάρη στη φυσιογνωμία του ήρωά της που παραπέμπει στην αντίστοιχη κινηματογραφική του Τατί, και στο θέμα του μοναχικού περιπλανώμενου απέναντι σ’ έναν ‘αφιλόξενο’ κόσμο, ενώ ο Σομέ αποφασίζει να αποτίσει κι έναν εμφανέστερο φόρο τιμής ενσωματώνοντας τον «Θείο μου» σύντομα μέσα στην πλοκή. Όμορφο, τρυφερό, έξυπνο, μελαγχολικό, βρισκεται ήδη επάξια υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων, και το πιθανότερο είναι ότι θα φτάσει μέχρι τα Όσκαρ.

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
THE KING’S SPEECH

Σκην.: Τομ Χούπερ
Πρωτ.: Κόλιν Φερθ, Τζέφρι Ρας, Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, Ντέρεκ Τζάκομπι, Τζένιφερ Ιλ
Η αληθινή ιστορία του βασιλιά της Αγγλίας, Γεωργίου του 6ου, ο οποίος κλήθηκε ν’ αναλάβει καθήκοντα μετά από την παραίτηση του αδελφού του, Εδουάρδου του 8ου, λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε μια εποχή όταν το ραδιόφωνο είχε μόλις εφευρεθεί και τα ΜΜΕ άρχισαν ν’ επηρεάζουν ριζικά την εικόνα των ηγεμόνων, ο Γεώργιος έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει το τραύλισμα που τον εμπόδιζε να μιλήσει όπως αρμόζει σ’ έναν αρχηγό έθνους.
Μια τυπική ‘οσκαρική’ ταινία, με την έννοια ότι αποτελεί μια συμβατικού ύφους επιμελημένη παραγωγή, με σπουδαίο υποκριτικό ταλέντο και αρκετά ενδιαφέρον σενάριο ώστε να παρακολουθείται από πολλές διαφορετικές ηλικίες και προτιμήσεις. Όλο το καστ ζωντανεύει με πολύ κέφι αυτή την ιστορία που χρησιμοποιεί το έξυπνο εύρημα του τραυλίσματος για να μιλήσει για τη συμβολική αξία μιας ηγεμονίας και πώς η τελευταία εισήλθε στη μοντέρνα εποχή, αλλάζοντας για πάντα έπειτα από την εισβολή των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην καθημερινότητά μας.
Ο βασιλιάς πρέπει να μάθει να μιλάει όχι μόνο επειδή είναι βασιλιάς, αλλά επειδή από ‘δω και στο εξής η φωνή του θα ακούγεται, καθορίζοντας τη γνώμη των υπηκόων του γι’ αυτόν. Η ταινία δεν ενδιαφέρεται πρωτίστως για τα πολιτικά γεγονότα της εποχής, δίνοντας έμφαση στα ενδο-οικογενειακά γεγονότα που οδήγησαν τον Γεώργιο στον θρόνο και στη συμφιλίωσή του με τη νέα του θέση, την οποία ταυτόχρονα έπρεπε να προσαρμόσει σε μια νέα επικοινωνιακή εποχή. Από την άλλη, ο Λάιονελ είναι ακριβώς το αντίθετο, αφού παρά την πολυμελή οικογένεια και την οικονομική του δυσπραγία, παραμένει ένας ανέμελος και πρόσχαρος άνθρωπος, με μοναδική του ‘υποχρέωση’ ν’ ανταποκρίνεται κατά διαστήματα στο καλλιτεχνικό του μαράζι, με θερμούς υποστηρικτές τα γλυκά του παιδιά που τον αγαπούν, τον κατανοούν και τον ακολουθούν στα αστεία του.
Η πλούσια και πειστική ανασύσταση εποχής, το έξυπνο χιούμορ (οι συστάσεις της βασίλισσας προς τη γυναίκα του Λάιονελ), οι ζωηρές και προσεγμένες ερμηνείες, καθώς και η εκλεπτυσμένη μουσική επένδυση του Αλεξάντρ Ντεσπλά έφεραν την ταινία υποψήφια σε 7 κατηγορίες των Χρυσών Σφαιρών.