Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη [email protected]

Το μανιφέστο του συλλόγου δημοτικιστών Ηρακλείου «Ο Σολωμός»

Ένα κείμενο γραμμένο, πιθανότατα, από τον Ν. Καζαντζάκη το καλοκαίρι του 1909


Στο γλωσσικό ζήτημα, που στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, πήρε εκρηκτικές διαστάσεις προκαλώντας ακόμη και αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα σε δημοτικιστές και καθαρευουσιάνους, κυρίαρχο ρόλο έπαιξαν οι διανοούμενοι του Ηρακλείου. Φυσικά η παρουσία του Νίκου Καζαντζάκη ήταν καταλυτική.

Μάλιστα το τοπικό κίνημα υπέρ της δημοτικής γλώσσας πήρε οργανωμένη μορφή όταν στα 1909, έναν χρόνο πριν την ίδρυση του περίφημου Εκπαιδευτικού Ομίλου στην Αθήνα, από τους Δημήτριο Γληνό, Αλέξανδρο Δελμούζο, Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Γιάννη Ψυχάρη και άλλους, θα συσταθεί στο Ηράκλειο σύλλογος με την επωνυμία «ο Σολωμός». Ψυχή του συλλόγου και πρώτος πρόεδρός του ήταν ο Καζαντζάκης. Λίγο μετά την ίδρυσή του ο σύλλογος των δημοτικιστών του Ηρακλείου θα δημοσιεύσει ένα μανιφέστο, μια απολογία, όπως την ονόμασε ο συντάκτης του, που κατά πάσα πιθανότητα ήταν ο ίδιος ο Καζαντζάκης. Το κείμενο φιλοξενήθηκε στον «Νουμά» του Δ. Ταγκόπουλου, που ήταν το όργανο των θέσεων του πρωτοπόρου του κινήματος Ψυχάρη αλλά και συνολικά των δημοτικιστών. Στις 9 του Θεριστή (Ιουλίου) του 1909 «Ο Σολωμός», μάλλον δια χειρός Καζαντζάκη, όπως προαναφέραμε, παρουσίασε τις πρωτοπόρες για την εποχή απόψεις του στο αθηναϊκό κοινό, επενδύοντας με πολιτικά και ιδεολογικά επιχειρήματα το κίνημα του δημοτικισμού. Όπως διακήρυττε, το γλωσσικό ζήτημα δεν ήταν απλώς ένα πρόβλημα που αφορούσε στους φιλολόγους ή μόνο τη διδασκαλία των νέων παιδιών, αλλά από την επίλυσή του θα εξαρτιόταν το μέλλον της πατρίδας. Έδινε, δηλαδή, εθνικές διαστάσεις στο πρόβλημα. Άλλωστε η ίδια η διαμάχη ανάμεσα στους καθαρευουσιάνους και τους δημοτικιστές, τους «μαλλιαρούς» όπως ονόμαζαν χλευαστικά οι πρώτοι τους δεύτερους, δεν περιοριζόταν στο γλωσσικό. Σε γενικές γραμμές, οι καθαρευουσιάνοι θεωρούνταν οι υποστηρικτές της συντήρησης και οι δημοτικιστές της προόδου. Κι αυτό ακριβώς εξέφραζε το κείμενο της ομάδας του Ηρακλείου. Στο κείμενο αυτό ίσως δίνεται και η απάντηση, για ποιο λόγο οι τεχνίτες του Ηρακλείου γιουχάιζαν τον Καζαντζάκη όταν πέρναγε από την αγορά της πόλης, στάση αποδοκιμασίας για την οποία αρκετά έχουν γραφεί. Στο μανιφέστο υπάρχει η εξής αναφορά, με την οποία πιθανώς μπορεί να δοθεί η εξήγηση αυτής της ειρωνικής διάθεσης απέναντι στον μεγάλο στοχαστή, που ήδη είχε αρχίσει να παρουσιάζει τα πρώτα του έργα και να γίνεται ευρύτερα γνωστός: «βρήκανε αφορμή μερικοί επιτήδειοι δημαγωγοί ή μεγαλόσχημοι αγράμματοι κι έσπειραν παρεξηγήσεις κι έφτυσαν αμελέτητες κι άδικες συκοφαντίες. Και διέσυραν ταʼ όνομά μας στο λαό. Πρέπει πλειά η παρεξήγηση αυτή να λείψει. Και γι αυτό ερχόμαστε σήμερα πλατύτερα να εξηγήσομε τη σκέψη μας και με μεγαλύτερες λεπτομέρειες να εκθέσομε το σκοπό μας. Θα μιλήσομε σήμερα απευθείας στο λαό και θα του πούμε φανερά και ξέσκεπα ποιος ο λόγος που συναθροιστήκαμε και τι θέλομε. Γιατί όταν από τους δρόμους περνούμε και σφυρίζουν και μας βρίζουνε και μας λένε λόγια που και να τα θυμηθούμε ντρεπόμαστε, εμείς σωπαίνομε και δεν απαντούμε, μα η καρδιά μας μέσα μας πονεί για την παρεξήγηση και τον άδικο κατατρεμό».

Το κείμενο είναι εκτεταμένο και ξεδιπλώνει τις απόψεις των δημοτικιστών με απλό τρόπο, ώστε να μπορεί να γίνει κατανοητό όχι από τους δασκάλους, στους οποίους γίνεται συχνή αναφορά, αλλά απʼ όλο τον κόσμο. Ο Καζαντζάκης, αν θεωρήσομε ότι τελικά αυτός είναι ο συγγραφέας, καταδικάζει τη διγλωσσία που έχει επιβληθεί από τις αρχές, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε μια γλώσσα για τα βιβλία, την καθαρεύουσα, και μια γλώσσα για τη ζωή, τη δημοτική που μιλούσε ο λαός. «Το παιδί», έγραφε ο Καζαντζάκης, προσδιορίζοντας την ύψιστη αποστολή του σχολείου, που όμως στην περίπτωση αυτή λειτουργούσε αρνητικά, καθώς οδηγούσε τους μαθητές να αφήνουν στην εξώπορτα τη γλώσσα που μιλούσαν στο σπίτι και τη ζωή τους, και να μαθαίνουν να γράφουν μιαν άλλη γλώσσα στην αίθουσα διδασκαλίας, «πηγαίνει στο σκολειό για νʼ αναπτύξει το νου και την καρδιά. Για να μάθει τις χιλιάδες γνώσες που του είναι απαραίτητες στη ζωή και για να μορφώσει την ψυχή του τέτοια ώστε να αγαπήσει ό,τι είναι ωραίο κʼ ηθικό. Έτσι το σκολειό που παίρνει από τόσο μικρή ηλικία τους ανθρώπους, είναι η βάση όλης της κοινωνικής και εθνικής ζωής. Αν το σκολειό κατορθώσει να συνηθίσει τα παιδιά νʼ αγαπούν την αλήθεια, την ομορφιά, την ηθική, τότε η κοινωνία και το έθνος προοδεύουν και μεγαλύνονται. Αν τους συνηθίσει στην ψευτιά και στην ασκήμια, το έθνος κʼ η κοινωνία καταστρέφουνται. Το Σκολειό είναι η ρίζα κάθε Καλού και κάθε Κακού. Στα χέρια του Δασκάλου βρίσκεται το μέλλον της Φυλής».

Στο μανιφέστο τους οι δημοτικιστές του Ηρακλείου, αφού απαντούσαν στις σε βάρος τους κατηγορίες, ότι δηλαδή δρούσαν αντεθνικά (!), δήλωναν ότι θεωρούσαν την καθαρεύουσα καταστροφική για τα παιδιά την κοινωνία και το έθνος. «Η καθαρεύουσα -τόνιζαν- διασπά τη γλωσσική ενότητα του Έθνους και σιγά σιγά κι αυτή μας την εθνική ενότητα».

Σημειώνεται ότι τον Φεβρουάριο του 1909 ο σύλλογος δημοτικιστών, με την ονομασία επίσης «Ο Σολωμός», είχε συσταθεί στα Χανιά, με πρόεδρο τον Χρήστο Χρηστουλάκη. Όμως, σύμφωνα με τα όσα έγραφε η «Ακρόπολις» του Βλάσση Γαβριηλίδη στις 23 Μαΐου 1909 και αναδημοσίευε ο «Νουμάς» στις 31 Μαΐου, όταν ο σύλλογος οργάνωσε εκδήλωση για να γνωστοποιήσει τις θέσεις του, τα μέλη του δέχτηκαν αποδοκιμασίες και προπηλακισμούς από μαθητές των Χανίων, κατευθυνόμενους από το μητροπολίτη και το γυμνασιάρχη. Τότε κυκλοφόρησε η φήμη ότι μέλος του συλλόγου ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αλλά και ο συνεργάτης του Κωνσταντίνος Μάνος. Προφανώς υπό το βάρος των αντιδράσεων, αλλά και των πολιτικών αναταράξεων, αποφασίστηκε η διάλυσή του. Τότε, με πρωτοβουλία του Καζαντζάκη συγκρότηθηκε ο σύλλογος του Ηρακλείου. «Πρόεδρός του δε εξελέγη ο άλλοτε συνεργάτης μας κ. Καζαντζάκης, ποιητής και δραματικός συγγραφεύς. Χαρά στο κουράγιο τους!», σημείωνε η «Ακρόπολις».



Το γλωσσικό ζήτημα



Το γλωσσικό ζήτημα αφορά στο γλωσσικό διχασμό, σε λόγια και καθομιλούμενη γλώσσα, ο οποίος ως μέσο ιδεολογικής και κοινωνικής επιβολής ταλαιπώρησε την ελληνική κοινωνία ακόμη από την αρχαιότητα, αλλά και σʼ όλη την περίοδο από την σύσταση του ελληνικού κράτους μετά την επανάσταση του 1821. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αι. διαμορφώνεται ως προς την πολιτιστική του διάσταση και παίρνει εκτός από κοινωνικές διαστάσεις και πολιτικές και οδηγεί σε αιματηρές συγκρούσεις. Η δημοσίευση μετάφρασης της Αγίας Γραφής (1901) σε ακραία δημοτική στην εφημερίδα «Ακρόπολις» από τον Αλέξανδρο Πάλλη, προκάλεσε βίαιες διαμαρτυρίες από καθηγητές και φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών με αιματηρά αποτελέσματα . Τα γεγονότα έγιναν γνωστά ως "Ευαγγελικά". Ακόμη, η παράσταση της Ορέστειας του Αισχύλου στη δημοτική, από το Εθνικό θέατρο (1903), γίνεται η αιτία νέων αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων (τα λεγόμενα "Ορεστειακά"). Οι πολέμιοι των δημοτικιστών τούς αποκαλούν χλευαστικά "μαλλιαρούς" και τους κατηγορούν ως προδότες και ότι ενεργούν κατόπιν σλαβικού σχεδίου, που αποσκοπεί να προκαλέσει διχόνοιες στον ελληνισμό, θρησκευτικές έριδες, που θα βοηθήσουν τον προσεταιρισμό των Ελλήνων της Μακεδονίας από τη βουλγαρική Εξαρχία. Ο γλωσσικός και πολιτικός φανατισμός συσκοτίζει τη πραγματικότητα, που ως ζητούμενο όλων είναι η απελευθέρωση της Μακεδονίας, καθώς ανέκαθεν ο δημοτικισμός ταύτιζε το έθνος με τη γλώσσα.

Το γλωσσικό ζήτημα δεν θα λυθεί ούτε όταν θα γίνει πρωθυπουργός ο Βενιζέλος, ο οποίος υπαναχώρησε στην άποψη του για την επιβολή της δημοτικής και καθόρισε την καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα του κράτους. Η διαμάχη θα συνεχιστεί επί πολλές δεκαετίες, με μικρότερη ένταση, και θα λήξει το 1977 όταν επί πρωθυπουργίας Κ. Καραμανλή και υπουργίας Γεωργίου Ράλλη θα αποφασιστεί η χρήση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε όλες τις λειτουργίες και τα έγγραφα του κράτους.