
Λευτέρης Πηγάκης 1908-2001: Ο Τυλισσανός γιατρός των προσφύγων και της Αντίστασης
Hταν ο γιατρός που είδε πραγματικά το ρόλο τους ως κοινωνική αποστολή, ως προσφορά προς τον άνθρωπο. Παράλληλα, ως πραγματικός πατριώτης, έδωσε τη μάχη από την πρώτη γραμμή για την απελευθέρωση της πατρίδας του από τους Γερμανούς. Και στη συνέχεια, για την πραγματική Δημοκρατία στη χώρα.
Ο γιατρός Λευτέρης Πηγάκης, από την Τύλισσο, γεννήθηκε το 1908. Σπούδασε ιατρική και ορκίστηκε γιατρός το 1935. Υπηρέτησε στο προσφυγικό νοσοκομείο της Αθήνας, προσφέροντας τις υπηρεσίες του ακόμη από φοιτητής. Αυτό φαίνεται από τη φωτογραφία που διακρίνεται στο προσφυγικό μαζί με μια νοσοκόμα. Η φωτογραφία αυτή έχει ημερομηνία 11 Νοεμβρίου 1929, όταν ήταν σπούδαζε στην ιατρική σχολή.
Παντρεύτηκε το 1938 τη Μαρία Μαρκοπούλου και απέκτησαν δύο παιδιά, την Αικατερίνη και τη Σοφία. Από τώρα και μετά αρχίζει μια ακόμη σημαντική περίοδος της δραστηριότητάς του. Με την κήρυξη του πολέμου στρατεύεται και βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, υπηρετώντας ως ανθυπίατρος στην Κορυτσά. «Ανταποκρίθηκα στο προσκλητήριο της πατρίδας μου αλλά και της συνείδησης μου», θα πει χρόνια αργότερα, όταν θα τον τιμήσει, μαζί με άλλους γιατρούς, ο Ιατρικός Σύλλογος Ηρακλείου.
Λίγο αργότερα, με την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς θα επιστρέψει με άλλους Κρητικούς γιατρούς στο νησί. Όχι για να μείνει μακριά από τις πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά για να βγει στο βουνό, ως μέλος του ΕΑΜ, στον τομέα των γιατρών και φαρμακοποιών. Στο πλαίσιο της αντιστασιακής του δραστηριότητας συνεργάστηκε με τον μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Κρήτης Ευγένιο Ψαλιδάκη και την οργάνωσή του, την «Εθνική Οργάνωση Χριστιανικής Αλληλεγγύης», προκειμένου να προμηθεύεται φάρμακα. Διώχθηκε από το μετεμφυλιακό καθεστώς για την ιδεολογία του. Συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση από το στρατοδικείο της Αθήνας. Μετά την απελευθέρωσή του επέστρεψε και πάλι στο Ηράκλειο. Συνέχισε την άσκηση του ιατρικού λειτουργήματός του μέχρι το 1980, ενώ την περίοδο 1960-64 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος Ηρακλείου με το συνδυασμό του Νικολάου Κρασαδάκη.
Πέθανε το 2001, πλήρης ημερών, καθώς είχε συμπληρώσει τα 93 χρόνια του.
Τα στοιχεία και τις φωτογραφίες του γιατρού Λευτέρη Πηγάκη μάς έδωσαν η κόρη του κ. Σοφία και ο σύζυγός της κ. Δημήτρης Σφακιανάκης, μαζί με την ομιλία που είχε εκφωνήσει ο αείμνηστος γιατρός στην εκδήλωση του Ιατρικού Συλλόγου, στις 30 Νοεμβρίου 1988 και με την οποία περιέγραψε την αντιστασιακή του δράση, αναφέροντας και ονόματα άλλων γνωστών αντιστασιακών, γιατρών και μη.
Σʼ εκείνη την ομιλία του είχε αναφέρει:
“Η πρωτοβουλία του Δ.Σ. του Ιατρικού Συλλόγου της πόλης μας να τιμήσει απόψε τους αντιστασιακούς συναδέλφους των, τιμά και τον σύλλογο και εμάς τους τιμώμενους με μια ξεχωριστή διάκριση που μας συγκινεί και μας γεμίζει περηφάνεια.
Με φέρνει κοντά σας η πρωτοβουλία αυτή, όχι για να καυχηθώ πως υπήρξα ήρωας σε μία εποχή που “τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά”. Γιατί όλοι, ποιος λίγο, ποιος πολύ, αντέδρασε και πάλεψε ενάντια στα στίφη των βαρβάρων κατακτητών. Επιθυμώ με την αφήγησή μου να σκιαγραφήσω τη δράση μου τόσο στο προσκλητήριο της πατρίδας μετά την απρόκλητη επιθεση των ορδών του φασίστα Μουσουλίνη στα αλβανικά σύνορα της χώρα μας, για να την καταλάβει, όσο και το προσκλητήριο της συνείδησής μου για αγώνα κατά των Γερμανοϊταλών κατακτητών στο νησί μας. Να σας δώσω την εικόνα χωρίς έπαρση της μικρής προσφοράς μου σαν πατριώτης, σαν Έλληνας.
Αρχίζω από την στράτευσή μου τον Οκτώβρη του 1940 που με ατομική πρόσκληση στο 43 Σύνταγμα με διαταγή του Υπουργείου ονομάστηκα και ορκίστηκα ανθυπίατρος.
Με φύλλο πορείας εντάχθηκα στην Ανεξάρτητη Μεραρχία Στανωτά στην περιοχή Κορυτσάς και υπηρέτησα εκεί ασκώντας κάτω από σκληρές συνθήκες τα καθήκοντα του γιατρού στις κακοτράχαλες περιοχές του Μετώπου.
Έζησα το δράμα των κρυοπαγημάτων των φαντάρων μας αλλά και τις δόξες των νικών του στρατού μας κατά των εισβολέων φασιστών.
Ακόμα τις ταλαιπωρίες της απαγκίστρωσης των στρατευμάτων μας, από τα καταληφθέντα αλβανικά μέρη, ύστερα από την επίθεση του συνεταίρου του Μουσουλίνη Χίτλερ στα βόρεια σύνορά μας. Κι ενώ το σχέδιο του Ελληνικού Επιτελείου ήταν να οργανωθεί σε προσδιορισμένη τοποθεσία άμυνα, ο στρατηγός Τσολάκογλου συνθηκολόγησε και έτσι ένα δράμα με προηγούμενο το μικρασιατικό, δημιουργήθηκε στα μαχόμενα στην Αλβανία τμήματα του στρατού μας. Ιδιαίτερα της Κρητικής Μεραρχίας που τα στρατευμένα παιδιά της τα χώριζε η θάλασσα.
Μέσα σε μία οδυνηρή για την πατρίδα μας κατάσταση που ήταν κατακτημένη (εκτός της Κρήτης) από τον ανελέητο και υπερόπτη ναζιστικό στρατό, έφθασα στο “Κλεινό Άστυ” και συναντήθηκα με 150 Κρήτες γιατρούς. Το ταξίδι μας στην Κρήτη ήταν απαγορευμένο με διαταγή των στρατευμάτων κατοχής. Απʼ εκεί παρακολουθήσαμε με οδύνη τις προπαρασκευές για την επίθεση των Ναζήδων να καταλάβουν το νησί μας, το οποίον και κατάλαβαν μια και οι Εγγλέζοι δεν είχαν φροντίσει για την αποτελεσματική άμυνά του, παρά την λυσσαλαίαν προσπάθεια των Κρητικών να το κρατήσουν ελεύθερο. Η ζωή μας στην Αθήνα άρχισε να γίνεται μαρτυρική και η πείνα και η δυστυχία υπέβοσκε από τους πρώτους μήνες της κατοχής. Κι έτσι οι κρητικοί γιατροί μέσω του Ερυθρού Σταυρού απαιτήσαμε να μεταφερθούμε στις εστίες μας, γιατί μας είχε ανάγκη ο κρητικός λαός που είχε μείνει χωρίς γιατρούς.
Ευτυχώς μας επέτρεψαν οι Γερμανοί και περί τους 50 κρητικοί γιατροί με ένα πλοίο με πολεμικά εφόδια ταξιδέψαμε κατευθυνόμενοι στο λιμάνι του Ηρακλείου. Αλλά αντί να αποβιβαστούμε στο Ηράκλειο, συνεχίσαμε το ταξίδι προς τα Χανιά και αποβιβαστήκαμε στη Σούδα. Από τη Σούδα σκορπίσαμε ο καθένας στον τόπο του.
Ήρθα στο Ηράκλειο και αντιμετώπισα τα ερείπιά του από τους βομβαρδισμούς και τις βλοσυρές φάτσες των Ναζήδων, και τους περιορισμούς που σαν κατακτητές είχαν επιβάλλει στους πολίτες. Είχαμε επιστρέψει μαζί με τον αείμνηστο Γρηγόρη Ζερβουδάκη συνάδελφο. Κατά Ιούλιο μήνα το 1941 είχαμε συναντηθεί μαζί και με τον Τζομπανάκη Μιχάλη Φαρμακοποιό, και μου έκαναν λόγο για την Πανελλήνια Αντιστασιακή οργάνωση του ΕΑΜ και μου ανέπτυξαν τους σκοπούς και τις επιδιώξεις τους. Κι έτσι οργανώθηκα στην ομάδα των γιατρών και φαρμακοποιών. Παρακολουθήσαμε την επικρατούσα κατάσταση, τους διωγμούς των επικηρυγμένων μαχητών της Μάχης της Κρήτης, εξυπηρετούσαμε τους αρρώστους, εφοδιάζαμε με επιδεσμικό και με φάρμακα τις ανάγκες των ανταρτών. Στο υλικό των Φαρμακείων μας βοηθούσε σημαντικά, ο Μιχάλης Τζομπανάκης που είχε διοριστεί υπεύθυνος του Σουηδικού Ερυθρού Σταυρού. Ακόμη είχα έρθει σε επαφή με την Εθνική Οργάνωση Χριστιανικής Αλληλεγγύης ΕΔΧΑ με επικεφαλής τον αείμνηστο Ψαλιδάκη Αρχιερατικό Επίτροπο και εφοδιαζόμουνα με φαρμακευτικό υλικό για την εξυπηρέτηση του αντιστασιακού αγώνα. Ελάμβανα μέρος στις συνεδριάσεις των στελεχών του ΕΑΜ της πόλης μας για κάθε ζήτημα που αφορούσε την ανάπτυξη του κινήματος κατά των κατακτητών πάντοτε με συνωμοτικό τρόπο.
Το καλοκαίρι του 1944 πήρα διαταγή από την Σαμική Οργάνωση να βγω στο βουνό με τον ΕΛΑΣ γιατί το αντάρτικο είχε αναπτυχθεί στον τομέα του ένοπλου τμήματος. Με συνδέσμους οδηγήθηκα προς τον Άγιο Σύλλα και Προφήτη Ηλία και ήρθα σε επαφή με τον Συνταγματάρχη του ΕΛΑΣ, Μανόλη Θεοδωράκη και με τον Καπετάνιο Γιάννη Ποδιά.
Με προφυλάξεις πάντοτε έβλεπα τους αρρώστους ελασίτες και για μερικό διάστημα ζούσα τη ζωή του Ελασίτη.
Στο τέλος Σεπτεμβρίου με αρχάς Οκτωβρίου 1944 οι Γερμανοί κατακτητές άρχισαν να εγκαταλείπουν την ύπαιθρο και να συγκεντρώνονται στο Ηράκλειο και γύρω απʼ αυτό. Μαζί με το Επιτελείο του ΕΛΑΣ (Θεοδωράκη-Ποδιά και άλλους) ήρθαμε στην περιοχή Μαραθίτη πάνω από τη Φορτέτσα. Όταν οι Γερμανοί πληροφορήθηκαν πως ένοπλες δυνάμεις του ΕΛΑΣ βρίσκονταν 1000 μέτρα πάνω από την περίμετρό τους άρχισαν να βομβαρδίζουν την περιοχή με πυροβολικό. Ο ΕΛΑΣ με το μόνιμο λοχαγό (ίλαρχο Γιάννη Κοντάκη που ήταν υπεύθυνος της περιοχής είχε οργανώσει αμυντικά την τοποθεσία Μαραθίτη με πολυβόλα και τοφεκιοφόρους Ελασίτες. Στις 11 Οκτώβρη 1944 οι Γερμανοί με άρματα έκαμαν έφοδο προς τις Ελασίτικες γραμμές και μια μάχη σφοδρή με διάφορα πυρά άρχισε από το πρωί στις 10.30. Όπως παρακολουθούσα πίσω από τις μάχιμες γραμμές την εξέλιξη, είδα απροσδόκητα μια ζώνη των Γερμανών που είχαν πλησιάσει στην οργανωμένη γραμμή πυρός του ΕΛΑΣ στα 300 μέτρα, να κάνει στροφή προς τα όπισθεν, οπότε και οι ελασίτες σταμάτησαν να βάλλουν. Βέβαια υπήρξαν θύματα από τους Γερμανούς τα οποία πήραν μαζί τους. Από την πλευρά των ελασιτών σκοτώθηκαν δύο και τραυματίστηκε ένας.
Μετά από μια μέρα απʼ αυτή τη μάχη έφυγαν οι Γερμανοί. Να έτσι εξηγείται και η προς τα πίσω διαταγή του Μαραθίτη γιατί να θυσιάσουν κι άλλους Ναζήδες χωρίς λόγο;
Αυτά για την ιστορία και μόνον.
Πριν τελειώσω ας αποτίσουμε φόρο τιμής εις μνήμην των συναδέλφων Μανόλη Μανωλόπουλου Μανόλη Χατζηδάκη, Γιάννη Αθητάκη, Γρηγόρη Ζερβουδάκη, που ήταν πρωτοπόροι του αντιστασιακού αγώνος κατά των κατακτητών.
Έτσι αγαπητοί μας τελείωσα την πορεία αυτή των πέντε εφιαλτικών ετών που η Πατρίδα μας αιμορραγούσε με τα τραύματα του εισβολέα κι εμείς τα παιδιά της δεχόμαστε καρτερικά τον αντίκτυπο των πόνων που δοκίμαζε τραυματισμένη και αιμορραγούσα”.