Αισθηματικές ιστορίες για όλες τις ηλικίες…
ΚΙ ΑΝ ΣΟΥ ΚΑΤΣΕΙ;
WHATEVER WORKS
Σκην.: Γούντυ Άλεν
Πρωτ.: Λάρυ Ντέιβιντ, Έβαν Ρέιτσελ Γουντ, Πατρίσια Κλάρκσον, Κόνλεθ Χιλ, Κάρολιν Μακόρμικ, Χένρυ Καβίλ, Κρίστοφερ Άιβαν Γουέλτς, Εντ Μπέγκλεϊ Τζ.
Ο Μπόρις Γιέλνικοφ έχει χωρίσει από τη γυναίκα του και ζει μόνος του, παραδίδοντας μαθήματα σκακιού σε μικρά παιδιά για να κερδίζει το ψωμί του. Μια μέρα βρίσκει στα σκαλιά του την πανέμορφη νεαρή Μέλοντι, την οποία φιλοξενεί απρόθυμα αλλά σταδιακά αναπτύσσουν μια σχέση συμπάθειας, καθώς κι εκείνη αρχίζει να συνηθίζει τις παραξενιές του.
Αν σας λέγαμε περισσότερα θα ήταν άδικο για το σενάριο του Άλεν, που όπως και τα υπόλοιπα που έχει γράψει, τελειώνουν πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι αρχίζουν, καθώς ο 74χρονος σκηνοθέτης μετά από 41 ταινίες δεν έχει κουραστεί να επαναλαμβάνει ότι κανείς ποτέ δεν ξέρει τι μπορεί να του συμβεί σ’ αυτή τη ζωή, προσγειώνοντας τους ρομαντικούς που πιστεύουν στον αιώνιο έρωτα.
Αυτό που διατηρεί το ενδιαφέρον στις ταινίες του Άλεν, παρά τη σταθερά ετήσια παράγωγή τους, είναι η παραλλαγή που αποδίδει κάθε φορά ένας καινούριος ηθοποιός στον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα ο οποίος ακολουθεί σχεδόν πάντα τον ίδιο τύπο, βασισμένο στην περσόνα του σκηνοθέτη. Εδώ ο Άλεν ανακαλύπτει το ιδανικό alter ego του στο πρόσωπο του Λάρυ Ντέιβιντ, ενός από τους πιο επιτυχημένους κωμικούς στις Η.Π.Α. αλλά δυστυχώς ελάχιστα γνωστός στη χώρα μας. Συν-δημιουργός μιας από τις πιο επιτυχημένες κωμικές σειρές στην ιστορία της αμερικανικής τηλεόρασης, το «Seinfeld», και πρωταγωνιστής της δικής του επίσης πολύ επιτυχημένης σειράς «Curb your enthusiasm» τα τελευταία εννιά χρόνια, ο Ντέιβιντ χωρίς να είναι ηθοποιός απλώς προσαρμόζει τη δική του περσόνα στο πολύ συγγενικό σύμπαν του Άλεν, ως ο πιο απολαυστικός υποχόνδριος μισάνθρωπος που θυμόμαστε από την εποχή του Τζακ Νίκολσον ως Μέλβιν Γιούνταλ στο «Καλύτερα δε γίνεται». Το σενάριο είναι γρήγορο, σπιρτόζικο, καυστικό, έξυπνο, και υπηρετείται ιδανικά από το καστ που περιλαμβάνει επίσης τις απολαυστικές Γουντ και Κλάρκσον σε ρόλους μάνας και κόρης αντιστοίχως, που ξεκινούν τα γνωστά ‘αλενικά’ μπερδέματα.
Δύο παρατηρήσεις για κλείσιμο: σημειώστε την παρουσία του όμορφου 26χρονου Χένρυ Καβίλ, ο οποίος ήταν ανάμεσα στους φιναλίστ ως ο επόμενος Τζέιμς Μποντ το 2005 αλλά απορρίφθηκε λόγω νεότητας, και αγνοήστε τον κακόγουστο ελληνικό τίτλο που παραπέμπει σε ‘καμάκι’, αδικώντας τον αισιόδοξο πραγματισμό της ταινίας.
ΛΥΚΟΦΩΣ: ΝΕΑ ΣΕΛΗΝΗ
THE TWILIGHT SAGA: NEW MOON
Σκην.: Κρις Γουάιτς
Πρωτ.: Κρίστεν Στούαρτ, Ρόμπερτ Πάτινσον, Κριστίνα Γιατσρέμσκα, Τέιλορ Λότνερ, Μπίλυ Μπερκ, Μάικλ Σιν
Στα γενέθλια της Μπέλα, οι Κάλεν την προσκαλούν σπίτι τους για να γιορτάσει μαζί τους, όπου δέχεται επίθεση από τον Τζάσπερ που αδυνατεί να συγκρατήσει τη δίψα του για αίμα. Ο Έντουαρντ αποφασίζει να την εγκαταλείψει ώστε να μην ξαναβάλει τη ζωή της σε κίνδυνο, αλλά εκείνη θ’ αρχίσει να ρισκάρει επίτηδες τη ζωή της για να προκαλέσει την επιστροφή του. Παράλληλα, ο Τζέικ ανακαλύπτει τις δικές του δυνάμεις και γίνεται πιο διεκδικητικός προς τη Μπέλα.
Αν είστε πάνω από 18 (έστω, πάνω από 25) δε σας αδικώ που δεν ξέρετε ποιος είναι τι στην παραπάνω σύνοψη. Πρόκειται για τη δεύτερη ταινία της λογοτεχνικής τριλογίας του «Λυκόφωτος» της Αμερικανίδας Στέφανι Μάγιερ που από πέρυσι άρχισε να μεταφέρεται στον κινηματογράφο, και μέσα σ’ έναν χρόνο έχει γίνει το καινούριο παγκόσμιο πολιτισμικό φαινόμενο της νεολαίας. Η πρώτη ταινία έφτασε τα 192 εκ. μόνο στις Η.Π.Α., ενώ η δεύτερη έφτασε τα 142 μόνο στις 3 πρώτες μέρες προβολής της, κορυφώνοντας την εκτροχιασμένη εφηβική μανία μιας ολόκληρης χρονιάς και σημειώνοντας το τρίτο μεγαλύτερο ‘άνοιγμα’ στην κινηματογραφική ιστορία.
Το αξιοσημείωτο με τις ταινίες είναι ότι κατάφεραν να δημιουργήσουν μια τεράστιας εμπορικότητας σειρά που για πρώτη φορά απευθύνεται ως επί το πλείστον σε νεαρά κορίτσια. Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με τις μετρήσεις της παραγωγού εταιρείας, το 80% το θεατών που παρακολούθησαν την ταινία το πρώτο τριήμερο ήταν γυναίκες, και το 50% ήταν κάτω των 21 ετών. Ακόμη όμως κι αν δεν είχαμε στη διάθεσή μας τα συγκεκριμένα νούμερα, δεν είναι πολύ δύσκολο να εντοπίσει κανείς τα στοιχεία που διαχωρίζουν τη σειρά από τις συνηθισμένες στο είδος της φαντασίας. Η υποβάθμιση των σκηνών δράσης, τα ερωτικά αντικείμενα και η μεταχείριση του κεντρικού διλήμματος είναι τρεις αφηγηματικοί παράμετροι που φανερώνουν το κύριο κοινό των ταινιών.
Παρότι πρόκειται για μια παραλλαγή της γνωστής προαιώνιας έχθρας ανάμεσα σε βρικόλακες και λυκανθρώπους, η σειρά δίνει ελάχιστη έμφαση στη δράση, ποσοτικά και ποιοτικά. Και οι δύο μέχρι τώρα ταινίες διαρκούν κάτι παραπάνω από δύο ώρες, διάστημα στο οποίο οι σκηνές δράσης καταλαμβάνουν ελάχιστο χρόνο. Ακόμη κι όταν ξεσπά διαμάχη ανάμεσα σε χαρακτήρες αυτή είναι σύντομη και σκηνοθετημένη χωρίς έμφαση στις διάφορες ιδιομορφίες της δράσης (αγωνία, διορίες, αληθοφάνεια, εφέ κτλ.). Αντιθέτως, η αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο φυλές υποβαθμίζεται και προσωποποιείται στους δύο αντίζηλους της Μπέλα. Το σενάριο δεν ενδιαφέρεται τόσο για τις συνθήκες που κρατούν τις δύο πλευρές σε επιφυλακή, παρότι τις εκθέτει και τις χρησιμοποιεί για να προωθήσει περιστασιακά την πλοκή. Το κύριο σεναριακό διακύβευμα είναι το ερωτικό τρίγωνο Τζακ-Μπέλα-Έντουαρντ, γι’ αυτό και όποια πληροφορία δίνεται για την έχθρα ανάμεσα στα δύο είδη τεράτων, αξιοποιείται από την πλοκή προς όφελος του ερωτικού ανταγωνισμού. Όσο, για το τρίτο στοιχείο, δε χρειάζεται οξυδέρκεια για να διαπιστώσει κανείς ότι οι δύο νεαροί αντίζηλοι κυκλοφορούν ημίγυμνοι την περισσότερη ώρα της ταινίας, ενώ η Μπέλα είναι ντυμένη σαν κρεμμύδι.
Θυμάστε τα «Underworld»; Ίδιο θέμα, πανέμορφη γυναίκα πρωταγωνίστρια (Κέιτ Μπέκινσεϊλ) αλλά επρόκειτο για θέαμα προορισμένο στους άντρες. Η Μπέκινσεϊλ ντυμένη με μαύρη ασφυκτικά στενή δερμάτινη στολή, τακούνια-στιλέτο, και πολλά όπλα στα χέρια της. Εδώ έχουμε όμορφα νεαρά αγόρια που κυκλοφορούν χωρίς πουκάμισα, να διεκδικούν μια επίσης όμορφη (αλλά με υποτονισμένη σεξουαλικότητα), έξυπνη, αντι-συμβατική κοπέλα μέσα σ’ έναν αρχέγονο ανταγωνισμό τεράτων, που όμως εκτυλίσσεται περισσότερο στο σχολείο και στα σπίτια των ηρώων παρά σε απόκοσμες τοποθεσίες (παρότι το δάσος ένα έξυπνο, απλό και λειτουργικό σκηνικό υποκατάστατο).
Μια ρομαντική γυναικεία φαντασίωση ανεκπλήρωτου έρωτα, δοσμένη με την ανάλογη μελαγχολική ατμόσφαιρα της εφηβικής ανησυχίας, αλλά με σκηνοθετικούς και σεναριακούς περιορισμούς που μικραίνουν την εμβέλεια της απήχησής της (οι καρικατούρες Βολτούρι, η ερωτική μονομανία του σεναρίου, οι χαρακτήρες που δεν ξεπερνούν τις εφηβικές διαστάσεις τους όσο μπλαζέ κι αν δείχνουν).