“Είμαστε έτοιμοι για έναν έντιμο διάλογο;”

Πρύτανης ΠΚ Γ. Παλλήκαρης για συνεργασία ΑΕΙ - ΤΕΙ


«Είμαστε έτοιμοι για έναν έντιμο διάλογο για τη συνεργασία μεταξύ ΑΕΙ-ΤΕΙ;» αναρωτιέται ο πρύτανης του πανεπιστημίου Κρήτης Γιάννης Παλλήκαρης, με αφορμή τις τελευταίες εξαγγελίες του Υπουργού Παιδείας σχετικά με τις αναδιαρθρώσεις στο χώρο της εκπαίδευσης που προβλέπονται από το νέο νομοσχέδιο για τα ΤΕΙ και οι οποίες, όπως επισημαίνει, γεννούν αρκετές απορίες και εμπεριέχουν πολλές αντιφάσεις.

Η βασικότερη απορία αφορά την μεθοδευμένη τακτική του Υπουργείου να προκαλεί εντυπώσεις μέσω ανακοινώσεων περί “ανωτατοποίησης” της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, χωρίς την οποιαδήποτε προηγούμενη συζήτηση με του Πρυτάνεις των Ιδρυμάτων που αυτή τη στιγμή εκπροσωπούν την τριτοβάθμια εκπαίδευση, λέει ο πρύτανης του πανεπιστημίου Κρήτης και συνεχίζει «Είναι σαφές ότι η κατευθυντήρια γραμμή του Υπουργείου να αναβαθμίσει τον ρόλο των ΤΕΙ, μέσω ενός νέου χωροταξικού σχεδιασμού για την εκπαίδευση θα έπρεπε να είχε ανοίξει διαύλους επικοινωνίας με τα Πανεπιστήμια. Όχι αποκλειστικά γιατί ο ρόλος και το αντικείμενο σπουδών των ΑΕΙ είναι αναβαθμισμένος σε σύγκριση με τα ΤΕΙ, αλλά επειδή τα Πανεπιστήμια έχουν σημαντική εμπειρία στην διατμηματική οργάνωση σπουδών και ερευνητικών εργαστηρίων, διαθέτοντας την απαραίτητη τεχνογνωσία και προηγμένο εργαστηριακό εξοπλισμό. Ασφαλώς, δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι υπάρχουν Τμήματα στα ΤΕΙ που λειτουργούν υποδειγματικά, παρέχοντας σημαντικό ερευνητικό έργο, πολλές φορές μάλιστα ανώτερο από εκείνο μερικών Τμημάτων ΑΕΙ, μέσω εστιασμένης επιστημονικής κατεύθυνσης και που έχουν ήδη συνάψει εξαιρετικές συνεργασίες και σε μεταπτυχιακό επίπεδο αλλά και στον ερευνητικό χώρο με αντίστοιχα ΑΕΙ».

Η σημαντικότερη αντίφαση, σύμφωνα με τον κ.Παλλήκαρη, πηγάζει από το γεγονός ότι η πρόθεση του Υπουργείου να ενδυναμώσει τα ΤΕΙ μέσω της συνεργασίας με τα Πανεπιστήμια δεν συμβαδίζει απολύτως με την πρόσφατη απόφαση για την ίδρυση 13 νέων “περιφερικών” Τμημάτων στα ΤΕΙ. «Πιο συγκεκριμένα, ενώ το Υπουργείο επιθυμεί να δημιουργήσει μια νομοθετημένη συνεργασία μεταξύ των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ, όσον αφορά στην κοινή διοργάνωση προπτυχιακών σπουδών, εργαστηρίων, μαθημάτων, πρακτικών ασκήσεων και διπλωματικών εργασιών, ιδρύει “απομονωμένα” νέα τμήματα ΤΕΙ στην περιφέρεια, βασιζόμενο σε καθαρά τοπικο-οικονομικά κριτήρια. Ο Υπουργός πρέπει να απαντήσει, έχοντας σαφές πλάνο, με ποιον τρόπο θα μπορέσουν να συνεργαστούν τα υπό ίδρυση νέα Τμήματα στην Ηγουμενίτσα, την Κοζάνη, τα Γρεβενά, τη Λευκάδα, τη Ζάκυνθο, τον Αγ. Νικόλαο κλπ. με Πανεπιστημιακά Τμήματα αντίστοιχου γνωστικού αντικειμένου που εδρεύουν σε άλλες πόλεις. Μήπως αυτό θα ήταν πιο εφικτό να επιτευχθεί αν είχαν παρακαμφθεί πελατειακά συμφέροντα πολιτικών και βουλευτών για δημιουργία νέων Τμημάτων ΤΕΙ στις περιφέρειές τους, διότι από ότι είναι γνωστό όλα τα νέα Τμήματα έχουν “ονοματεπώνυμο”;» λέει ο ίδιος και συνεχίζει «Αν η γραμμή του Υπουργείου να προωθήσει αυτές τις συνεργασίες είναι πραγματική, τότε γιατί ανάλογη προσπάθεια συνεργασίας προ τριετίας από το Πανεπιστήμιο και το ΤΕΙ Κρήτης για την ίδρυση προπτυχιακού προγράμματος Σπουδών στην “Οπτική και Οπτομετρία” δεν υπαγόταν στις “προτεραιότητες του Υπουργείου κατά την παρούσα φάση”, σύμφωνα με τον τέως υφυπουργό κ. Ταλιαδούρο; Και αφού το υπουργείο δεν είχε στα πλάνα του τέτοιες συνεργασίες, γιατί έδωσε το πράσινο φως για τη λειτουργία δύο πανομοιότυπων τμημάτων σε παραρτήματα περιφερικών ΤΕΙ (από το 2008 στο Αίγιο και το 2010 στην Ηγουμενίτσα) όπου απουσιάζει οποιαδήποτε υποστηρικτική υποδομή, με κριτήριο την ανάπτυξη της περιφέρειας (επίσημη απάντηση Υπουργείου Εθνικής Παιδείας, με ημερομηνία 28/5/2009) ενέχοντας τον κίνδυνο δημιουργίας νέων θνησιγενών τμημάτων σε ένα αντικείμενο με μεγάλες απαιτήσεις και επαγγελματικές προοπτικές;».

Καταλήγοντας, ο κ.Παλλήκαρης λέει πώς είναι δυνατόν να αναφερόμαστε για αξιοκρατική αξιολόγηση και σοβαρό προγραμματισμό Παιδείας όταν δυστυχώς ένα υψηλό προϊόν εκπαίδευσης και γνώσης (Οπτική-Οπτομετρία-Οφθαλμολογία) που αποτελεί πρότυπο εφαρμογής στην Κρήτη, όπου υπάρχει συσσώρευση υποδομών, τεχνογνωσίας και ανθρώπινου δυναμικού με διεθνή αναγνώριση, αγνοείται από την ίδια την Πολιτεία;