Του Ν. Τσαγκαράκη
Γιγάντια εξωγήινα ρομπότ που μεταμορφώνονται, ασταμάτητες εκρήξεις και καταστροφή. Αφήστε το μυαλό στην είσοδο και απολαύστε…

TRANSFORMERS:
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΗΤΤΗΜΕΝΩΝ
TRANSFORMERS: REVENGE OF THE FALLEN

Σκην.: Μάικλ Μπέι
Πρωτ.: Σάια ΛαΜπαφ, Μέγκαν Φοξ, Τζον Τορτούρο, Πήτερ Κάλεν (φωνή Όπτιμους Πράιμ), Χιούγκο Γουίβινγκ (φωνή Μέγκατρον), Τόνυ Τοντ (φωνή Έκπτωτου), Τζος Ντουαμέλ, Ταϊρίζ Γκίμπσον, Κέβιν Νταν, Τζούλυ Γουάιτ

Για κάποιον λόγο που δεν έχει και πολλή σημασία να συγκρατήσει κανείς, τα Decepticons επιστρέφουν υπό την ηγεσία του Έκπτωτου, ενός ακόμη πιο μεγάλου, μοχθηρού και ικανού ρομπότ, με στόχο ως συνήθως την καταστροφή του πλανήτη. Στον δρόμο τους θα βρεθούν φυσικά ο Σαμ με τη Μικαέλα και τους Autobots, των οποίων ηγείται όπως πάντα ο Optimus Prime.
Πρόκειται για συνέχεια της πρώτης ταινίας του 2007, η οποία είχε σημειώσει τεράστια εμπορική επιτυχία, ξεπερνώντας τα 700 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως, κάτι που η δεύτερη ταινία δε θα δυσκολευτεί καθόλου να επαναλάβει. Για να ξεμπερδέψουμε από την αρχή με τη γκρίνια της κριτικής, το φιλμ έχει ακριβώς τα ίδια ελαττώματα με το προηγούμενο, καθώς και με πολλές από τις ταινίες του Μπέι. Η πλήρης αδιαφορία για τη δημιουργία συγκροτημένων χαρακτήρων (έστω και για τα μέτρα ενός blockbuster), ο ξεδιάντροπος μιλιταρισμός (οι ταινίες του αποτελούν την καλύτερη διαφήμιση για το μέγεθος και την τεχνολογική υπεροχή του οπλοστασίου, καθώς και για την επιχειρησιακή ετοιμότητα των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων σε οποιοδήποτε μέρος της Γης), το κακόγουστο, παιδαριώδες χιούμορ (η μητέρα που τρώει κέικ μαριχουάνας είναι μόνο ένα από τα πολλά παραδείγματα), η εξουθενωτική προσήλωση στη δράση που ακυρώνει σχεδόν οποιαδήποτε άλλη πλευρά της ιστορίας.
Κι αφού ξαναπούμε -σε περίπτωση που δεν το έχει καταλάβει κανείς μέχρι τώρα- ότι η ταινία είναι φτιαγμένη για ένα παιδικό/ εφηβικό/ νεαρό κοινό, να προσθέσουμε ότι εμάς μας άρεσε επειδή όχι απλώς δεν προσπαθεί ούτε δευτερόλεπτο να κρύψει τις προθέσεις της, αλλά τις ζωντανεύει με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο που της επιτρέπει αυτή τη στιγμή η κινηματογραφική τεχνολογία. Αν πρόκειται δηλαδή να θυσιαστούν οι βασικές αφηγηματικές μας απαιτήσεις, ας είναι τουλάχιστον για άψογα ψηφιακά εικονογραφημένα γιγάντια ρομπότ που μεταμορφώνονται σε αυτοκίνητα, άλλα οχήματα και κάθε είδους ηλεκτρονικά αντικείμενα και απειλούν την επιβίωση του πλανήτη.
Θέλω να πω, ότι οι ταινίες του Μάικλ Μπέι έχουν πάντοτε πολύ συγκεκριμένες απολαύσεις να προσφέρουν, που ενδεχομένως να μην αφορούν τους περισσότερους θεατές (κανείς δεν υποχρεώνει κανέναν ν’ απολαμβάνει ένα συγκεκριμένο τύπο κινηματογράφου, καλλιτεχνικά ‘ευυπόληπτο’ ή ‘ανυπόληπτο’), αλλά είναι ειλικρινείς, καθώς αποσκοπούν αποκλειστικά στον κατακλυσμό του θεατή με πλούσιες, γρήγορες εκρηκτικές εικόνες που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή των ηρώων, τονίζοντας ακριβώς την ικανότητα των τελευταίων ν’ αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του σεναρίου και να επιβιώσουν μέσα στη συσσωρεμένη αντιξοότητα (ρομαντικός ηρωισμός στην τεχνολογική εποχή).
Για τον Μπέι μπορεί να μην έχει σημασία η εξιστόρηση, ο σχηματισμός των χαρακτήρων, η κλιμάκωση της ιστορίας κτλ., αλλά είναι ένας εξαιρετικός ενορχηστρωτής της έκρηξης, της καταδίωξης και της καταστροφής. Για να απολαύσει κανείς μια ταινία του Μπέι, θα πρέπει να τη δει με το μυαλό ενός παιδιού, αναζητώντας την απόλαυση που αντλούσε όταν έπαιζε ο ίδιος ως παιδί με παρόμοια παιχνίδια στα χέρια του- οπτική που τα «Transformers», ακριβώς εξαιτίας των καταβολών τους από τη σειρά παιχνιδιών της Hasbro, υπηρετούν καλύτερα από κάθε άλλο προηγούμενο εγχείρημα του Μπέι, και ίσως γι’ αυτό αποτελούν και τις μεγαλύτερες επιτυχίες της καριέρας του (η δεύτερη ταινία συγκέντρωσε παραπάνω από 200 εκατομμύρια στις Η.Π.Α. μόλις τις πέντε πρώτες μέρες προβολής της, όσα δηλαδή είχε κάνει ο «Αρμαγεδδών» σε ολόκληρη την πορεία του το 1998). Δεν έχουν πολλή σημασία οι μεταβάσεις της πλοκής, οι συσχετισμοί των χαρακτήρων, η αληθοφάνεια των καταστάσεων, τα οποία παρατίθενται σε απλοϊκό επίπεδο, επειδή προτάσσεται ο χρόνος που καταναλώνει ο θεατής με τα ρομπότ.
Η ποικιλία, η εμφάνιση, οι δεξιότητες, η κινησιολογία, ο οπλισμός, η καταστροφή, η ενσάρκωση μια ανώτερης ευφυΐας, η οπτική ‘εκ των άνω’ προς ένα υποδεέστερο τεχνολογικά ειδος όπως οι άνθρωποι, η απλή αλλά έγκυρη ενσάρκωση του καλού και του κακού ανάμεσα στον Optimus Prime και τον Megatron, όλα είναι μέρος της απόλαυσης του φιλμ, μαζί με τα στρατιωτικά ‘παιχνίδια’ του σεναρίου, τον εφηβικό σεξισμό και οτιδήποτε άλλο μπορεί να συνοψιστεί στη σύντομη αλλά περιεκτικότατη φράση: boys with toys. Ρομπότ, όπλα και η Μέγκαν Φοξ: μια αγορίστικη φαντασίωση που όσο σίγουρα δεν είναι η καλύτερη ταινία του καλοκαιριού, εξίσου σίγουρα είναι η πιο εντυπωσιακή.