Από το Δημήτρη Σάββα

Επιπλοποιοί και μαραγκοί στο παλιό Ηράκλειο

Τότε που η εργασία γινόταν με τα χέρια


Τον θυμάμαι με τις ώρες σκυμμένο πάνω στον πάγκο του να δουλεύει ασταμάτητα. Να χαίρεται αυτό που κάνει. Ήρεμος, χαμογελαστός, πάντα ενημερωμένος, αυστηρός, αλλά προσιτός, μας κοιτούσε μέσα από εκείνα τα κομμένα γυαλιά του, μ’ ένα βλέμμα. Πάντοτε συμβουλευτικός. Λες και τον βλέπω μπροστά μου μ’ εκείνη τη μεγάλη ποδιά που σε πολλά σημεία είχε κομμάτια αποξηραμένης κόλλας “Ατλακόλλα” αν θυμάμαι καλά την έλεγαν, την οποία οι επιπλοποιοί και οι μαραγκοί χρησιμοποιούσαν συχνά στην εργασία τους. Κι εκείνος ο στενόμακρος πάγκος, τί και τί δεν είχε επάνω του! Μια μέγκενη καλοστερεωμένη, κουτιά με καρφιά, βίδες, πόμολα, κλειδαριές διαφόρων τύπων. Φυσικά δυο με τρεις “πλάνες” διαφόρων μεγεθών, ρουκάνι, σκεπάρνι, σφυριά, σκαρπέλο, λίμες και κάμποσες σμίλες πιο στενές αλλά και πιο φαρδιές, ακόμη και κάποια πριόνια, σάρακες όπως τα λένε οι παλιότεροι.

Παραδίπλα, δυο τρίποδα με μια επίπεδη επιφάνεια και εκεί επάνω έβλεπες όλο και κάποιο μισοτελειωμένο έπιπλο. Αυτό ήταν το εργαστήριο, το επιπλοποιείο του μπάρμπα μου του Γιωργάκη, όπως τον έλεγα. Θεός σχωρέστον! Πόσα καλοκαίρια περνούσα εκεί, κάνοντας διάφορα αμπασοδούλια και φυσικά παρέα με τον ξάδερφό μου τον Κώστα, ο οποίος είχε μάθει αρκετά μυστικά από την τέχνη αυτή και σήμερα είναι καθηγητής φιλόλογος στη Θεσσαλονίκη. Καλή του ώρα. Και όταν ήταν να μεταφέρουμε ντουλάπες, ή κομοδίνα, ή σύνθετα, σε διάφορα σπίτια του χωριού μου, ο μπάρμπας μου κρατούσε μπροστά και εγώ με τον ξάδερφό μου πίσω. Έτσι μεταφέραμε τα έπιπλα στα νέα νοικοκυριά, πάντοτε προσεκτικοί μην τα κτυπήσουμε σε καμμιά γωνιά, γιατί τότε “μαύρη μας μοίρα”! Πάντοτε έβρισκε το χρόνο να μας συμβουλεύει και να μας προτρέπει να μάθουμε γράμματα, να γίνουμε άνθρωποι, ν’ αγαπάμε την εργασία και να είμαστε χρήσιμοι στην κοινωνία. Τιμώντας... τη μνήμη αυτού του ανθρώπου, θέλω με το σημερινό πόνημά μου να αναφερθώ σ’ αυτούς τους ανθρώπους, τους επιπλοξυλουργούς της πόλης μας, οι οποίοι προπολεμικά αλλά και μεταπολεμικά, με μόχθο και μεράκι έχουν βάλει τη δική τους σφραγίδα. Προτού ακόμα ξεσπάσει η λαίλαπα των αλουμινένιων κουφωμάτων και των ετοίμων επίπλων, τα έργα τους μιλάνε από μόνα τους. Οι επιπλοποιοί και οι ξυλουργοί ήταν μια ανήσυχη συντεχνία, με πολλές δραστηριότητες, με αγωνιστική διάθεση και δράση. Πάντοτε με λόγο και υπεύθυνη στάση απέναντι στα πολλά και καυτά προβλήματα που αντιμετώπιζε και τότε η κοινωνία. Από την εφημερίδα “Ελευθέρα Σκέψη” στις 12 του Απρίλη το 1936, ο τότε πρόεδρός τους Κώστας Παπαδάκης κάνει λόγο για τους επαγγελματίες οι οποίοι μαζί με τους αγρότες, αφενός αποτελούν την βάση στην οποία στηρίζεται το κοινωνικό σύστημα και αφετέρου αυτές οι τάξεις είναι από τις πλέον εγκαταλελειμμένες και αδικημένες και πως καμμιά κυβέρνηση μέχρι τότε δεν έχει δώσει την απαραίτητη προσοχή, ούτε και έχει λάβει τα αναγκαία προστατευτικά μέτρα γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Δυστυχώς, η ιστορία πάντοτε επαναλαμβάνεται. Ας δούμε όμως το κείμενο του προέδρου των επιπλοποιών, τί αναφέρει:

“Πρώτα - πρώτα, καθήκον μου θεωρώ να σας ευχαριστήσω δια τον αγώνα τον οποίον αναλάβετε να συνδράμετε τον καταδυναστευόμενον επαγγελματικόν κόσμον, ο οποίος μαζί με τον αγρότην, είναι η πλειά εγκαταλελειμμένη και η πλειά αδικημένη τάξις. Να γνωρίζετε δε ότι άπασα η τάξις μας θα σας ευγνωμονή.

Ο επαγγελματίας μαζί με τον αγρότην, που αποτελούν τα δυο σκέλη που στηρίζεται το σημερινόν κοινωνικόν συγκρότημα, είναι η τάξις που πληρώνει όλα τα σπασμένα. Είναι η τάξις εις της οποίας την πλάτη φορτώνεται η κάθε στραβοτιμονιά της κάθε κυβερνήσεως. Είναι η τάξις που ο τρομερός ανταγωνισμός των κομμάτων στη ράχη της ξεσπάει.

Ουδεμία δε κυβέρνησις μέχρι σήμερον έλαβε μέτρα προστατευτικά δια την τάξιν μας. Παρ’ όλα τα υπομνήματα τα οποία κατά καιρούς δια των ανωτέρων μας αρχών (Επιμελητηρίων) εις όλας τας κυβερνήσεις υπεβάλαμεν, και παρ’ όλας τας υποσχέσεις που ελαμβάναμεν από όλας γενικώς τας κυβερνήσεις, δυστυχώς από καμμίαν μέχρι σήμερον δεν είδομεν θεραπείαν του κακού.

Και έτσι ο επαγγελματίας της μεταπολεμικής εποχής πάσχει από τον υπερεπαγγελματισμόν, αποτέλεσμα εν πολλοίς της αστυφιλίας, η οποία ανεπτύχθη μεταπολεμικώς και αφ’ ετέρου των επανειλημμένων εκκαθαρίσεων που έκαναν αι διάφοροι κυβερνήσεις, αναστείλασαι την μονιμότητα, δια να προσκομισθούν κομματικά οφέλη, ως και των αθρόων αποτάξεων αξιωματικών. Διότι οι ούτω δημιουργηθέντες αιφνιδιαστικώς άνεργοι, ως επαγγελματίαι μόνον ηδύναντο του λοιπού να ζήσουν.

Η μάζα λοιπόν όλη αυτή είναι που αποτελεί την ατελεύτητο ουρά του υπερεπαγγελματισμού, φθίνουσα και πάσχουσα, συμπαρασύρρουσα και όλον τον άλλον επαγγελματικόν κόσμον εις την μιζέριαν. Και αυτά μεν έχομεν όσον αφορά την επαγγελματικήν τάξιν, αλλά ας ίδωμεν τώρα και τον βιοτέχνην.

Ο βιοτέχνης, επειδή χρειάζεται σειράν ετών δια την εκμαθησιν της τέχνης του, δεν αντιμετωπίζει τον πρώτον τυχόντα ως συναγωνιστήν όπως ο επαγγελματίας. Αλλά οι αθρόως προσερχόμενοι μικροί (παραγιοί) που εξελίσσονται συν τω χρόνω εις μικροκαλφάδες και τεχνίτας, ουχί τελείως κατηρτισμένους αφού δεν υπάρχει ειδική σχολή και οι οποίοι δεν έχουν μακράν πείραν, ανοίγοντες καταστήματα με το πρώτο φύσημα, γίνονται καταστηματάρχαι ελλειπείς. Και εις προγενέστερα μεν έτη, με την αθρόαν εγκατάστασιν των προσφύγων που έχουν να συμπληρώσουν πολλάς ανάγκας και ελλείψεις ως και χάρις εις την καλήν σταφιδοπαραγωγήν και τας καλάς τιμάς αυτής των προτελευταίων ετών, είχε δημιουργηθή μια αρκετά ζωηρά κίνησις εις την αγοράν και το κακόν δεν εφαίνετο.

Εσχάτως όμως οι εξευτελιστικαί τιμαί των σταφίδων που δεν καλύπτουν ούτε τα καλλιεργητικά έξοδα και η υπερπλήρωσις των αναγκών των προσφύγων, ρίπτουν εις την κρίσιν όλον τον επαγγελματικόν κόσμον και ιδίως τας βιοτεχνίας ως η των επιπλοποιών που η ανάπτυξις της προϋποθέτει ευτυχίαν, διότι τα είδη της δεν είναι της πρώτιστης ανάγκης.

Όταν δε προ ημερών εκλήθην υπό του κ. εφόρου ως μέλος της επιτροπής δια την κατάταξιν των νέων καταστηματαρχών επιπλοποιών Ηρακλείου, έμεινα κατάπληκτος όταν αντίκρυσα αρκετά ογκώδη φάκελλον πλέον των τριάκοντα δηλώσεων νέων επιπλοποιών. Και τα καταστήματα ούτα ήνοιξαν από 1934 και εξής εις χρονικόν διάστημα δύο ετών. Γνωστού δε όντος, ότι εις κάθε χωριό ευρίσκεται από ένας και εις μεγαλύτερα και δύο - τρεις επιπλοποιοί καταστηματάρχαι, δύναται κανείς να φαντασθή εις ποίον βαθμόν υπερεπαγγελματισμού έχομεν φθάσει. Και υπερεπαγγελματισμός θα πη άγριος συναγωνισμός, ώστε να βλέπετε εργασίες να αναλαμβάνονται από καταστηματάρχας εις τιμάς τόσον εξευτελιστικάς, που ούτε το ημερομίσθιον του πιο μικρού καλφαδακιού να φθάνη.

Αλλά ας κυττάξωμεν τώρα και τον πελάτην που όταν υπό αυτάς τας συνθήκας δώση δουλειά και εις την παραλαβήν και εις την πληρωμήν είναι όλο μιζέρια.

Βεβαίως εις καλλιτέραν μοίραν δεν ευρίσκεται και ο εργάτης. Αλλά ο εργάτης δια των οργανώσεών του, οργανώσεων κατά πολύ καλλιτέρων του εργοδότου, ανεξαρτήτως του τι έχει πετύχει μέχρι σήμερον από ημάς, επιτυγχάνει και συνδρομάς Δήμων και Κυβερνήσεων. Και κάτι κάνει για να μην πεινά τελείως. Αλλά ο δήθεν επαγγελματίας, τον οποίον θέτουν σε κάποιο δήθεν ανώτερον επίπεδον αι διάφοροι συνθήκαι, ντρέπεται να παρουσιασθή εις τον Δήμον και την Κυβέρνησιν και να ζητήση συνδρομήν.

Μη ως δε οργανωμένος όπως πρέπει, πάσχει κυριολεκτικώς. Και επομένως ο δυστυχής επαγγελματίας θεωρητικώς μεν ευρίσκεται εις “ανώτερον” επίπεδον, πραγματικώς όμως πένεται.

Κ. Παπαδάκης

Πρόεδρος

Συνδέσμου Επιπλοποιών”.

Τόσο από πληροφορίες του αείμνηστου Μηνά Βαρδαβά αλλά κυρίως από ζωντανές μαρτυρίες ανθρώπων που υπηρέτησαν και υπηρετούν αυτό το επάγγελμα ή άλλων που το έζησαν από κοντά και σήμερα παρουσίαζονται πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία. Ποιοί ήταν αυτοί οι παλιοί επιπλομαραγκοί; πού είχαν τα μαγαζιά τους; με ποιούς συνεργάζονταν; Πώς γιόρταζαν; και τηρούσαν με ευλάβεια την γιορτή της Υπαπαντής και τόσα άλλα. Ο συνάδελφος Γιώργος Σαλούστρος θυμάται τον πατέρα του με τον συνέταιρό του και συγκινείται. Αναπολεί εκείνα τα χρόνια, θυμάται τις εκδηλώσεις του Σωματείου των Επιπλοξυλουργών και διατηρεί ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό της δεκαετίας του ’60. Ο κύριος Αντώνης Κασαπάκης, γνωστός στην αγορά του επίπλου που σήμερα διατηρεί σπουδαία επιχείρηση με τα παιδιά του, μας λέει:

“Δύσκολα εκείνα τα χρόνια αλλά και ευχάριστα. Έμαθα την τέχνη του επιπλοποιού κοντά σ’ ένα σπουδαίο μάστορα, τον Τερζάκη. Θυμάμαι στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου να υπάρχουν ξυλουργικά μηχανήματα όπου πήγαιναν οι τεχνίτες, κάθονταν μια ώρα για παράδειγμα, έκοβαν τα ξύλα όπως τα χρειάζονταν και πήγαιναν στα μαγαζιά τους και τα συναρμολογούσαν. Εκεί, στο εργοστάσιο ξυλουργικής του Αγίου Πέτρου, ήταν η κυρία Βούλα που κανόνιζε τα πάντα όσον αφορά στην εργασία μας”.

Ακόμα ο κ. Σάββας Στρατάκης, συνταξιούχος επιπλοποιός σήμερα, μας λέει: “Το 1935, ήμουν δέκα χρονών και ήρθα στο Ηράκλειο από τ’ Ανώγεια. Τα δυο πρώτα χρόνια είχα ένα καρότσι και πουλούσα τσιγάρα και καφέδες, μετά δούλευα σ’ ένα περίπτερο κοντά στη Λότζια και τέλειωσα το νυχτερινό σχολείο αφού τη μέρα έπρεπε να δουλεύω. Έμαθα την τέχνη του επιπλοποιού στον Κουτάντο, δωρεάν για έξι μήνες και μετά μου έδινε κάποιο χαρτζιλίκι. Έμεινα εκεί μέχρι την κήρυξη του πολέμου. Επανήλθα στην εργασία μου μεταπολεμικά και ασχολήθηκα με το κλασσικό έπιπλο. Τα τελευταία χρόνια έφτιαχνα παραδοσιακό κρητικό ξυλόγλυπτο έπιπλο. Αγάπησα υπερβολικά αυτό το επάγγελμα και πήρα πάρα πολλά πράγματα απ’ αυτό. Θυμάμαι την καθιερωμένη γιορτή της Υπαπαντής στον Μικρό Άγιο Μηνά, όπου ο Αρχιεπίσκοπος τραβούσε κλήρο και την Εικόνα την έπαιρνε κάποιος συνάδελφος ο οποίος έκανε και τραπέζι στους υπολοίπους. Τη βραδιά της Υπαπαντής γινόταν γλέντι και τα έσοδα από τους λαχνούς πήγαιναν στο ταμείο αλληλεγγύης. Τα χρήματα αυτά πήγαιναν σε κάποιον από τους συναδέλφους όταν πάθαινε κάποιο ατύχημα στην εργασία του. Πάντα είχαμε ατυχήματα. Επί των ημερών μας έγινε ο Συνεταιρισμός και το πιο βασικό είναι ότι ο κλάδος μας συμφιλιώθηκε. Είχαμε τον Παραγωγικό Συνεταιρισμό Τεχνικής Επεξεργασίας Ξύλου, ΤΕΞ στο Μέγαρο Φυτάκη. Μέσα της δεκαετίας του ’60 μας επισκέφθηκε ο υπουργός Μαρής. Ήμουν πρόεδρος της ΤΕΞ και όταν ήρθε η χούντα με έπαψε και διόρισε συμβούλιο της αρεσκείας της. Σχεδιάζαμε να δημιουργήσουμε Σχολή Ξυλογλυπτικής και Σχολή Μάθησης της Τέχνης του Επιπλοποιού, παίρνοντας 12.000 μέτρα οικόπεδο στο Λίντο, το οποίο μας το παραχώρησε η Γεωργική Υπηρεσία. Όμως όλα αυτά μας τα ανέτρεψε το καθεστώς της χούντας και δεν έγινε τίποτα. Μετά την μεταπολίτευση υπήρξα πρόεδρος της Ομοσπονδίας Επαγγελματοβιοτεχνών Νομού Ηρακλείου”.

Ο κ. Σάββας Στρατάκης για λίγο σιωπά, δεν θέλει να μιλήσει άλλο για τον εαυτό του, όμως με την κουβέντα σιγά - σιγά που έχω μαζί του, μαθαίνω ότι υπήρξε σύμβουλος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξύλου, πρόεδρος Συνταξιύχων ΤΕΒΕ, Αντιπρόσωπος Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματοβιοτεχνών Ελλάδας και διετέλεσε επίσης και μέλος στο 25μελές της Ομοσπονδίας Συνταξιούχων ΤΕΒΕ. Η προσφορά του κ. Σάββα όμως δεν σταματάει εδώ. Υπήρξε ιδρυτής και πρόεδρος του Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Επιπλοξυλουργών. Ευγενικά μου παραχώρησε αντίγραφο του καταλόγου των μελών του Σωματείου Επιλοξυλουργών Νομού Ηρακλείου το οποίο βρίσκεται στο τμήμα Αρχείων της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Στον κατάλογο αυτό αναγράφονται όλα τα ονόματα των επιπλοξυλουργών του νομού μας. Εκεί βρίσκεται το όνομα του καλού μου φίλου, σημερινού επιπλοποιού Γιάννη Μαστοράκη, τότε που είχε το μαγαζί του στην οδό Γιαννίκου 8, του κ. Αντώνη Κασαπάκη στην οδό Βικέλα 14, του γειτόνου μου του κ. Μανόλη Λάμα και πολλών άλλων. Βέβαια τα παιδιά και των τριών προαναφερομένων επιπλοποιών συνεχίζουν σήμερα το επάγγελμα των γονιών τους και το επαυξάνουν!

Ένα δημοσίευμα της εφημερίδας “Ελευθέρα Σκέψις” στις 4 Φεβρουαρίου 1936, μας μεταφέρει στην προχθεσινή ωραία γιορτή των Επιπλοποιών, την ψαλείσα στον παλαιό Ναό του Αγίου Μηνά Αρχιερατική Λειτουργία και την μεταφορά της Εικόνας στο Ατσαλένιο στον επιπλοξυλουργό Γιώργο Μενιδιάτη:

“Την παρελθούσαν Κυριακήν εορτήν της Υπαπαντής, εώρταζε ο Σύλλογος Επιπλοποιών Ηρακλείου. Μετά την ψαλείσαν εις τον παλαιόν Ναόν του Αγίου Μηνά Αρχιερατικήν Λειτουργίαν, εγένετο η μεταφορά της Εικόνος με επικεφαλής και παιανίζουσαν την μουσικήν του Δήμου, ην εσυνόδευσαν μέχρι της εις Ατσαλένιο οικίας του εορταστού κ. Γ. Μενιδιάτη, άπαντα τα μέλη του Συλλόγου, ως και πλείστα των λοιπών επαγγελματικών σωματείων Ηρακλείου, ένθα και εγένετο ανάλογος δεξίωσις. Εις την οικίαν του εορταστού εξεφώνησε τον πανηγυρικόν της ημέρας ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου κ. Εμμ. Κοσμαδάκης αναπτύξας τον σκοπόν της εορτής από θρησκευτικής και πολιτικής απόψεως, συνέστησε δε εις τους παρευρισκομένους όπως ως επαγγελματίαι πειθαρχούν απολύτως εις τας οργανώσεις των διότι μόνον δι’ αυτών θα καταστή δυνατόν να επιτύχουν την επιτυχίαν των απόψεων των. Την 4η απογευματινήν επίσης παρελήφθη και πάλιν η Εικών εκ της οικίας Γ. Μενιδιάτη και εν παρατάξει των μελών του εορτάζοντος Σωματείου μετεφέρθη εις την οικίαν του κ. Μηλιαράκη, επιπλοποιού”.

Στιγμές αγάπης, σεβασμού προς το συνάδελφο, στιγμές ιερές για την συντεχνία τους, στιγμές μοναδικές που σήμερα μας φαίνονται άπιαστο όνειρο, όμως αναζητιούνται και είναι βέβαιο ότι διδάσκουν τους νεώτερους, θωρακίζουν την κοινωνία μας.

Θα προσπαθήσω να προσεγγίσω αυτό το χώρο κι αυτούς τους ανθρώπους που τόσο σκληρά εργάστηκαν αλλά και δημιούργησαν, προπολεμικά και μεταπολεμικά. Οι τυχόν ελλείψεις μου ας κριθούν με επιείκια από τη μεριά σας.

Στην οδό Βύρωνος, απένατι από την εκκλησία του Αγ. Δημητρίου, ήταν το μαραγκούδικο του Γιώργου Κοζυρακη. Αργότερα το μαγαζί αυτό το έκανε ο Εμμανουήλ Γιαννακάκης. Στην οδόν Αλμυρού είχε το εργασ΄τηριό του ο Γιώργος Κορνάρος με τους δυο γιούς του, τον Ράδο και τον Χαρίλαο. Λέγεται ότι ο Ράδος ήταν εξαίρετος λουστραδόρος. Χαμηλά στην οδό Χάνδακος εργάζονταν μαζί οι Μανόλης Κοπιδάκης και Γιάννης Τρεβυζάκης. Πιο πάνω κοντά στην εφημερίδα “Μεσόγειος” είχαν μαγαζί οι Σταύρος Καστελλάκης και Ανδρέας Σαριδάκης. Στην οδό Βουρβάχων ο Χαράλαμπος Ατσαλάκης και παραπάνω ο Μιχάλης Ατσαλάκης. Στην οδό Ψαρομηλίγκων είχε μαραγκούδικο ο Αδάμης Καλιατάκης και κοντά στην παλιά Αγροτική ο Μανόλης Παπαδάκης. Πιο κάτω ο Μανόλης Φραγκιαδάκης. Τώρα στην Καλοκαιρινού στη βορεινή πλευρά είχε εργαστήριο ο Δημήτρης Τσιχλάκης, παρακάτω ο Ζαχαρίας Δερμιτζάκης και πιο κάτω είχε επιπλοποιείο ο Ιωάννης Μηλιδάκης. Στην οδό Αγίου Μηνά ήταν τα επιπλοποιεία του Κων/νου Μικεδάκη και Λευτέρη Κανάκη. Στην Αγία Αικατερίνη είχε μαγαζί ο Γιώργος Διακάκης. Πολλά μαραγκούδικα και κουφωματατζίδικα είχε και η οδός 1821, όπως: του Μανώλη Καψετάκη (πατέρας της πρώην συναδέλφου μου στο Δήμο Ηρακλείου Νίκης Καψετάκη - Στρατάκη), του Φραγκίσκου Παπαδάκη, του Αντωνίου Αστρακιανάκη, του Νικολάου Καπαρουνάκη, το εργαστήριο του Σωκράτη Σπαγουλίδη και Αρτέμη Κιοσκλή (εκεί αργότερα ήταν το ξυλουργικό εργοστάσιο των Μαμαλάκη και Φραγκάκη). Πιο πάνω ήταν του Γεωργίου Μενιδιάτη. Επίσης στον ίδιο δρόμο ήταν το μαραγκούδικο του Γιάννη Φραγκιαδάκη και βορειοδυτικά είχε μαγαζί ο Γιάννης Μηλιαράκης. Στο ίδιο μαγαζί εργάζονταν ο Κ. Τσικαλάκης, ο Στέφανος Σαατσάκης, ο Ανδρέας Γιορνταμής και οι τέσσερες γιοί του Μηλιαράκη. Ο Μηλιαράκης είχε και αντιπροσωπεία καθρεπτών με την επωνυμία “Ο αγέλαστος”. Τότε τους καθρέπτες τους τοποθετούσαν οι επιπλοποιοί στο εσωτερικό κάποιας πόρτας της ντουλάπας.

Στην 1821 ακόμα είχε μαραγκούδικο ο Μανόλης Μπαλτζάκης και εκεί κοντά ο Μιχάλης Τσαφαντάκης ο οποίος θεωρούνταν εξαιρετικός μάστορας. Στην οδό Θησέως στα ψαράδικα ήταν το ξυλουργικό εργοστάσιο του Στρατή Κορμανού. Αργότερα αυτό το χώρο ενοικίασε ο Σάββας Στρατάκης ως επιπλοποιός, ο οποίος είχε και έκθεση επίπλων κοντά στις “Τρεις Καμάρες” απέναντι από το “Κρυστάλ”. Επίσης επιπλοποιεία είχαν ο Σταύρος Βενέρης απέναντι στη Νομαρχία, κάτω από το ουζερί του Αρίστου, ο Πηγουνάκης, ο Τερζάκης, ο Χριστόφορος Τρυπάκης, ο Γιώργος Τζομπανάκης με τους γιούς του είχαν το ξυλουργείο τους στο χώρο πριν χτιστεί το “Ξενία” (ο σημερινός γλύπτης Μανόλης Τζομπανάκης ήταν γιός του Γεωργίου Τζομπανάκη), ο Κουβίδης, ο Παύλος Κουτάντος, ο Βασίλης Δασκαλάκης. Πίσω από την οδό Ίδης είχε το επιπλοποιείο του ο Μηνάς Δημητράκης, στην Ιουστιανιανού είχαν μαγαζί ο Νίκος Παπουτσάκης ή Πεζούλας, με το γιώργο τον αδελφό του, το ομορφόπαιδο.

Στην οδό Αμαλθείας είχε μαραγκούδικο ο Μανώλης Φραγκιαδάκης, απέναντι ο Κώστας Χαρωνίτης και πιο πάνω ο Μανόλης Κοκολάκης. Στην πλατεία Αρκαδίου είχαν τα μαγαζιά τους επίσης ο Αριστείδης Παπανδρουλάκης, ο Ηιάννης Καβρός και ο Κώστας Καρκανάκης. Ο Καρκανάκης ήταν άριστος σκαλιστής επίπλων όπως και οι Γιώργος Κυπράκης και Γιώργος Παρηγόρης.

Στα Δερμιτζίδικα είχε μαγαζί ο Κανάκης, ο οποίος διετέλεσε και πρόέδρος της ΤΕΞ (Τεχνική Επεξεργασία Ξύλου).

Στην Ταξιάρχου Μαρκοπούλου απέναντι από την εκκλησία του Αγ. Ματθαίου είχε μαραγκούδικο ο Νίκος Στερεός και πιο κάτω στο... δεξιό μέρος είχαν μαγαζί και ήταν συνέταιοι, οι Νίκος Αντωνακάκης και Νίκος Σαλούστρος, πατέρας του συναδέλφου μου στο Δήμο Ηρακλείου Γιώργου Σαλούστρου. Στην οδό Αγίου Τίτου είχε μαγαζί ο Νίκος Σέγκος, πατέρας του σημερινού παθολόγου γιατρού Σέγκου.

Προς το κέντρο επίσης της πόλης μας είχε το επιπλοποιείο του ο Βεληβασάκης. Υπήρξε από τους πολύ καλούς τεχνίτες σύμφωνα με μαρτυρίες συναδέλφων του. Ο Νίκος Καπελάκης είχε μαγαζί στον Κατσαμπά και ήταν πρόεδρος του Σωματείου. Ένα από τα παλιά ξυλουργεία της πολής μας ήταν των αδελφών Δροσίτη, εκεί πολλές φορές τα παιδιά της εποχής έφτιαχναν τα πατίνια τους, όπως το έχουμε ξανααναφέρει. Υπήρχαν ακόμα τεχνίτες που δεν είχαν δικά τους εργαστήρια αλλά στεγάζονταν σ’ άλλα όπως οι Δουραμπέλης, Ντελής, Δημάκης που είχαν τους δικούς τους πάγκους στο ξυλουργείο του Γιαννακάκη.

Πέρα από τις πληροφορίες που πήρα από τα δημοσιεύματα του αείμνηστου Μήβα αλλά και τα δημοσιεύματα της εφημερίδας “Ελευθέρα Σκέψις” νομίζω ότι ένα ευχαριστώ δεν θα αρκούσε να αντισταθμίσει την προσφορά κάποιων ανθρώπων που πρόθυμα και ζεστά μου έδωσαν τις τόσο σημαντικές πληροφορίες για ένα επάγγελμα που οι ίδιοι έκαναν, συνεχίζουν να κάνουν ή έζησαν μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον και οι θύμησές τους είναι μοναδικές. Υποκλίνομαι σ’ αυτούς και τους ευχαριτώ θερμά. Τον κ. Σάββα Στρατάκη, τον κ. Αντώνη Κασαπάκη, τον Γιάννη Μαστοράκη, τον κ. Κώστα Τοράκη και τον καλό και πάντα πρόθυμο συνάδελφό μου στο Δήμο Ηρακλείου Γιώργο Σαλούστρο, ο οποίος μου εμπιστεύθηκε και το πλούσιο αρχειακό φωτογραφικό του υλικό. Τέλος θέλω να εκφράσω το σεβασμό μου και την τιμή σ’ αυτή τη μεγάλη ιστορική συντεχνία που η προσφορά της, οι αγώνες της, οι διεκδικήσεις της και η στάση της έχει σφραγίσει την ιστορία της κοινωνίας μας.