Του Ν. Τσαγκαράκη

Ο Ίστγουντ αποτελεί πλέον σταθερή αξία του Χόλυγουντ, ένας δημιουργός που θυμίζει παλιότερες δόξες της βιομηχανίας.



GRAN TORINO

Σκην.: Κλιντ Ίστγουντ

Πρωτ.: Κλιντ Ίστγουντ, Κρίστοφερ Κάρλι, Μπι Βανγκ, Ahney Her, Μπράιαν Χέιλυ, Μπράιαν Χάου, Τζον Κάρολ Λιντς

Ο Γουόλτ Κοβάλσκι είναι ένας ηλικιωμένος βετεράνος του πολέμου της Κορέας που επιμένει να ζει στην παλιά του γειτονιά, η οποία έχει μετατραπεί σε συνοικία ασιατών μεταναστών. Με την αμερικανική σημαία πάντα υψωμένη και τις προσβολές να προσφέρονται απλόχερα, ο Γουόλτ κρατάει σε συναισθηματική απόσταση κάθε άνθρωπο που επιχειρεί να τον πλησιάσει, από τους αλλοδαπούς γείτονές του μέχρι τα ίδια του τα παιδιά. Όμως η γνωριμία με τον γιο της διπλανής οικογένειας θα καταφέρει να μαλακώσει το ατσάλινο περίβλημα και να αγγίξει την ευαίσθητη καρδιά του.

Ένα καρύδι που σπάει στα δύο: αυτή θα ήταν μια κατάλληλη παρομοίωση για τον χαρακτήρα που ενσαρκώνει ο Ίστγουντ τόσο εύστοχα κι ευαίσθητα, αφού ο Γουόλτ μοιάζει σαν ένας νοικοκύρης επιθεωρητής Κάλαχαν, κάποιος που δε θέλει τίποτε άλλο παρά την ησυχία του και τον γκαζόν του κουρεμένο, τα οποία όμως είναι έτοιμος να διαφυλάξει ανά πάσα στιγμή με την καραμπίνα του.

Πρόκειται για μια τρυφερή, συγκινητική ιστορία με συγκρατημένο χιούμορ, για το κλείσιμο μιας ζωής, για τη σημασία της οικογένειας, της φιλίας αλλά και της προσωπικής διαπραγμάτευσης με το παρελθόν, τη συμφιλίωση με τις ηθικές αντιφάσεις του ανθρωπίνου χαρακτήρα, και γενικότερα για το ‘πέσιμο της αυλαίας’ σε μια ζωη πλούσια και ταραγμένη. Ο Ίστγουντ φτιάχνει μια αφήγηση αναλόγως ισορροπημένη με τον ήρωά του, ο οποίος παρότι φαινομενικά ανισόρροπος, συνειδητοποιεί απολύτως τις ανεπάρκειές του και φυσικά το γεγονός ότι είναι ανίκανος να τις διορθώσει.

Η μισανθρωπία του Γουόλτ κρύβει τη σοφία ενός ανθρώπου που έχει ζήσει τα χειρότερα της ανθρώπινης φύσης. Έχει γνωρίσει τα όρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ξέρει για τι είμαστε ικανοί, και συνεπώς είναι σε θέση να εκτιμάει εκείνα που πραγματικά έχουν αξία στο τέλος μιας ζωής: τη γαλήνη και τη συντροφιά.

Ο αμυντικός ρόλος του κυνισμού του αποκαλύπτεται αφενός από τη δυσχερή κατάσταση της υγείας του, αφετέρου από την προθυμία με την οποία αποδέχεται την πρόσκληση της Σου στο οικογενειακό γεύμα και από την κλιμακούμενη εμπλοκή του στη ζωή της οικογένειάς της, που οδηγεί στη συμβολικότερη παραχώρηση όλων: την προσφορά του Gran Torino στον Τάο για το ραντεβού με την κοπέλα του. Ο Γουόλτ μπορεί να είναι στραβόξυλο αλλά δεν είναι κακός. Είναι συντηρητικός, επιφυλακτικός, παλιομοδίτης, κυνικός, αγενής αλλά σίγουρα όχι κακόψυχος, αφού με την προσέγγιση του Τάο επιθυμεί να μεταδώσει στη γειτονική οικογένεια αυτά που ο ίδιος έχει κατακτήσει: τη γαλήνη και τη συντροφιά. Βοηθάει τον Τάο να εδραιώσει την αυτοπεποίθησή του, του βρίσκει δουλειά και του συμπεριφέρεται ως αντάξιο φίλο του, όπως στον κουρέα του.

Επίσης, τόσο η άμεση όσο και η μακροχρόνια ασφάλεια από τις συμμορίες που θα οδηγήσει στην ηρεμία της ασιατικής οικογένειας, γίνεται πρώτη του προτεραιότητα, και μάλιστα θα γίνει η αφορμή για να ολοκληρωθεί η αφήγηση και η ζωή του με την αξιοπρέπεια, την τιμή και την αυτοθυσία που ταιριάζουν σ’ έναν πρώην στρατιώτη που γνωρίζει καλά τι σημαίνει να πέφτει κανείς στο πεδίο της μάχης. Οδηγείται σε μια πράξη η οποία του δίνει την ευκαιρία να αποδείξει το απόθεμα αγάπης που διαθέτει (και το οποίο του ήταν αδύνατο να προσφέρει στην υπολογιστική βιολογική οικογένειά του), αλλά και να εξιλεωθεί για τους θανάτους του πολέμου που του βαραίνουν την ψυχή όλη του τη ζωή. Είναι χαρακτηριστικό της γενναιοδωρίας και της μετριοφροσύνης του Γουόλτ ως κύριου χαρακτήρα/ του Ίστγουντ ως δημιουργού, ότι το φιλμ δεν τελειώνει με τον θάνατο του ίδιου αλλά με την παρακαταθήκη του, τη νέα, πιο σίγουρη ζωή που ξεκινάει ο Τάο- το φιλμ ανήκει σ’ αυτόν σχεδόν όσο και στον Γουόλτ.

Όχι άδικα, η ταινία χαρακτηρίστηκε από πολλούς μικρογραφία της καριέρας του Ίστγουντ, καθώς η τροχιά του χαρακτήρα αλλά και οι εναλλαγές του ύφους στην πλοκή, θα μπορούσαν να παραλληλιστούν με την ανάλογη πορεία της κινηματογραφικής περσόνας και της φιλμογραφίας του δημιουργού, η οποία περιλαμβάνει βίαιες περιπέτειες, μερικές κομεντί αλλά και τα πρόσφατα, αναγνωρισμένα, στιβαρά, μεστά δράματά του.

Το «Gran Torino» είναι ακόμη μια σημαντική ταινία σ’ αυτή την μακροχρόνια πορεία, φτιαγμένη με σκηνοθετική διαύγεια, στωικότητα, τρυφερότητα και πλήρη έλεγχο του αντικειμένου (πλοκής και χαρακτήρων). Θα μπορούσε άνετα ν’ αποτελέσει το κλείσιμο μιας καριέρας, αλλά ευτυχώς ο 79χρονος Ίστγουντ συνεχίζει απτόητος και βρίσκεται ήδη στα γυρίσματα της επόμενης ταινίας του, «The human factor», με τους Ματ Ντέιμον και Μόργκαν Φρίμαν.





WATCHMEN

Σκην.: Ζακ Σνάιντερ

Πρωτ.: Μπίλυ Κράνταπ, Μαλίν Έικερμαν, Μάθιου Γκουντ, Τζάκι Ερλ Χέιλυ, Τζέφρι Ντιν Μόργκαν, Πάτρικ Γουίλσον, Κάρλα Γκουτζίνο, Ματ Φρούερ, Στήβεν ΜακΧάτι



Τη δεκαετία του ’40 σχηματίστηκε μια ομάδα μασκοφόρων ηρώων, οι οποίοι πλέον ενσαρκώνονται από την επόμενη γενιά, στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Συγκεκριμένα, το 1985, η Αμερική είναι πολύ διαφορετική από την πραγματική της εκδοχή, έχοντας νικήσει στον πόλεμο του Βιετνάμ και έχοντας επανεκλέξει τον Ρίτσαρντ Νίξον στο αξίωμα του Προέδρου. Όταν ένας από τους ήρωες δολοφονείται, τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας ξεκινούν να βρουν ποιος κρύβεται πίσω από τον θάνατό του και σε τι αποσκοπεί.

Η ταινία μεταφέρει στον κινηματογράφο ένα από τα πιο αναγνωρισμένα και δημοφιλή κόμικ όλων των εποχών, δημιούργημα των βρετανών Άλαν Μουρ και Ντέιβ Γκίμπονς, και δημοσιευμένο από τη DC Comics σε δώδεκα μηνιαίες συνέχειες από το 1986 μέχρι το 1987. Η υφολογική ιδιομορφία και κυρίως η εμπορική επιτυχία των «300» επέτρεψε στον Ζακ Σνάιντερ να διαχειριστεί ακόμη έναν σημαντικό τίτλο στον κόσμο των κόμικ, αλλά αυτή τη φορά φοβόμαστε ότι το διακύβευμα ήταν πολύ πιο απαιτητικό από μια περιπέτεια εποχής ή μια απλή ταινία υπερ-ηρώων.

Από τον πλούτο των ιδεών αλλά και από τον άνισο χειρισμό τους, μπορεί να καταλάβει κανείς ότι η μεταφορά του πυκνογραμμένου κόμικ στον κινηματογράφο ήταν μάλλον ανώφελη υπόθεση, απαιτητική ή τουλάχιστον ριψοκίνδυνη, όπως συμβαίνει με κάθε ογκώδες λογοτεχνικό έργο (πρβλ. τον «Άρχοντα τον δαχτυλιδιών»). Το κατά πόσο ο Σνάιντερ αντεπεξέρχεται στις απαιτήσεις του κόμικ δε θα μπορούσαμε να το κρίνουμε καθώς δεν είμαστε ιδιαιτέρως εξοικειωμένοι με το πρωτότυπο υλικό. Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι το φιλμ αναγνωρίζει τον πλούτο και το ύφος του κόμικ, αλλά τα μεταφέρει με διεκπεραιωτικό τρόπο, και εικονογραφία που άλλοτε λειτουργεί και άλλοτε όχι. Τα ζητήματα που θίγονται αφορούν τόσο μια εναλλακτική πολιτικο-κοινωνική οπτική των Η.Π.Α., όσο κι ένα κριτικό σχόλιο στην έννοια του υπερ-ήρωα, με έμφαση στα εθνικο-πατριωτικά χαρακτηριστικά με τα οποία απεικονίστηκε στα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του.

Το αποτέλεσμα είναι διασκεδαστικό και σε στιγμές ενδιαφέρον, αλλά δεν παύει κανείς να σκέφτεται τι θα προέκυπτε από τα χέρια οραματιστών δημιουργών όπως ο Τέρυ Γκίλιαμ ή ο Ντάρεν Αρονόφσκι, οι οποίοι συνδέθηκαν κατά καιρούς με το σχέδιο.