Γράφει ο Γιώργος Παναγιωτάκης*

Η παρουσίαση της ανέκδοτης (τότε) μετάφρασης της Ιλιάδας απότον Ν. Καζαντζάκη στο B.B.C στις 19-2-1947

(ένα άγνωστο ντοκουμέντο)


Στο πλούσιο και πυραμιδικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη, εντάσσεται και η μετάφραση του ηρωικού έπους της Ιλιάδας, σε συνεργασία με τον καθηγητή Ιωάννη Κακριδή.

Το έργο γραφόταν στην Αθήνα την περίιοδο της γερμανικής Κατοχής. Αποτελούσε μια ανακουφιστική ανάσα, ένα φτερούγισμα στον κουρνιασμένο χώρο της Αθήνας κι ένα ξεπέταγμα στη δυναστική περίοδο της Κατοχής. Το έργο τελικά κυκλοφόρησε το 1955. Επειδή μάλιστα κανείς εκδοτικός οίκος δεν αναλάμβανε το ρίσκο να επωμιστεί το κόστος της έκδοσης, αν και χαρακτηρίστηκε ως το φιλολογικό γεγονός της χρονιάς, κυκλοφόρησε τελικά με δαπάνες των ίδιων των μεταφραστών. Επειδή το προλόγισμα του έργου που έγινε στο B.B.C. παρουσιάζει πολλές ενδιαφέρουσες πτυχές, κρίνουμε σκόπιμη την παράθεσή του, διατηρώντας την ορθογραφία του κειμένου.

Η ΝΕΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΙΛΙΑΔΑΣ

ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ

Νίκου Καζαντζάκη.

19.2.47

Πέρασαν πενήντα περίπου χρόνια αφότου ο μεγάλος μας γλωσσοπλάστης και πρωτοπαλήκαρο της Ιδέας, ο Αλέξανδρος Πάλλης δημοσίεψε την περίφημή του μετάφραση της Ιλιάδας του Ομήρου. Μέγας πνευματικός σταθμός στα νεοελληνικά γράμματα. Να μετρηθείς με τον Ομηρο, να μετρηθεί δηλ. η νεοελληνική γλώσσα με το ομηρικό κείμενο, τι φοβερή δοκιμασία! Αν η δημοτική μας μπορούσε ν’ αποδόσει την ομορφιά, τη δύναμη και την ακρίβεια του αρχαίου κειμένου, τούτο θα εσήμαινε πως η νέα μας γλώσσα έγινε πια άξια να εκφράσει όλα τ’ αθρώπινα σιναισθήματα και νοήματα. Γι’ αυτό μια μετάφραση του Ομήρου παίρνει μεγάλη αποκαλυπτική σημασία.

Πριν ο Πάλλης αναλάβει τον μεγάλο άθλο, όλες οι μεταφράσεις που είχαν γίνει του ομηρικού έπους είταν σχολαστικές, άψυχες κ’ εξευτέλιζαν το ιερό κείμενο. Γιατί είταν καμωμένες σε σχολική και άψυχη γλώσσα. Δεν είταν δυνατό ποτέ μήτε η αρχαΐζουσα, μήτε η καθαρεύουσα, μήτε το νόθο αμάγλαμα καθαρεύουσας και δημοτικής, να αποδώσουν την πυκνήν ωραιότητα και τη ζωντάνια του κειμένου. Μετρήθηκε η γλώσσα των λογίων με τον Ομηρο και βγήκε κατά κράτος νικημένη.

Τότε στην κρίσιμη αυτή στιγμή πρόβαλε ο Πάλλης. Δυνατή πνευματική φυσιογνωμία, τολμηρός γλωσσοπλάστης ένας από τους μεγάλους Πατέρες της νεοελληνικής μας πνευματικής ζωής. Με τόλμη, με σοφία, με πίστη, ανέλαβε τον αγώνα. Πήρε από το στόμα του λαού τη δημοτική μας γλώσσα, ακέραια, φανατικά χωρίς καμμιά υποχώρηση. Δεν το φοβήθηκε το πανάρχαιο κείμενο· το αντίκρυσε σα ζωντανό, δικό μας, σάρκα από τη σάρκα μας, τραγούδι.

Οταν για πρώτη φορά δημοσιεύτηκαν οι ομηρικοί στίχοι ξαναζωντανεμένοι ‘πο τον Πάλλη, μέγα σκάνδαλο ξέσπασε. Πολλοί, ανάμεσα προπάντων στον πνευματικόν όχλο, είταν ακόμα τυφλομένοι από γλωσσικές προλήψεις. Δεν μπόρεσαν λοιπόν να δουν και να χαρούν τις μεγάλες αρετές του δύσκολου έργου. Επρεπε να περάσουν χρόνια, να κατασταλάξει το πρώτο απότομο ξάφνιασμα και να φωτιστούν οι αναγνώστριες μάζες. Σκόρπισαν οι καπνοί της αμάθειας, της οργής και του πάθους που κατασκέπαζαν την μετάφραση και φάνηκαν οι ομορφιές της.

Για πρώτη φορά ο Ομηρος αποδίδονταν στη νέα μας γλώσσα με τόση άνεση, δύναμη και ωραιότητα. Για πρώτη φορά το πανάρχαιο κείμενο ήρθε τόσο κοντά μας, έσμιξε τόσο οργανικά με το δημοτικό μας τραγούδι και έγινε αίμα μας και σάρκα μας. Εξαίσιος ηρωικός δεκαπεντασύλλαβος, παληκαρίσιος ρουμελιώτικος ρυθμός, ο Ομηρος αναστήθηκε θαρρείς ανάμεσα στους δικούς μας Αρματωτούς και Κλέφτες.

Θαμπωμένοι τώρα από τη μεγάλη τούτη πνευματική νίκη και οι πιο εκλεκτοί δεν ήθελαν, δεν μπορούσαν να δουν τα ψεγάδια. Μα η θρυλική γενιά του Ψυχάρη και του Πάλλη πέρασε· η δημοτική γλώσσα ακατάπαυστα δουλεύονταν από άξιους εργάτες, πλουτίζονταν, γίνονταν ευλύγιστη, απομακρύνονταν από περιττές και ακαλαίσθητες αυθαιρεσίες. Κι άρχισαν σιγά- σιγά να ξεσκεπάζονται στους πιο μυημένους και στο αρχαίο κείμενο και στη δημοτική γλώσσα τα ελαττώματα της Ιλιάδας του Πάλλη.

Τρία είναι τα κυριώτερα 1) Ο Πάλλης ακολουθώντας τις ομηρικές μελέτες της γενεάς του, νόμισε πως η εποχή του Ομήρου είναι πρωτόγονος, άξεστη κι αντιστοιχεί με την αρματωλίτικη εποχή του δημοτικού μας τραγουδιού. Και γι’ αυτό τόλμησε να χρησιμοποιήσει λέξεις τόσο αταίριαστες στο αρχαίο κείμενο: Παπά Χρύσης, παρεκλήσι, τουσλούκι, τσαπράζια, τσούπρα, καπετάνιος, βλάμης... 2) Η γλώσσα του Πάλλη συχνά αποτολμάει περιτές υπερβολές. Είναι ακόμα αλύγιστη, αδούλευτη, τραχειά, με πολλή δύναμη πάντα, μα χωρίς συχνά τη χάρη και την ευγένεια του πρωτότυπου. 3) Πολλές φορές ο Πάλλης για ν’ αποφύγει ένα δύσκολο επίθετο, το παραλείπει ή το αντικαθιστά με άλλο πρόχειρο κ’ εύκολο. Παραλείπει αυθαίρετα ή μετατοπίζει πολλούς στίχους, εξοβελίζει ολόκληρη ραψωδία, το Ν. Επειδή ο δεκαπεντασύλλαβος δεν τον χωρούσε οι στίχοι του είναι συχνά περισσότεροι από τους ομηρικούς και βλάπτεται η πυκνότητα του κειμένου.

Σιγά-σιγά γίνονταν αισθητή η ανάγκη να γίνει νέα μετάφραση που να καθρεφτίζει την εξέλιξη και της νέας φιλολογικής επιστήμης και της περισσότερο καλλιεργημένης πια δημοτικής μας γλώσσας. Ενοιωσε λοιπόν το χρέος της η δική μας γενιά ν’ αποτολμήσει τον νέον άθλο: να παλέψει πάλι η νέα ελληνική με την ομηρική γλώσσα.

Μια μέρα μέσα στη φρίκη της κατοχής και της πείνας, η τύχη τόφερε και συναντήθηκα με τον καθηγητή της ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο, τον Γιάννη Κακριδή. Τον ήξερα από χρόνια, τον αγαπούσα και τον θαύμαζα: μεγάλος ελληνιστής και ιδιαίτερα ομηριστής παγκόσμιας φήμης, μεγάλος δουλευτής και συνάμα γνώστης και εραστής της δημοτικής γλώσσας. Μιλήσαμε για τον Ομηρο, φτάσαμε στη μετάφραση του Πάλλη, συμφωνήσαμε για τις αρετές και τα ψεγάδια της. Κι άξαφνα στη θέρμη της πνευματικής επαφής, τινάχτηκε η ιδέα: Να ζευτούμε κ’ οι δυό μας σε μιαν καινούργια μετάφραση του Ομήρου. Ο Κακριδής θ’ αναλάμβανε τη φιλολογική κι εγώ τη λογοτεχνική ευθύνη.

Στρωθήκαμε στο έργο με αγάπη, με πίστη και με μεγάλη υπομονή. Στα φοβερά χρόνια της κατοχής και της πείνας άλλη παρηγοριά δεν είχαμε. Βυθισμένοι στις φοβερές δυσκολίες και στις ανυπέρβλητες ωραιότητες του ιερού κειμένου, λησμονούσαμε κι οι δυό πως δεν είχαμε να φάμε και πως από στιγμή σε στιγμή μπορούσε η γερμανική μπότα να δρασκελίσει το κατώφλι μας και να διακόψει το έργο.

Μπήκαμε στον Ομηρο όπως μπαίνουμε στη θάλασσα το καλοκαίρι. Ανέκφραστη χαρά, δροσιά, απέραντη ωραιότητα. Δυσκολίες μεγάλες και μαχόμασταν με επιμονή να τις υπερνικήσουμε. Ανατρέξαμε σε μεσαιωνικά κείμενα, σε τοπικά γλωσσάρια, στα δημοτικά μας τραγούδια, στα νεοελληνικά μας κείμενα, καρπολογήσαμε όλη τη δημοτική μας γλώσσα για να βρούμε για κάθε λέξη, για κάθε επίθετο, για κάθε έκφραση ομηρική την αντίστοιχη λέξη ή έκφραση. Επί τέσσερα χρόνια μαχόμασταν να μεταφράσουμε λέξη προς λέξη, στίχο προς στίχο, χωρίς ποτέ να παραλείψουμε ή να προσθέσουμε τίποτα ή ν’ αντικαταστήσουμε το δύσκολο επίθετο με ένα εύκολο. Γιατί πιστεύαμε στον ανεξάντλητο πλούτο της δημοτικής μας γλώσσας κ’ είμαστεν βέβαιοι πως όλα μπορεί να τ’ αποδώσουμε μ’ αυτή, αρκεί ν’ αψηφήσουμε τον φοβερό κόπο να τα ζητήσουμε. Μα σε κάθε βήμα νοιώθαμε βαθειάν ευγνωμοσύνη στον Πάλλη· πρώτος αυτός άνοιξε την πόρτα. Χωρίς αυ τόν δε θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε. Πολλά εμπόδια έρρηξε, άλλα προσπαθούσαμε εμείς τώρα να γκρεμίσουμε, βοηθώντας έτσι την επόμενη γενιά να μας ξεπεράσει.

Δασκαλεμένοι από τα παθήματα του Πάλλη, διαλέξαμε τον 17σύλλαβο. Αυτός μονάχα θα μπορούσε με άνεση να χωρέσει τον αντίστοιχό του δακτυλικόν εξάμετρο. Κ’ έτσι αληθινά μπορέσαμε με απόλυτη ακρίβεια να περιλάβουμε άρτια τον κάθε ομηρικό στίχο στο νεοελληνικό μας δεκαεφτασύλλαβο.

Η Ιλιάδα τώρα, ολόκληρη μεταφρασμένη, περιμένει εκδότη. Κάμαμε ό,τι μπορούσαμε. Να δώσει ο Θεός ύστερα από άλλα πενήντα χρόνια, άλλοι μεταφραστές να επιχειρήσουν πάλι τον δύσκολον άθλο. Και να δείξουν πόσο περισσότερο από την εποχή μας η δημοτική μας προχώρησε πιο ευλίγιστη, πιο πλούσια και πιο χαριτωμένη.

Κάθε νέα μετάφραση του Ομήρου να σημαδεύει τους ανηφορικούς σταθμούς που θα περνά η δημοτική μας, ανεβαίνοντας.

Αλλη χαρά κι άλλη αμοιβή δε θέλουμε.

Και τώρα με την άδειά σας σας μεταδίδουμε μερικούς στίχους από την ανέκδοτη ακόμα μετάφραση της Ιλιάδας. Οι στίχοι αυτοί είναι από το Σ, όταν ο Ηφαιστος κατασκευάζει τη νέα πανοπλία του Αχιλλέα και ξομπλιάζει την περίφημη ασπίδα:

“Και πρώτα απ’ όλα μέγα δυνατό/βάζει μπροστά σκουτάρι.

Δουλεύοντας το ολούθε, στέριωσε/τριπλό στεφάνι γύρα

λαμπρό, στραφταλιστό κι απάνω του/λουρί κρεμά ασημένιο.

Του σκουταριού είταν πέντε απανωτές/οι στρώσες κι αποπάνω

λογής λογής πλουμίδια εχάραξε/με τη σοφή του τέχνη.

Βάζει της γης, βάζει τη θάλασσα/βάζει τα ουράνια πάνω,

βάζει τον ήλιο τον ακούραστο/τ’ ολόγιομο φεγγάρι

κι όλα τ’ αστέρια, ως στεφανώνουνε/τον ουρανό τριγύρα,

το Αλετροπόδι, τα Βροχάστερα,/την ώρια πούλια ακόμα,

και τον Χορό τον Εφταπάρθενο,/που κράζουνταν κι’ Αμάξι,

κι’ αυτού γυρνάει παραμονεύοντας/το Αλετροπόδι πάντα,

και μόνο αυτό δε χαίρεται λουτρό/στον Ωκεανό ποτέ του.

Εφτιασε ακόμα απάνω του, θνητών/ανθρώπων πολιτείες,

πανώριες δυό· στη μια ξεφάντωσες/ιστόρησε και γάμους:

τις νύφες παίρναν απ’ τα σπίτια τους/με φώτα, με λαμπάδες,

και τις περνούσαν με νυφιάτικα/τραγούδια από τις ρούγες.

Και στριφογύριζαν χορεύοντας/οι νιοί κι’ ανάμεσά τους

φιαμπόλια και κιθάρες άκουγες/να παίζουν, κι’ οι γυναίκες

στην πόρτα η καθεμιά τους στέκονταν/και θάμαζαν το ψίκι.

Κ’ έβαζε ακόμα απάνω νιόσκαφο/παχύ πλατύ χωράφι

καμπήσιο, τριπλογύριστο·πολλούς/ζευγάδες μέσα εθώρειες

που φέρναν γύρα τα ζευγάρια τους/κι οργάνων δώθε κείθε·

και κάθε που γυρίζαν κι έφταναν/στου χωραφιού την άκρη

τους ζύγωνε ένας και τους έδινε/κρασί γλυκό μιαν κούπα

στο χέρι καθενός· και γύριζαν/στους όργους πίσω εκείνοι

και βιάζουνταν να φτάσουν στου βαθιού/του χωραφιού την άκρα.

Κ’ η γης μαυρολογούσε πίσω τους/και φάνταζε οργωμένη,

χρυσή κ’ ας είταν. Τέτοιο η τέχνη του/μεγάλο θάμα αλήθεια.

Κ’ έβαλε ακόμα χτήμα απάνω του/βασιλικό κι’ αργάτες

θερίζανε κρατώντας κοφτερά/στα χέρια τους δρεπάνια·

κι’ απ’ τα χερόβολα άλλα απανωτά/στο χώμα ακράδα επέφταν

κι’ άλλα τα δέναν με αχερόσκοινα/γερά οι δεματιστάδες

κ’ είταν και τρεις που τα δεμάτιαζαν/και πίσω τους αγόρια

τρέχαν, μάζευαν τα χερόβολα,/στην αγκαλιά τα παίρναν

και τάδιναν πιο κάτω·/αμίλητος ο βασιλιάς στεκόταν

με το ραβδί του πάνω στ’ όργωμα, βαθειά του αναγαλιώντας.

Και πέρα οι κράχτες, κάτω από ένα δρυ/συντάζανε το γιόμα·

βόδι τρανό είχαν σφάξει κ’ έψηναν/με προθυμιά, κι’ οι δούλες

σωρό το αλεύρι το άσπρο ζύμωναν/να φαν οι θεριστάδες.

Κ’ έβαλε ακόμα αμπέλι απάνω του/σταφύλια φορτωμένο,

τρανό, πανώριο, ολόχρυσο· τσαμπιά/ψηλά κρεμόνταν μαύρα

κι’ ως πέρα εστύλωναν τα κλήματα/διχάλες ασημένιες.

Σμάλτινο ανοίγει βαθυγάλανο/ζερβά-δεξιά χαντάκι

κι’ ασκώνει γύρα από καλαϊ φραγή/κ’ ένα ως στο αμπέλι μόνο

τραβούσε μονοπάτι, πού παιρναν/οι αργάτες φορτωμένοι

στον τρυγητό· και τον καρπό γλυκό/σα μέλι κουβαλούσαν

κοπέλες κ’ άγουροι χαρούμενοι/μεσ’ σε πλεχτά κοφίνια·

κι’ ανάμεσα τους την ψιλόφωνη/κιθάρα κάποιο αγόρι

γλυκά-γλυκά βαρώντας, το σκοπό/του Λίνου τραγουδούσε

με γάργαρη φωνή· κι’ αυτοί στη γης/χτυπώντας τα ποδάρια

όλοι μαζύ πηδώντας, με φωνές/και με τραγούδια ακλούθουν.

Ξόμπλιαζε ακόμα ο κουτσοπόδαρος/θεός και χοροστάσι,

όμοιο με κείνο που είχε ο Δαίδαλος/της ομορφομαλούσας

της Αριάδνης στην απλόχωρη/Κνωσό παλιά φτιαγμένα.

Αγουροι εκεί κι’ ακριβαγόραστες/παρθένες είχαν στήσει

χορό, κι’ ο ένας του άλλου κρατούσανε/πά στον αρμό τα χέρια.

Λινό αγανό φορούσαν όλες τους,/ ω εκείνοι είταν ντυμένοι,

καλύφαντους χιτώνες που απαλά/γυαλίζαν απ’ το λάδι.

Φορούσαν όλες ανθόστεφανα/στην κεφαλή, κ’ εκείνοι

χρυσά μαχαίρια πού ανακρέμουνταν/από λουριά ασημένια.

* Ο Γιώργος Παναγιωτάκης είναι ιστορικός, συγγραφέας και ερευνητής