Μετά τα σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελλίου από τους Anders Lassen, Κίμωνα Ζωγραφάκη και ομάδα Άγγλων κομάντος, το σαμποτάζ στις αποθήκες καυσίμων των Πεζών από τους Ιωάννη Ανδρουλάκη, Kenneth Lamonby και ομάδα Άγγλων κομάντος, καθώς επίσης και μετά την απόπειρα σαμποτάζ του αεροδρομίου Τυμπακίου από την ομάδα του Ronnie Rovve και του Γιώργη Βοσκάκη, όλοι οι σαμποτέρ είχαν κατευθυνθεί στο φαράγγι του Αγίου Σάββα, όπου είχε παραμείνει Άγγλος ασυρματιστής με τον ταγματάρχη Sutherland.

Μαζί με τους σαμποτέρ είχαν καταφτάσει και πολλοί Έλληνες πατριώτες για να φύγουν για την Μέση Ανατολή.

Μεταξύ αυτών ήταν και εκείνοι που βοήθησαν τους σαμποτέρ στην διάρκεια της παραμονής τους στην Κρήτη, όπως ο Μύρωνας Μαρής, ο Κατσούνας, ο γαμπρός του ο Ξυλούρης, ο Λευτέρης ο Τσικνάκης, ο Σκουτελογιώργης και πολλοί άλλοι.

Ο Sutherland έδωσε το σήμα στο στρατηγείο της Μέσης Ανατολής για την αποστολή σκάφους την νύχτα να τους παραλάβει και όλοι αυτοί περίμεναν κρυμμένοι στο φαράγγι.

Ημερομηνία : 10 Ιουλίου 1943. Το μεσημέρι είχε περάσει και οι περισσότεροι κοιμόταν από την υπερβολική ζέστη. Είχαν τοποθετήσει φρουρούς, γιατί κοντά τους υπήρχαν γερμανικά φυλάκια στις ακτές, όπως και η ίδια η περιοχή που βρισκόταν είχε κηρυχθεί από τους γερμανούς νεκρή ζώνη.

Αυτό όμως που ήθελαν να αποφύγουν, τελικά δεν το απέφυγαν. Έγιναν αντιληπτοί από μια γερμανική περίπολο και ακολούθησε μια συμπλοκή. Την μάχη με τους γερμανούς μας περιγράφει ο Κίμωνας Ζωγραφάκης που ήταν παρόν και η συμμετοχή του στην εξέλιξη της συμπλοκής ήταν καθοριστική.

…είχαμε βάλει για κάθε ενδεχόμενο σκοπούς. Τον Παπαδάκη Μιχάλη από τα Καπετανιανά, τον Καρτσωνάκη Γιάννη από το Φουρνοφάραγγο και τον Λευτέρη τον Τσικνάκη από την Κουμάσα. Οι σκοποί αυτοί όπως και όλοι μας κοιμηθήκαμε. Ήταν Ιούλης μήνας και μεσημέρι. Είχε πάει η ώρα τρεις. Εγώ πείνασα κι άνοιξα μια κονσέρβα και την έψηνα στη φωτιά.

Ξαφνικά ένα παιδί, δεκαπέντε χρονών, δεν θυμάμαι το όνομά του, μου χτυπά το πόδι και μου λέει σιγά:

- Θείε, γερμανοί !!!

Πετάχτηκα πάνω κι έβαλα τη ζώνη με τα πιστόλια. Πήρα το πιστόλι στο χέρι. Κοίταξα και δεν είδα τίποτα. Όπως ήμουν έτοιμος να του δώσω μια σφαλιάρα και να του πω ότι είναι ντροπή να με κοροϊδεύει, τους είδα κάτω από τα πόδια μου.

Εγώ ήμουν πίσω από ένα βράχο κι αυτοί ανηφορίζανε προς εμένα. Οι γερμανοί ήταν τέσσερις. Οι δυο μόλις με είδαν έφυγαν τρέχοντας. Πήδηξα μια συκιά και προτείνοντας το όπλο μου τους είπα να παραδοθούνε. Ένας υπολοχαγός από την ομάδα Αντρουλάκη, πήρε κυνήγι τους γερμανούς που έφυγαν. Οι άλλοι γερμανοί δεν πετούσαν τα όπλα τους. Οι υπόλοιποι στο μεταξύ είχαν σηκωθεί. Φώναξα στον Κωνιό και στον Μπαντουβογιάννη να ρίξουν μια ριπή στα πόδια τους. Έτσι κι έγινε. Παραδοθήκανε αμέσως. Αρχίσαμε να τους ανακρίνουμε. Σκεφτήκαμε μήπως είχαν πάρει μυρωδιά τα φυλάκιά τους στην ακτή. Οι γερμανοί δεν μιλούσαν. Ακούσαμε πυροβολισμούς στην έξοδο του φαραγγιού και τρέξαμε. Δεν βρήκαμε όμως κανένα. Ούτε γερμανό ούτε τον δικό μας υπολοχαγό. Αργότερα μάθαμε ότι σκοτώθηκε και ο υπολοχαγός και ένας γερμανός. Αυτοπυροβολήθηκαν και οι δυο. Οι σύντροφοί μου πρότειναν να σκοτώσομε τους γερμανούς. Εγώ αρνήθηκα. Είπαμε να τους πάρομε μαζί μας.

Την νύχτα κατεβήκαμε στην παραλία και κάναμε τα σήματα με τον φακό. Απάντηση δεν παίρναμε. Συνεχίσαμε να κάνουμε τα σήματα ( ο Νίκος ο Σουρής), κατά διαστήματα. Απάντηση δεν παίρναμε. Πήγε 12 η ώρα. Πήγε 1 η ώρα τίποτα. Απογοητευτήκαμε. Έπρεπε κάτι να κάνομε. Το πρωί οι γερμανοί θα έψαχναν τους δικούς τους και θα μας κύκλωναν.

Αποφασίσαμε να φύγουν οι πολίτες προς τα Πέντε Πηγάδια. Εμείς οι σαμποτέρ να σκοτώναμε με τα στιλέτα τους γερμανούς και να τους ρίχναμε σε μια σχισμή της ακτής. Θα βάζαμε ύστερα τα σωσίβιά μας και παραλία-παραλία να πηγαίναμε σε μια ακτή στον Τσούτσουρο να κρυφτούμε.

Είμαστε έτοιμοι να πραγματοποιήσομε το σχέδιό μας όταν διακρίναμε φως στο πέλαγος. Επιτέλους το σκάφος πλησίαζε και απαντούσαν στα σήματά μας. Κρυφτήκαμε στα βράχια της ακτής. Βγήκε μια βάρκα στην παραλία. Κάποιος από τη βάρκα φώναξε στα αγγλικά :

-Where iw my friends ? (δηλαδή : - Πού είναι οι φίλοι μου ; )

Καταλάβαμε ότι είναι δικοί μας. Μπήκαμε στη βάρκα και ανεβήκαμε στο σκάφος…

Αυτή η συμπλοκή, δυστυχώς έγινε αιτία, να χαθεί την επόμενη ημέρα ένας αγνός αγωνιστής της Αντίστασης, ο Γιάννης Εφταμηνιτάκης ή Εφταμηνίτης. Άξιος πατριώτης από τον Πλάτανο Αμαρίου.

Είχε πάρει έγγραφα από τον Λη Φέρμορ να παραδοθούν στον κυβερνήτη του σκάφους για την Μέση Ανατολή και μαζί με τον Γιώργη τον Τυράκη ξεκίνησαν από τον Πλάτανο για τον Άγιο Σάββα και την παραλία της Τρυπητής. Ξεκίνησαν κάπως αργά και σ’όλο τον δρόμο πήγαιναν με γρήγορο ρυθμό για να προλάβουν.

Να πως περιγράφει ο Γιώργης ο Τυράκης την διαδρομή τους προς το σκάφος και τον θάνατο του Γιάννη Εφταμηνιτάκη, στο βιβλίο του “Επιχείρηση Κράιπε”.

…μετά το σαμποτάζ είχανε έρθει στη μεριά του Τσούτσουρο, για να φύγουνε για τη Μέση Ανατολή. Τότε επήγα κι εγώ τότεδά κάτω μαζί με, είχε φύγει πρώτα ο Σουρής μαζί με το Σκουτελογιώργη, πρώτα αυτοί. Εγώ έκατσα πίσω μαζί με το Γιάννη τον Εφταμηνίτη.

Τότεδά τον ασύρματο τον είχαμε πάλι στο Φουρφουρά, πάνω στο βουνό τον Ψηλορείτη. Εκατεβήκαμενε εμείς τώρα, εγώ και ο Εφταμηνίτης, στην Αγία Παρασκευή μαζί με το Λη Φέρμορ και περιμέναμε να μας φέρει απού τ’Ανώγεια ένα γερμανό, ο οποίος είχανε προγραμματίσει για να τονε στείλουνε κι αυτοί με την ευκαιρία που φεύγανε οι κομάντος στη Μέση Ανατολή. Τι συνέβη όμως ;

Από τ’Ανώγεια αργούσανε να μας εστείλουνε το γερμανό. Ενώ περιμέναμε να μας τονε φέρουνε, αργήσανε. Δεν τον εφέρανε καθόλου. Περιμέναμε μέχρι τσ’έξε η ώρα το απόγεμα, ενώ η αποστολή ήτανε δέκα η ώρα το βράδυ. Η ώρα περνούσε, η απόσταση μακριά, και αναγκαστήκαμε να φύγομενε. Μας λέει ο ταγματάρχης :

-Φύγετε. Δεν προλαβαίνετε.

Αλλά η απόσταση τόσο μακριά…Σκεφτείτε, τώρα, απ’την Αγία Παρασκευή του Αμαρίου να πας εις το Λυβικό πέλαγος πέρα. Να περάσεις ολόκληρη Μεσαρά κάτω και να πας πίσω από κει, πόση ώρα θες και πότε έπρεπε να πάμε μεις. Εν πάσ’περιπτώσει εγώ τότε, βέβαια νεαρός στην ηλικία, μαθημένος απού το βουνό και βάδιζα. Ο Γιάννης ο φουκαράς ο Εφταμηνίτης είχεν έρθει απ’τη Μέση Ανατολή πρόσφατα, μεγαλύτερος βέβαια στην ηλικία κατά πολύ από μένα και δε μπορούσε να βαδίζει πάρα πολύ.

Φεύγοντας τώρα από κει, περάσαμε από τον Πλάτανο απ’το χωριό του και θυμάμαι μάλιστα το περιστατικό το εξής :

Όταν περάσαμε απου το χωριό του, εμίλησε τση κουνιάδας του και θυμάμαι ότι του λέει :

-Γιάννη, να προσέχεις, καημένε, διότι δεν ξέρω, κάτι κακό είδα. Κακό όνειρο και φοβούμαι. Πρόσεχε, του λέει, πάρα πολύ.

Κι άμα φύγαμε, λοιπόν, σχολιάζαμε, συνεχίσαμε την πορεία μας και σχολιάζαμε αυτό το γεγονός ότι :

-Η κουνιάδα μου, λέει είδε ένα όνειρο. Κολοκύθια! Δε βαριέσαι. Αυτά είναι όνειρα.

Αυτός βέβαια δεν το πήρε στα σοβαρά ούτ’εγώ. Βαδίζαμενε. Αλλά τι βαδίζαμε, όχι βαδίζαμε, σχεδόν τρέχαμε για να προλάβομε.

Πήραμε το δρόμο. Μόλις περάσαμε λοιπόν αριστερά της Πόμπιας σ’ένα νερό, κάτσαμε να ξεκουραστούμε λιγάκι σ’ένα ρυάκι μέσα. Είχαν ανάψει τα πόδια μας, εβγάλαμε τα υποδήματα, πλύναμε τα πόδια μας, αλλά ο Γιάννης ο φουκαράς είχενε σχεδόν κουραστεί τελείως.

Μου λέει αυτός τότε ότι:

-Άκου να δεις Γιώργη, μου λέει, εσύ μπορεί να βαδίζεις ακόμη πλιο καλά παρά μένα. Τρέξε, μου λέει, να προλάβεις το μέσον, εγώ θα’ρχομαι σιγά-σιγά, δε μπορώ να βαδίζω πλια και θα συναντηθούμε στο γυρισμό. Το πρωί ερχόμενοι προς τα πίσω θα συναντηθούμε κάπου.

Έτρεξα εγώ πραγματικά και πριν φτάσω ακόμα, άκουσα από ψηλά, μόλις εβγήκα απάνω στην κορυφογραμμή, κάτω η θάλασσα, άκουγα εγώ τη μηχανή του τορπιλάκατου εκεί που εργαζότανε και κατάλαβα ότι είχε έρθει. Τρέχω κάτω σχεδόν τροχάδην. Μόλις έφτασα στην παραλία βλέπω και στέκομαι. Αυτοί μας περιμένουν απάνω, όλοι είχανε μπει μέσα οι κομάντος. Ήτανε ο Γιώργης ο Βοσκάκης, είδ’αυτό, ο οποίος κι αυτός ηγούντονε μιας ομάδος που ήρθε στο Τυμπάκι να κάμει σαμποτάζι.

Τι είχε συμβεί όμως εν τα μεταξύ, χωρίς να το ξέρομε μεις ; Εκρυβότανε αυτοί μέσα σε μια χαράδρα, η ομάδα των κομάντος, σε μια χαράδρα πλιο πάνω απ’την παραλία. Όταν εφεύγαν, τώρα, απου το σαμποτάζι ερχόμενοι προς τη μεριά αυτή τους είχανε δει ορισμένοι που θέλανε να φύγουνε για τη Μέση Ανατολή, τους κολλήσανε μαζί για να τους πάρουνε. Στο ίδιο δε σημείο είχανε, όταν ήρθανε απ’τη Μέση Ανατολή, στο ίδιο σημείο είχανε αποβιβαστεί κι είχανε κρύψει μερικά πράγματα εκεί στη χαράδρα μέσα, κάτι κονσέρβες, κάτι τέτοια. Όταν γυρίσανε και πήγανε σ’αυτό το μέρος, στη χαράδρα, εμείνανε κειδά πέρα κρυμμένοι και δώσανε μερικές κονσέρβες στους ανθρώπους για να φάνε, εβγάλανε σκοπό απάνω, γιατί απού την κάτω μεριά απού την παραλία ήταν ένα δρομάκι που περνούσενε συχνά γερμανική περίπολος μεταξύ των δύο φυλακίων.

Λοιπόν για να μην τους δούνε είχανε κρυφτεί μες στη χαράδρα. Αλλά τι κάμαν τώρα ; Κακή ενέργεια. Ο σκοπός εκοιμήθη. Επέρασεν η γερμανική περίπολος από κάτω χωρίς να τη δει. Οι άλλοι δε που ήτανε μες στη χαράδρα ανοίγανε κουθιά, κονσέρβες και χτυπάγανε. Οι γερμανοί περνάν από κάτω, η περίπολος, και τους παίρνει χαμπάρι. Ακούνε τσι χτύπους και παίρνει τη χαράδρα προς τα πάνω. Όπως μου λέει ο Σουρής μετά, ο οποίος ήτανε τότε εκεί, σας λέγω ότι τώρα αυτή η συμπλοκή θα’γινε κατά τη μία, δύο η ώρα το απόγεμα. Το βράδυ τώρα περιμένανε δέκα η ώρα να’ρθει το μέσον και να τους πάρει. Κείνη την ώρα εμείς ήμεθα πίσω όπως σας είχα πει.

Οι γερμανοί ακούσανε να χτυπάνε χτύπους κειδά πέρα. Η ζώνη ήτανε απαγορευμένη κι αμέσως εκαταλάβαν ότι κάτι, κάποιος είν’κειδά πέρα. Ποιος είν’απού χτυπάει έτσι, κάνει το θόρυβο αυτό;

(Συνεχίζεται)