Ο Φέρεντς Πούσκας, που συνέδεσε το όνομα του με τις μεγαλύτερες στιγμές της Εθνικής Ουγγαρίας, της Ρεάλ Μαδρίτης και του Παναθηναϊκού από χθες στις 7 δεν είναι πια εδώ...

Ο "καλπάζων" συνταγματάρχης "έφυγε" χτυπημένος από τη Νόσο του Πάρκινσον, σε ηλικία 79 ετών, αλλά τα όσα έκανε στον αγωνιστικό χωρό σε μία εποχή με λίγα φλας και πολύ ποδόσφαιρο, θα μείνουν για πάντα ζωντανά. Ο Φέρεντς Πούσκας ήταν ο αρχηγός της “χρυσής” ομάδας της Ουγγαρίας στις αρχές της δεκαετίας του ‘50 οδηγώντας τους Μαγυάρους στις μεγαλύτερες επιτυχίες της ιστορίας τους. Ο Πούσκας σκόραρε 83 γκολ σε 84 παιχνίδια για την “αραντσιπάτ”, ενώ έπαιξε και με την εθνική Ισπανίας στο Μουντιάλ του 1962, όταν είχε πάρει την ισπανική υπηκόοτητα.

Με την ουγγρική επανάσταση του 1956 και την επέμβαση των Σοβιετικών που ήθελαν να κρατήσουν την Ουγγαρία πίσω από το “σιδηρούν παραπέτασμα”, ο Πούσκας ήταν σε περιοδεία στο εξωτερικό με την Κίσπεστ Χόνβεντ και έμεινε στην Ισπανία, ζητώντας πολιτικό άσυλο. Αφού προπονήθηκε κι έπαιξε σε δύο φιλικά με την Εσπανιόλ, τελικά αποφάσισε να μετακομίσει στην μεγάλη Ρεάλ Μαδρίτης του Αλφρέντο Ντι Στέφανο. Με την “βασίλισσα” της Ευρώπης, πρόσθεσε δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών, σκοράροντας τέσσερις φορές ακατάρριπτο ρεκόρ- στην μεγάλη νίκη της Ρεάλ Μαδρίτης κόντρα στην Αϊντραχτ Φρανκφούρτης με 7-3 στον τελικό του Χάμπτεν Παρκ το 1960. Συνολικά, ο Πούσκας σκόραρε 512 φορές με την λευκή φανέλα σε 528 παιχνίδια, και πρόλαβε να πάρει την ισπανική υπηκοότητα για να παίξει στο Μουντιάλ του 1962, φορώντας την φανέλα της εθνικής Ισπανίας.

Ο μεγάλος αυτός ποδοσφαιριστής σταμάτησε σε ηλικία 40 ετών, το 1967 και μετά από δύο χρόνια ήρθε στην χώρα μας, όπου άφησε και το ανεξίτηλο στίγμα του. Ανέλαβε τον Παναθηναϊκό κι αφού τον οδήγησε στον τίτλο το 1970, κατάφερε να κάνει έναν ανεπανάληπτο άθλο. Αποκλείοντας διαδοχικά την Ζενες Ες, την Σλόβαν Μπρατισλάβας, την Έβερτον και τον Ερυθρό Αστέρα, έφτασε με τους “πράσινους” στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στις 2 Ιουνίου του 1971 κόντρα στον μεγάλο Αγιαξ. Ο Παναθηναϊκός ηττήθηκε με 2-0, αλλά η πορεία παραμένει ανεπανάληπτη μέχρι σήμερα, 35 χρόνια μετά...