Του Κωνσταντή Ψυχογιού

Ενενήντα δύο χρονών (1914-) είναι σήμερον ο Μανώλης Κυπριωτάκης του Φραγκιού και ζει πολύ φτωχικά, συντροφιά με τη γυναίκα του Άννα, σʼ ένα μονοκάμαρο δωμάτιο στην Κάτω Γειτονιά των Πεζών. Τα ροζιασμένα χέρια του, που τα κινεί νευρικά όσην ώρα διηγάται την περιπέτεια της αιχμαλωσίας του, μαρτυρούν εβδομήντα χρόνους χειρωνακτικής δουλειάς για νʼ αντιπαλέψει τις στερήσεις και νʼ αναθρέψει την οικογένειά του (με τρία παιδιά). Αμέτρητα μεροκάματα έχει κάμει στο σκάψιμο, όπου για να βγει η δουλειά πρέπει συχνά να προστεθούν η καλή παρέα, το τραγούδι, ιστορίες πολλές κι ανέκδοτα. Μʼ αυτά ξεκουράζεται ο εργάτης της γης και παίρνει θάρρος να συνεχίσει. Σε τέτοιες συντροφιές ιστορούσε μετά την Κατοχή, ξανά και ξανά, ο Μανώλης του Φραγκιού τα παθήματά του από τα χρόνια που πέρασε αιχμάλωτος των Ιταλών (1941-43), και των Γερμανών (1943-45). Αμέτρητες αγγαρείες ένιωσε στο πετσί του... Δεν εγνώριζε και δεν μπορούσε να επικαλεσθεί, όπως οι Αγγλοι, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί και λοιποί συγκρατούμενοί του, τους όρους της Συνθήκης της Γενεύης για τα δικαιώματα των αιχμαλώτων πολέμου. Κανείς δεν τον εσεβάστηκε. Ήταν ένας «παρακατιανός». Περιπλανήθηκε από τό ʼνα στρατόπεδο στʼ άλλο: από τον Αυλώνα της Αλβανίας (1941) στο Πρίντεζι, τον Τάραντα, το Σερβιλιάνο και τη Μάντοβα της Ιταλίας (1941-3), το Βόλφσμπεργκ(;) της Αυστρίας (1943), το Λάμσντορφ της Πολωνίας (1943), το Νόρντντορφ της Γερμανίας (1943-4), το Τάρνοβιτς, το Ούντεφελ και το Βόιτσεκ(;;) της Πολωνίας (1944). Στο τέρμα του πολέμου, σε μια μακρά πεζοπορία 79 ημερών (23-1-1945 έως 11-4-1945) πέρασε διάφορα χωριά της Πολωνίας, Τσεχοσλοβακίας, Αυστρίας και Γερμανίας, ώσπου να καταλήξει στην αεροπορική βάση του Λάνσχιουτ της Γερμανίας (1945). Εκεί κάπου (στο Άλντορφ) τον απελευθέρωσαν αυτόν και την παρέα του οι Σύμμαχοι (η 9η Αερομεταφερόμενη Αμερικανική Στρατιά). Παντού σκληρή κι απάνθρωπη δουλειά, ιδίως στʼ ανθρακωρυχεία της Πολωνίας. Τροφή σχεδόν ανύπαρκτη. Οι Ιταλοί, πάντως, θύματα και αυτοί των πρώην «συμμάχων» τους, του συμπεριφέρθηκαν με καλοσύνη. Από Ιταλούς έμαθε και μερικά τραγούδια. Τα θυμάται ακόμη. Μα η επιστροφή του, ως ελευθέρου πλέον πολίτη, δεν ήταν εύκολη. Διήρκεσε τρεισήμισυ μήνες (από τον Μάη έως τον Αύγουστο του 1945): Λάνσχιουτ Γερμανίας, Ρέμς Γαλλίας, Οξφόρδη Αγγλίας, Γλασκώβη Σκωτίας, Νάπολη και Τάραντας Ιταλίας, Πειραιάς, Ηράκλειο. Μια ματιά στον χάρτη της Ευρώπης είνʼ απαραίτητη για να κατανοήσομε τις αποστάσεις και τη δυσκολία των μετακινήσεων εκείνων. Σήμερον ο Μανωλάκης του Φραγκιού έχει φθάσει σε βαθιά γεράματα. Έχασε και το φως του. Είχε κάποτε κάποια χαρτιά, αποδεικτικά της οδυσσειακής του ταλαιπωρίας. Εχαθήκανε. Μόνη του παρηγοριά το σκάλισμα της μνήμης. Διότι, τού ʼμειναν εμπειρίες χαραγμένες ανεξίτηλα στη μνήμη – τη μνήμη ενός αγράμματου ανθρώπου, ακάτεχου από τον κόσμο και την πολιτική. Γεγονότα αλησμόνητα για την αγριότητά των. Και θυμάται καλά τα περασμένα. Στον ήσυχο κόσμο του η καλησπέρα των περαστικών είναι η πιο μεγάλη χαρά και αληθινή περιουσία του οι αναμνήσεις εκείνες από τα σκληρά αλλά ανεπανάληπτα χρόνια της σκλαβωμένης του νιότης. Ήταν εικοσιεφτά χρονών όταν τον συνέλαβαν οι Ιταλοί στο πεδίο της μάχης νʼ αντιστέκεται και να πολεμά όταν το Μέτωπο είχε ήδη καταρρεύσει. Επέστρεψε στην Κρήτη τριάντα ενός. Υπέστη βάναυση εκμετάλλευση στα γερμανικά στρατόπεδα εργασίας. Μετρούσε τις ημέρες εκείνες μία προς μία. Από καρτερία δική του παρέμεινε ζωντανός. Έφτασε τελικά στο Ηράκλειο με ζαλισμένο το μυαλό. Παρά ταύτα, ήθελε να επιβιώσει. Εδυνάμωσε, στάθηκε στα πόδια του. Εδούλεψε άλλα σαρανταπέντε χρόνια κι ακόμη ελπίζει ότι κάπως μπορεί να καλυτερέψει τη στενόχωρη ζωή του... Με την ευκαιρία της επετείου της Μάχης της Κρήτης δημοσιοποιώ σήμερο (19-5-2006) την αφήγησή του.



β) Ανατροπή του Μουσολίνι και αντίδραση των Γερμανών.

Ο Μανωλάκης αιχμάλωτος στη Μαντοβα της Ιταλίας και στην Αυστρία (1943)



― Κάποια στιγμή πρέπει να τα χαλάσανε για τα καλά οι Ιταλοί με τσι Γερμανούς. Έ;

― «Μεσόκενα τσʼ αφήκανε»!

[Όντως, οι Ιταλοί φασίστες αποφασίζουν την 27η Απριλίου 1943 την καθαίρεση του Μουσολίνι από την πρωθυπουργία, και την αντικατάστασή του από τον στρατάρχη Μπαντόλιο (Pietro Badoglio) την 25η Ιουλίου του 1943. Οι Αμερικανοί καταλαμβάνουν τη Μεσήνα τη 17η Αυγούστου 1943, ολοκληρώνοντες τη δίμηνη κατάληψη της Σικελίας. Η εισβολή των Συμμάχων στην Ιταλία (στην Καλαβρία) αρχίζει την 3η Σεπτεμβρίου 1943. Μετά την απόβαση των συμμαχικών στρατευμάτων στην Ιταλία, οι Ιταλοί συνθηκολογούν και συνάπτουν ανακωχή με τους Συμμάχους την 8η Σεπτεμβρίου 1943. Αμερικανοί και Άγγλοι προελαύνουν τότε προς την υπόλοιπη Νότια Ιταλία. Ελάχιστοι ιταλοί στρατιώτες συνετάχθησαν με τους Γερμανούς. Οι πλείστοι επέλεξαν να επαναπατρισθούν. Αυτούς τους τελευταίους εφόρτωσαν σε τραίνα οι Γερμανοί και παρά την αρχική τους υπόσχεση τους έστελναν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων στον Βορρά της Ιταλίας. Άλλωστε, στον Βορρά τα πράγματα ήσαν διαφορετικά. Σε γερμανοκρατούμενη περιοχή της Βορείου Ιταλίας ιδρύεται την 23η Σεπτεμβρίου 1943 η Ιταλική Σοσιαλιστική Δημοκρατία. Επιπλέον, τη 13η Οκτωβρίου 1943 η μερικώς απελευθερωμένη Ιταλία συντάσσεται με τους Συμμάχους και κηρύσσει τον πόλεμο στη Γερμανία.]

“Οι Φασίστες εσταματήσανε κιʼ επολεμούσανε τσι δικούς τως, έκειουσάς απού φανερωθήκανε, και τσι σκοτώνανε οι ίδιοι οι Ιταλοί. Ντα είχενε κι έπαέ στην Κρήτη ιταλούς σκοπούς. Είχανε στρατό κιʼ επολεμούσανε τσι Γερμανούς. [Αναφέρεται στον Κάρτα.] Θαρρείς πως επαραδοθήκαν όλοι; Επαραδοθήκανε πολλοί. Έξε εκατομμύρια –ακούς;– ήπεψε ο πάπας τση Ρώμης, ο παληός, πέρα-πώδε... [Ήταν ο πάπας Πίος ο ΧΙΙ. Αναφέρεται, μήπως, στη μεσολάβηση του Βατικανού για τη φυγάδευση των στρατιωτών;] Τσι πιάνανε οι Γερμανοί και τως εκολλούσανε [=τους δέρνανε] και τσι πέμπανε να δουλεύουνε στʼ ανθρακωρυχεία, σʼ επικίντυνες δουλειές να τσι ξεβγάλουνε. Τσι πηγαίνανε, να πούμε, να τσι σκοτώσουνε, αυτούς απού φανερωθήκανε... Και τότεσάς μας εμαζέψανε, μαζύ με τσʼ Ιταλούς. Γιατί ʼτανε εννιακόσοι Ιταλοί απού πετάξανε τα όπλα και τσί ʼχανε μαζύ με ʼμάς. Αντάρτες [=Παρτιζάνους] δεν εσμίξαμε εμείς καθόλου. Εδικούς μας θυμούμαι πως είμαστε παρέα πολλοί [στο Σερβιλιάνο]. Στην Αυλώνα εδούλευγα. Στην Ιταλία ήμασταν αιχμάλωτοι. Εδουλέψαμε μόνο τελευταία εννιά μήνες [εννέα μήνες καταναγκαστικών έργων στην Ιταλία, με διαταγή των Γερμανών]... (Κενό στην αφήγηση.) Αυτός μας ήνοιξε [ποιός;]. Μας εμολάρανε όξω κι εκάναμε διάφορες δουλειές εκειά στʼ αφεντικά. Στο Σερβιλιάνο εδούλευγα. [Γύρω από το Σερβιλιάνο υπήρχαν περιοχές αμπελοκαλλιέργειας. Μπορούσε να δουλέψει κανείς στʼ αμπέλια και ο Μανώλης ήξερε καλά τη δουλειά.] Ελεύθερος πολίτης ήμουνα και μας ήπιασε ο Γερμανός κι επήγαμε στη Μάντοβα της Ιταλίας. Μας επιάσανε μιαν εκατονταπενταριά νομάτους και μας επήγανε στη Μάντοβα. Κι έρχεται ο «μαρσάλος» τσης αστυνομίας για ανάκριση. Μαρσάλος είνʼ ο ενωματάρχης τση Χωροφυλακής. Δυο χιλιάδες λιρέττες ήπερνε ο μαρσάλος και χίλιες ο καραμπινιέρης. Και του κάνει ο Γερμανός: «Για δε μού ʼφερες γνήσιους Αμερικάνους; είντα δα τσι κάμω εγώ;» Δε θέλανε Έλληνες. Λέει αυτός: «Αυτοί δουλεύουνε και να τσι κοντέψω [=κρατήσω] θέλει στη φυλακή τση Μάντοβας ίσαμε να γυρίσει να τσι πάρει ο «γκενεράλες» ο Γερμανός. Ήκαμα ο κακομοίρης και στη φυλακή εκειά στη Μάντοβα της Ιταλίας ίσαμε είκοσι μέρες. Κι ετσά εγύρισε στσʼ είκοσι μέρες απάνω και μας ήπηρε κι επήγαμε στην Αυστρία, στην πρώτη πόλη της Αυστρίας. Το ξέχασα το μέρος... Κι εθυμούμουνε και το μέρος στον πρώτο σταθμό τση Αυστρίας. Ήκαμα κι εκειά εικοσιεννιά μέρες. Με τσι κερατάδες τσι Ιταλούς είμασταν ανεκατωμένοι και μας επήγανε σε μεγάλο στρατόπεδο στην Αυστρία [αυτό πρέπει να ήταν, πιθανώς, ένα από τα στρατόπεδα στο Βόλφσμπεργκ (Wolfsberg)]. Αποκειά μʼ επήγανε στο Λάμστοφ». [Έτσι προφέρει το Λάμσντορφ, το μεγάλο στρατόπεδο συγκεντρώσεως των αιχμαλώτων πολέμου που οδηγούνταν σε καταναγκαστική εργασία. Το στρατόπεδο στο Lamsdorf, περιοχή Wehrkreis VIII - Breslau/Wroclaw, χωρητικότητος 60.000 κρατουμένων, ιδρύθηκε για τους αιχμαλώτους πολέμου το 1939 με το διακριτικό Stalag VIII B. Μετονομάσθηκε το 1943 σε Stalag 344 και έκλεισε τελικά τον Μάρτιο του 1945.]



γ) Στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας της Κατεχόμενης Πολωνίας και της Γερμανίας (1943-1945)



[Ο Μανωλάκης είχε διαφύγει από το Σερβιλιάνο όταν συνελήφθη από τη φασιστική ιταλική Αστυνομία και φυλακίσθηκε αντί των Αμερικανών στη Μάντοβα. Από τη Μάντοβα σιδηροδρομικώς έφθασε μέσω Αυστρίας (όπου διέμεινε περί τον ένα μήνα σε δύο στρατόπεδα) στο Λάμσντορφ της Πολωνίας, που τότε ανήκε στη Γερμανία. Διότι, στα τέλη του 1939 έγινε η Γερμανο-Σοβιετική διχοτόμηση της Πολωνίας. Οι δυτικές περιοχές της Πολωνίας περιήλθαν στη Γερμανία. Το Λάμσντορφ (Lamsdorf) της Πολωνίας (επαρχία της Άνω Σιλεσίας) ονομάζεται σήμερο Λαμπίνοβίτσε (Lambinowice). Στο Λάμσντορφ συναντά (πότε έφθασε δεν είπε, αλλά μάλλον στα μέσα του 1943) τους άλλους εξήντα συμπατριώτες του αιχμαλώτους, Ηρακλειώτες, που είχαν μεταφερθεί εκεί, σιδηροδρομικώς από τη Θεσσαλονίκη, την 7η Μαρτίου του 1942. Σύνολο 60 και 1 (τουλάχιστον), 61 Ηρακλειώτες (60 οι κρήτες όμηροι που μεταφέρθηκαν από τις «παιδικές κατασκηνώσεις» Χανίων, κατά τη μαρτυρία λ.χ. του Αντώνη Φραγκάκη με το νούμερο 3785 στο Λάμσντορφ). Η μοίρα τους πλέον είναι κοινή. Στο στρατόπεδο υπήρχαν και πολλοί άγγλοι, αυστραλοί και νεοζηλανδοί αιχμάλωτοι, συλληφθέντες μετά τη Μάχη της Κρήτης και κρατούμενοι στον Γαλατά των Χανίων (Dulag Krete). Στο Λάμσντορφ παρέμεινε τρεις μήνες, έπειτα οδηγήθηκαν όλοι μαζύ οι Κρητικοί στο Νόρντορφ (κωδικός στρατοπέδου Ε 442) και κατόπι στα ορυχεία του Ούντεφελ της Πολωνίας.]

― Θυμάσαι κανέναν από την «παρέα» εκείνη [στο Λάμσντορφ κ.α.];

― «Θυμούμαι τον Αντρέα απού το Θραψανό».

― Τον Ανδρέα τον Αποστολάκη;

― «Ναι». [Δεν ξέρει, ότι έχει πεθάνει].

― «Κιʼ απʼ τω Ζωφόρω ο Αριστείδης Σαπουντζάκης [έχει πεθάνει]. Τσι ʼμαζώξανε απού τα Σπήλια. Αυτοί ʼχανε δυο χρόνια καωμένα [στο Λάμσντορφ] όντεν επήα εγώ. Κι έναν Πιταροκοίλη απού των Καρουζανώ».

― Έναν Τρευλάκη Τρύφωνα, απού τη Μαθιά, τον θυμάσαι;

― «Ναι».

― Ένα Λιονάκη Γιώργη απού το Καστέλι;

― «Μπράβο».

― Ένα Νηστικάκη Μιχάλη;

― «Ναί. Ήτονε μιαολιά στα χρόνια μου κοντά».

― Ένα Δρακάκη Γιώργη;

― «Ναι, μαζί».

[Και συνεχίζω την απαρίθμηση του δημοσιευμένου στην εφημερίδα καταλόγου, εισπράττοντας την επαναλαμβανόμενη απάντηση:]

― «Ναί, ναί, ναί. Όλους τσι κατέχω. Είμαστανε μαζί».

―ΈναΛευτέρη Παπαδογιωργάκη, απού τσʼ Αποστόλους;

―«Ο Λευτέρης ο Παπαδογιωργάκης είνʼ ο μισός απού τη Βόνη».

[Και συνεχίζω την ανάγνωστη του καταλόγου].

― «Ναί, μπράβο, όλους τσι κατέχω. Ήμαστανε μαζί. Ναί, μάλιστα, μάλιστα, ναί...».

[Εσχολίαζε για όσους είχε μάθει ότι πέθαναν:]

― «Αυτός είνʼ αποθαμμένος κι έκιοσάς».

― Θυμάσαι κανένα Γραμματικάκη Νικόλαο;

― «Γραμματικάκη; Δε θυμούμαι. Από πού ʼναι»;

― Ένα Ρογδάκη Γιάννη, απού τα Πάρτηρα;

― «Ρογδάκης Γιάννης. Ναί. Φίλος μου. Δεν κατέω ανέ ζει το κακορρίζικο».

― Θυμάσαι κανέναν άλλο;

― «Έχει κι απού τσι Μουχτάρους ένα παιδί».

[Εννοούσε μήπως τον Παπαδομανωλάκη Στέλιο, που δεν τον κατάλαβε όταν τού ʼπα πως ήταν από τον Ευαγγελισμό; Δεν ξέρει την (ατυχή) μετονομασία.]

― Ένα Μιχαλάκη Μανώλη, από τσʼ Αρχάνες;

― «Μανώλης, ναί. Είνʼ απού το Χάρακα ο πατέρας του κιʼ είναι στσʼ Αρχάνες, και τον ήπιασε το κακορρίζικο συγκοπή κι επόθανε μέσα στο καφενείο στσι Αρχάνες».

― (...) Κι έναν Καβρουδάκη;

― «Καβρουδάκης Σήφης, λοχίας. Τον είχανε κι ήβλεπε εμάς και δεν εδούλευγε, μόνο μας ήβλεπε». [Ο στρατιωτικός Σήφης Καβρουδάκης από το Ζουρίδι Ρεθύμνου είχε ορισθεί επικεφαλής της ομάδας των εξήντα Κρητικών.]

― Πόσο έκατσες στο στρατόπεδο εκείνο;

― «Στο Λάμστοφ άμα με ʼπήγαν εμένα ήκαμα δυο-τρεις μήνες κι απόκειας με βγάλανε όξω. Δεν εμπιστεύουντανε [οι Γερμανοί] τσι Εγγλέζους και δεν τσι βγάζανε, γιατί δεν είχανε μπέσα... Οι Εγγλέζοι οι κερατάδες δεν εδουλεύγανε κιανείς, μόνό ʼτανε μπανταξήδες. (...) [Στο στρατόπεδο] Είχαμε αεροπομπό κιʼ εμαθέναμε τα νέα, πως εσκοτώνανε οι Γερμανοί τσι Ιταλούς. Όλα τα μαθαίναμε [...όπως τα θέλαν οι Γερμανοί]. Δυο χρόνια ήκατσα ακόμη κιʼ εδούλευγα. Στο Λάμστοφ, στο Μούντεφέρι [=Ούντεφελ] τση Πολωνίας, αναμεσός στα σύνορα Γερμανίας και Πολωνίας, και στο Βόιτσε(;) τση Πολωνίας. Μας είχανε ʼκειά πέρα στην Πολωνία, στο Μουντεφέρι. Από ʽμάς επήγανε στη δουλειά όντε μας εβγάλανε από το Λάμστοφ. Μας εβγάλανε εμάς όλους τσι παρακατιανούς απού ανεμαζώξανε και μας εστείλανε γιʼ αγγαρείες στα κάρβουνα [ως αντίποινα για την άρνησή τους να φορτώνουνε βόμβες στʼ αεροπλάνα όντεν ήσανε στο Ντόρντντορφ, κατά τη μαρτυρία του Μανώλη Πιταροκοίλη.] (...) Κατεβαίναμε κάτω στσι μινιέρες, στʼ ανθρακωρυχεία, και δουλεύαμε και εκάναμε μια τρύπα με το σουβλί, με το μπιστολέτο, κι εβάναμε το δυναμίτη κι επέφτανε τα κάρβουνα, ετόσανε σαν τα...»

[Κατά τις μαρτυρίες των συγκρατουμένων του Μανωλάκη, οι αγγαρείες σε απάνθρωπες συνθήκες ήσαν ατελείωτες: στʼ ανθρακωρυχεία, σʼ επισκευές σιδηροτροχιών, σʼ εκκαθαρίσεις στρατοπέδων από συμμαχικές βόμβες, σε ταφές νεκρών. Κρύο, πείνα, ξυλοδαρμοί, αρρώστιες. Και στο τέλος αναγκαστική πεζοπορία σε κατευθύνσεις αντίθετες προς τα συμμαχικά στρατεύματα. Πολλοί δεν άντεξαν τις κακουχίες.]

“Δυο χρόνια είχα καωμένα. Εδούλευγα όλο τον καιρό. Οχτακόσα μεροκάματα εδούλεψα τσι Γερμανούς. Τσʼ αποθαμμένους ήκανα λάδια και τσι κατεβάζαμε για να τσι θάφτουνε. Επερνούσανε δυο-τρεις ημέρες κι ύστερα τσι θάφτανε. Κι εσάζαμε στσι σιδηροδρομικές γραμμές να πηγαίνουνε να πολεμούνε στσι δικούς μας. Μα είντα δα κάμεις, απού ʼσαι αιχμάλωτος, απού ʼσαι στη γερμανική μπούκα! Να φωνάξεις και να κάνεις τον άρρωστο; Αλλʼ άμα σε βγάνανε υγιέστατο, σου λέγανε να κάνεις πια πολλή δουλειά»...

»Εκειά ήκαμα εννιά μήνες στο Βόιτε(;) τση Πολωνίας. Από ʼκειά εφύγαμε, 23 Γενναρίου, κι εφτάξαμε 11 Απριλίου στο Λάνσχιουτ της Δυτικής Γερμανίας με τα πόδια. Ακούς; Με τα πόδια! (...) Πάρα πολλοί ήμαστανε [στη δύσκολη τελική πεζοπορία των 79 ημερών, το 1945, πριν από την απελευθέρωσή τους]. Ήταν εννιακόσοι Ρώσοι και καμμιά τρακοσαρά Έλληνες. Κι εφτάξαμε στην Κεντρική Γερμανία. Εκειά [στο Λάνσχιουτ] γεννήκανε μεγάλες μάχες, ήτον 700 αεροπλάνα στούκας. Άκου τώρα. Ήρθανε αυτοί, που λες, [οι Αμερικάνοι] και βουλώσανε τʼ αντιαεροπορικά [των Γερμανών]. Εγύριζε ο Αμερικάνος και ήπερνε φωτογραφίες να δει αν ήτονε το έδαφος δυνατό και είχενε όπλα για το μέτωπο...» [...]

»Ήμαστανε με τσι Κυπραίους. Αυτοί ήτανε στον εγγλέζικο στρατό και τσι πληρώνανε. (...) Ήπιασαν [οι Άγγλοι] τον ανθό όλο τσι κυπραίους εθελοντάδες και τσι ʼπήρανε.» [Οι Κρητικοί κατά την απελευθέρωσή τους από τʼ αμερικανικά στρατεύματα προφασίσθηκαν ότι ήσαν κι αυτοί Κυπραίοι κι έτσι κατάφεραν όλοι μαζύ να μεταφερθούν αεροπορικώς στην Αγγλία.]





ΑΥΡΙΟ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ















δ) Η παράλληλη αφήγηση του Μανώλη Πιταροκοίλη



[Κρίνω πως βοηθά στο σημείο αυτό (για τη διασταύρωση των πληροφοριών) η παράθεση μέρους της αφήγησης του 86χρονου (το 2002) Μανώλη Πιταροκοίλη, συνοδοιπόρου του Μανώλη Κυπριωτάκη, όπως την κατέγραψε και την εδημοσίευσε σχολιασμένη στην «Πατρίδα» της 30-5-2002 ο Γιώργος Καλογεράκης (του οποίου ζητούμε την κατανόηση για την αναδημοσίευση), και ιδίως το τμήμα της αφήγησης μετά την άφιξη των κρατουμένων στην αεροπορική βάση του Νόρντορφ της Γερμανίας:

«Εκεί υπήρχε ένα αεροδρόμιο και εμείς βγαίναμε κάθε μέρα αγγαρεία. Εκάναμε όλες τις δουλειές. Το πρωί εφεύγαμε 6 η ώρα, το μεσημέρι σταματούσαμε μια ώρα και το βράδυ 6 η ώρα εγυρίζαμε πίσω. Από το αεροδρόμιο αυτό η Λουφτβάφε πραγματοποιούσε πολλές πτήσεις ημερησίως για το μέτωπο και η κίνηση της βάσης ήταν μεγάλη. Μια ημέρα οι αιχμάλωτοι διετάχτηκαν να φορτώσουν βόμβες σε ένα γερμανικό αεροπλάνο. Ο Παπαδάκης Λευτέρης από τη Βόννη αρνήθηκε να φορτώσει βόμβες λέγοντας στον γερμανό αξιωματικό: – «Δεν μπορώ να βάζω βόμβες στα αεροπλάνα σας και να σκοτώσετε εκείνους που θα μας απελευθερώσουν!» Ο Γερμανός αξιωματικός τράβηξε το πιστόλι να σκοτώσει τον Παπαδάκη. Το μετάνιωσε όμως και φώναξε τον επικεφαλής των Κρητικών Καβρουδάκη. Με οργισμένο ύφος του είπε να διατάξει τον Έλληνα να φορτώσει τις βόμβες. Ο Καβρουδάκης απάντησε ότι αυτό δεν είναι σύμφωνο με τους κανονισμούς των αιχμαλώτων. Οι Έλληνες στασίασαν. Με κάποιον τρόπο ειδοποίησαν και ένα στρατηγό Ελβετό του Ερυθρού Σταυρού. Ο στρατηγός ήρθε αμέσως στο στρατόπεδο και πήρε το μέρος των Ελλήνων. Τους αναγνώρισε κιόλας σαν αιχμαλώτους πολέμου. Από εκείνη τη στιγμή ο Ερυθρός Σταυρός τους εφοδίαζε με ένα κουτί την εβδομάδα στον καθένα. Το κουτί του Ερυθρού Σταυρού είχε μέσα μια κονσέρβα, ένα γάλα, ένα πακέτο μπισκότα, μια σοκολάτα, ένα πακέτο τσιγάρα. – «Αν δεν τά ʼχαμε αυτά δεν θα τα καταφέρναμε να επιζήσομε. Το φαί που μας δίνανε οι Γερμανοί ήταν το πρωί ένας καφές σκέτος, το μεσημέρι μια σούπα από πληγούρι σκέτη και το βράδυ ένα ψωμί κάθε εφτά άτομα και μια κουταλιά μαρμελάδα.» Οι Γερμανοί μην μπορώντας να κάνουν διαφορετικά δέχτηκαν τις απόψεις του ελβετού στρατηγού και οι αιχμάλωτοι δεν ξαναφόρτωσαν πολεμικό υλικό στα γερμανικά αεροπλάνα. Όμως τους διέταξαν να ετοιμαστούν γιατί θα τους άλλαζαν στρατόπεδο. Μπήκαν σε ένα τρένο και πήγαν στο Τάρνοβιτς της Πολωνίας. Από εκεί με άλλο τρένο στο Ούντεφελ της άνω Σιλεσίας της Πολωνίας σε ένα ανθρακωρυχείο. Το μέρος λεγόταν Πάουλους Σκρούμπερ. Αυτή ήταν η τιμωρία τους για την άρνησή τους στο φόρτωμα των γερμανικών αεροπλάνων. Να κουβαλούν όλη μέρα κάρβουνο από 320 μέτρα βάθος και να σπρώχνουν τα γεμάτα βαγόνια. [...] Στο ανθρακωρυχείο μένουν μέχρι τις 24/1/1945 [ή μέχρι τις 23/1/1945, κατά τον Μ. Κυπριωτάκη]. Είναι ο καιρός που προελαύνουν οι Ρώσοι προς την Πολωνία και οι Γερμανοί αναγκάζονται να μεταφέρουν τους αιχμαλώτους αλλού για να μην τους απελευθερώσουν. Αρχίσανε να βαδίζουν με τα πόδια από πόλη σε πόλη της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας. – «Τα βράδυα εμέναμε στους αχυρώνες των πολιτών. Δεν εβαδίζαμε ίσια. Πλησιάζαμε την Πράγα 8 χιλιόμετρα, εφύγαμε πίσω 180 και ξαναγυρίσαμε στην Πράγα στα 18. Οι Γερμανοί νομίζανε ότι θα μας προλάβουν οι Ρώσοι. Θυμούμαι ότι μείναμε και μέσα σε ένα σινεμά δύο μέρες. Σε ένα χωριό στην Τσεχοσλοβακία που σταματήσαμε, δεν θυμούμαι το όνομά του, οι Γερμανοί με στείλανε με άλλους δικούς μας να φέρομε ξύλα για να κάνομε το τσάι το πρωί. Εμείς μιλούσαμε Ελληνικά και μια γυναίκα μας άκουσε και πλησίασε. Ήταν από την Αθήνα απʼ έξω από ʼνα χωριό και είχε παντρευτεί από το μέρος εκείνο της Τσεχοσλοβακίας. Μας ετοίμασε φαγητό και μας περιποιήθηκε καλά. Θυμούμαι όντε φεύγαμε που μας αποχαιρέτηξε πίσω από την τζαμαρία του σπιτιού της κρυφά για να μην τη δουν οι Γερμανοί.» Οι Γερμανοί αποφασίζουν να γυρίσουν τους κρατούμενους πίσω στη Γερμανία. Η διαδρομή τους γίνεται πάντα με τα πόδια. Περάσανε έξω από τη Νυρεμβέργη, τη Δρέσδη, το Νόϊσταντ, το Βάϊχτεν. Στην πόλη Βάϊχτεν επιβιβάζονται σε ένα τρένο με ανοιχτά βαγόνια. Σε ένα μικρό σταθμό, 6 συμμαχικά αεροπλάνα κάνουν επίθεση στο τρένο. Οι αιχμάλωτοι πηδούν από το τρένο και βγάζοντας τα πουκάμισά τους κάνουν νοήματα στα αεροπλάνα για να καταλάβουν οι πιλότοι ότι το τρένο μεταφέρει αιχμαλώτους. – «Ευτυχώς που κατάλαβαν οι αεροπόροι ότι είμαστε αιχμάλωτοι και σταμάτησαν. Μόνο τα δύο πρώτα αεροπλάνα έριξαν βόμβες και σκοτώθηκε μια γυναίκα στο σταθμό και ένας άγγλος αιχμάλωτος τραυματίστηκε. Εκάνανε στροφή και εφύγανε.» Οι Γερμανοί τους μαζεύουν ξανά και τους οδηγούν σε μια βάση τους στο Δούναβη που λεγόταν Λάνς-χιούτ. Ηταν ένας μεγάλος συγκοινωνιακός κόμβος. Οι γραμμές του τρένου είχαν κοπεί και με τα πόδια περνούν απέναντι και μπαίνουν σε άλλο τρένο. Κατευθύνονται στο Νιούϊσμπουργκ όπου κάθονται δύο ημέρες και ξεκουράζονται. – «Μας βγάλανε τα ρούχα μας και τα βάλανε σε ένα κλίβανο και μας τα ξαναδώσανε. Επλυθήκαμε και ξεκουραστήκαμε δύο μέρες.» Μετά την ξεκούραση γυρίζουν με τα πόδια 20 χιλιόμετρα πίσω στο Λάνς-χιουτ. Οι αιχμάλωτοι θα επισκεύαζαν τις γραμμές των τρένων που καθημερινά τις βομβάρδιζαν οι σύμμαχοι. Υπήρχαν καταφύγια και έτρεχαν εκεί όταν χτυπούσε ο συναγερμός. – «Κάθε μέρα δουλεύαμε και εφτιάχναμε τις γραμμές και την άλλη μέρα τις χαλούσαν οι βόμβες. Μια μέρα εμέτρησα 24 σμήνη αεροπλάνα που ήρθαν να βομβαρδίσουν. Το κάθε σμήνος είχε 12 αεροπλάνα. Δηλαδή εκείνη τη μέρα εβομβαρδίσανε το σταθμό 288 αεροπλάνα. Εκράτηξε ο βομβαρδισμός τέσσερεις ώρες. Μια άλλη μέρα ήρθανε 32 σμήνη. Ο βομβαρδισμός τη μέρα αυτή κράτηξε 6 ώρες. Εβαρέθηκα να κάθομαι στο καταφύγιο.» Οι Γερμανοί πήραν τότε ένα μέτρο. Για να αναγκάσουν τα συμμαχικά αεροπλάνα να μη βομβαρδίζουν τη βάση, διέταξαν τους αιχμαλώτους να βρίσκονται πάνω στους στόχους κατά τριάδες με ένα Γερμανό επικεφαλής την ώρα του συναγερμού. Όμως οι Γερμανοί επικεφαλής φοβούμενοι και οι ίδιοι να μη σκοτωθούν, δεν εφάρμοσαν το μέτρο αυτό. Μετά από ένα βομβαρδισμό είχε ζητήσει ένας γερμανός πολίτης από το διπλανό χωριό τέσσερα άτομα για να ξαναφτιάξει το σπίτι του που το είχε γκρεμίσει μια βόμβα. Ο Μανόλης Πιταροκοίλης πήγε. –«Το χωριό ήτανε δίπλα στη βάση και το λέγανε Άλντντορφ. Η βόμβα που χάλασε το σπίτι του Γερμανού σκότωσε τη γυναίκα του. Θυμούμαι το Γερμανό που έβαλε το κουστούμι του και πήγε στο νεκροταφείο και έθαψε τη γυναίκα του. Εμείς φτιάχναμε το σπίτι όπως μπορούσαμε καλύτερα.» Οι μέρες περνούσαν και ο Μανόλης Πιταροκοίλης επισκεύαζε με τους τρεις συντρόφους του το σπίτι στο Άλντντορφ. [Την αναζήτηση της σκοτωμένης μητέρας ενός Γερμανού θυμάται ο Μανώλης Κυπριωτάκης, λέγοντας ότι βρήκανε μόνο το «μπούτι» της άμοιρης σκοτωμένης γυναίκας.] Ημερομηνία: 30 Απρίλη του 1945. – «Εκείνο το πρωί ακούσαμε να πέφτουνε βλήματα του πυροβολικού κοντά μας. Ετρέξαμε στο διπλανό δάσος και παρακολουθούσαμε από την κορφή ενός λόφου. Σε λίγο είδαμε ένα τζιπ να κατεβαίνει σιγά-σιγά. Είχε μια μεγάλη αμερικάνικη σημαία. Εγύρισε πίσω και σε λίγο άλλα τζιπ κατέβαιναν στην πλαγιά. Ήταν οι Αμερικανοί.» Πράγματι ήταν η 9η Αμερικανική Στρατιά η οποία τους απελευθέρωσε. Μαζεύτηκαν όλοι οι Έλληνες και ο αμερικανός διοικητής τους είπε να μείνουν στα σπίτια των Γερμανών δυο-δυο, τρεις-τρεις, μέχρι να μπορέσουν να γυρίσουν πίσω στην Ελλάδα. Σε λίγες μέρες οι Ελληνες αιχμάλωτοι (μεταξύ τους και ο Μανόλης) μπαίνουν σε ένα αγγλικό αεροπλάνο από το αεροδρόμιο στο Λάνς-χιουτ και πηγαίνουν στην πόλη Ρεμς της Γαλλίας που είναι κοντά στα γερμανικά σύνορα. Από εκεί με τρένο στην πόλη Σεντάμ της Γαλλίας. Με άλλο τρένο στην πόλη Σαλόν. Από το Σαλόν πίσω πάλι στο Ρεμς. Τους επιβιβάζουν σε αεροπλάνο και κατευθύνονται στην Οξφόρδη της Αγγλίας. – «Στην Οξφόρδη μείναμε στις παράγκες που είχε καταλύσει ο Μοντγκόμερι πριν περάσει στη Γερμανία με τα στρατεύματά του. Εκεί μας επισκέφτηκε ο βασιλιάς μας Γεώργιος. Μας χαιρέτηξε και έδωσε σε κάθε στρατιώτη 12 λίρες χάρτινες Αγγλίας και στους υπαξιωματικούς 14 λίρες. [Ο Μανώλης Κυπριωτάκης θυμάται την επίσκεψη του βασιλέως και τα δώρα, και ότι ένας συνάδελφός τους εκεί του πούλησε έναν κουραμπιέ – ο δύστυχος την άλλη μέρα δεν εζούσε!] Το μέρος που μείναμε το λέγανε Τρεις Γέφυρες. Ένα λεωφορείο ήρθε και μας πήρε και μας πήγε μια εκδρομή στο Λονδίνο.» Από τις Τρεις Γέφυρες πηγαίνουν με τρένο στη Γλασκώβη της Σκωτίας. Στη Γλασκώβη μπαίνουν σε καράβι και κατευθύνονται στη Νάπολη της Ιταλίας. Από την Νάπολη στον Τάραντα της Σικελίας. Στον Τάραντα μένουν αρκετές μέρες και με καράβι φτάνουν στον Πειραιά. Εκεί ο Μανόλης προσπαθεί να βρει καράβι για την Κρήτη. Στις 4 Αυγούστου 1945 καταφέρνει να φτάσει στο Ηράκλειο. Έτσι έληξε η αιχμαλωσία του Μανόλη Πιταροκοίλη, η οποία κράτησε 49 μήνες και 18 ημέρες 16/6/1941-4/8/1945.»



ε) Στο δρόμο της επιστροφής



[Στο Λάνσχιουτ (Lanshut) της Γερμανίας, μια πόλη κοντά στο Μόναχο, τον βρήκε το τέρμα του Πολέμου (την 30ήν Απριλίου 1943). Είχε φθάσει εκεί μετά από μιαν αναγκαστική μακρά πεζοπορία 79 ημερών (23-1-1945 έως 11-4-1945), στη διάρκεια της οποίας πέρασε από χωριά της Πολωνίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Αυστρίας και της Γερμανίας. Όσοι από την ομάδα του Μανωλάκη επέζησαν κατέληξαν στην αεροπορική βάση του Λάνσχιουτ της Γερμανίας (τον Απρίλιο του ʽ45). Εκεί κάπου τους απελευθέρωσε η 9η Αερομεταφερόμενη Αμερικανική Στρατιά και συντροφιά με Άγγλους και Κυπρίους μετέβησαν αεροπορικώς μέσω Ρέμς της Γαλλίας, στην Οξφόρδη της Αγγλίας και σιδηροδρομικώς στη Γλασκώβη της Σκωτίας. Στη Γλασκώβη φορτώθηκαν σʼ ένα πλοίο και κατέπλευσαν στη Νάπολη της Ιταλίας και τελικά οι έλληνες απόμαχοι συγκεντρώθηκαν στον Τάραντα, όπου έγινε και το τραπέζι του αποχαιρετισμού πριν από την επιστροφή στην Ελλάδα.]

― Εκάμετε καμμιάν καλή παρέα στην Ιταλία; τον ερώτησα για να χαλαρώσει μετά τη μακράν αφήγηση.

― «Ναί. Τραγουδούσα ιταλικά κι αυτοί ελληνικά [κατά τη διαμονή του στο Σερβιλιάνο]. Εγώ τως τα μάθαινα. Αμοναχός μου τά ʼπερνα.[Στο πλάι των Ιταλών ήπιε ένα κρασί, ένιωσε λιγάκι σαν άνθρωπος, είπε κι ένα τραγούδι.] Εγώ τραγουδούσα ιταλικά, αμοναχός μου τά ʼπερνα. Και μου λέγαν εμένα: Καντάρε Γκρέκο».

[Για να μου αποδείξει ότι κατέχει ιταλικά τραγούδια, ετραγούδηξε επιτόπου τις δύο πρώτες στροφές από την περίφημη «Λιλή Μαρλέν», το πιο αγαπημένο ερωτικό τραγούδι γερμανών και ιταλών στρατιωτών κατά τα 1942, όταν ο Μανωλάκης παρέμενε φυλακισμένος στο Σερβιλιάνο – το τραγούδι έγινε διάσημο μετά την εκτέλεσή του από τη Lale Andersen:]

»Tutte le sere / sotto quel fanal // presso la caserma / ti stavo ad aspettar. // Anche stasera aspetter‰, / e tutto il mondo scorder‰ // con te Lili Marleen / con te Lili Marleen / con te Lili Marleen ― O trombettier / stasera non suonar, // una volta ancora / la voglio salutar. // Addio piccina, dolce amor, / ti porter‰ per sempre in cor // con me Lili Marleen / con me Lili Marleen / con me Lili Marleen».

»Τη βραδιά που ήτονε να φύγομε από το Τάραντο τση Ιταλίας να μας-ε πάνε στην Ελλάδα εκάμαμε τραπέζι κι εφάγαμε παρέα. Τότες ήτον όλα εντάξει. Εθέλανε και να με παντρέψουνε ʼκει πέρα να πάρω μιαν κοπέλλα...»

― «Ένας αξιωματικός ήθελε να του πάρει την αμπλά ντου [=την αδελφή του]», συμπληρώνει από δίπλα η κυρία Άννα που μας άκουγε αμίλητη τόσην ώρα, «αλλʼ αυτός δεν ήθελε».

― «Ήτον ένα μεγάλο μέγαρο, χίλια τετραγωνικά, κι είχενε μέσα Αμερικάνους... Επήραμε κασόνια μπύρες κι εκάτσαμε κι εφάγαμε κι ήπιαμε ένα κρασί».



στ) Η “υποδοχή” στο Ηράκλειο



[Ηράκλειο, Πειραιάς, Χάσκοβο Αργυροκάστρου, Τρεμπεσίνα, Αυλώνας, Πρίντεζι, Τάραντας, Σερβιλιάνο, Μάντοβα, (Βόλφσμπεργκ;), Λάμσντορφ, Νόρντορφ, Ούντεφελ, Λάνσχιουτ, Οξφόρδη, Γλασκώβη, Νάπολη, Τάραντας, Πειραιάς, Ηράκλειο. 1941-1945. Είχα μείνει έκπληκτος από τα τόσα ονόματα και τις τόσες ημερομηνίες που κρατούσε ακόμη στο μυαλό του ο συνομιλητής μου. Δεν είχα, βέβαια, άμεσο τρόπο να επιβεβαιώσω όσα μού ʼλεγε, και σκέφτηκα να τον θέσω σε μια τελική δοκιμασία:]

― Θυμάσαι πώς ελέγανε το πλοίο που σας ήφερε στην Ελλάδα;

― «Νέα Υόρκη λέγουντανε το πλοίο μου μας ήφερε από το Τάραντο της Ιταλίας. Και μας ήφερε στον Πειραιά. Ίσαμε που γύρισα μέ ʼχανε χαημένο οι δικοί μου και δεν εκατέχανε πράμμα. Εκάμανε καιρούς και ζαμάνια για να μάθουνε πού ʼμουνα. Μέ ʼχανε χαημένο».

[Πράγματι, το πλοίο της επιστροφής ήταν το 27.000 τόννων παλαίμαχο αμερικανικό USS New York (BB-34), κατασκευής 1914 –τη χρονιά που γεννήθηκε ο Μανωλάκης– και το οποίο βυθίστηκε αχρηστευμένο πλέον το 1948.]

― Είντα γίνηκε όντεν ήφταξες στην Κρήτη; [Την 4ην Αυγούστου του 1945 έφτασε στο Ηράκλειο και τη 15ην Αυγούστου στο χωριό του.]

― «Εθέλανε να υπογράψω είντά ʼμουνα: του ΕΑΜ γή του ΕΟΚ ! Εγώ ʼμαι, λέω απλός στρατιώτης, απλός...» [Έχανε τα λόγια του... Πώς να εξηγήσει τα βάσανα που πέρασε στα τέσσερα χρόνια της απουσίας του; Αλήθεια, παράξενη «τελετή υποδοχής» από τους συμπατριώτες!]

― «Αποκειάς τον επήγανε και του κάμανε διαβαστικά, γιατί τάʼχενε χαημένα, και βελόνες για να συνεφέρει», συμπληρώνει από δίπλα η κερά-Άννα.

― Τελειωμό δεν έχουνε τα βάσανα τʼ αθρώπου!

― «Άχι, μωρέ παιδί μου, μα ετσά ʼναι κιόλας!»

Εδώ κάπου διακόπτεται η αφήγηση. Τα χρόνια περάσανε κι ο Μανωλάκης εγνώρισε την ηρεμία στην αγκαλιά της οικογένειάς του. Όποιος έχει χρόνια να ζήσει, δεν τα χάνει. Πλούτη, όμως, δεν έκαμε. Ο τυφλός και γέρος (92 ετών) Εμμανουήλ Κυπριωτάκης του Φραγκίσκου είναι άπορος: δεν είχε ούτε έχει τη δυνατότητα να υποστηρίξει δικαστικώς οιανδήποτε προσφυγή προς αποζημίωση από τη Γερμανική (ή την Αυστριακή) Κυβέρνηση για την εν καιρώ πολέμου καταναγκαστική εργασία στη διάρκεια της αιχμαλωσίας του (στο διάστημα 1943-45). Δημοσιεύω με τη θέλησή του την πολύπαθη ιστορία την οποία μου διηγήθηκε πρόπερσι (την εσπέρα της 9ης Μαϊου 2004), για να διορθωθεί αφενός το επίθετό του στον δημοσιευθέντα κατά την επαινετή έρευνα του συνεργάτου της «Πατρίδος» Γιώργου Καλογεράκη (στο φύλλο της 2ας Μαρτίου 2005) κατάλογο των 60 (λείπει ένας, τουλάχιστον) ηρακλειωτών ομήρων του στρατοπέδου Λάμσντορφ (Lamsdorf), και για να σταλθεί αφετέρου μήνυμα στους 12(;) εν ζωή άλλοτε συγκρατουμένους του στα γερμανικά στρατόπεδα της κατεχομένης Πολωνίας και της Γερμανίας ότι είναι ακόμη ζωντανός και θυμάται λεπτομερώς όσες κακουχίες περάσανε μαζύ (κι όσα ετράβηξε στην Ιταλία με άλλους αιχμαλώτους)! Παρακαλούμε πολύ τα εν Ηρακλείω αρμόδια Προξενεία (Αυστρίας και Γερμανίας) καθώς και τον εν Γενεύη της Ελβετίας Διεθνή Οργανισμό Μεταναστεύσεων (International Organization for Migration, German Forced Labour Compensation) να προσέξουν (αν την προσέξουν ποτέ) και την περίπτωση του βασανισμένου υπερήλικα από τα Πεζά και να του δώσουν τάχιστα τη χαρά μιας ηθικής τουλάχιστον ικανοποιήσεως. Άλλωστε, για τα εκατοντάδες (800) μεροκάματα της αιχμαλωσίας του, κανείς δεν θα κατέκρινε και την πιθανή απαίτηση του ιδίου ή των απογόνων του να του δοθεί μια έκτακτη οικονομική αποζημίωση. Η παραμικρή ηθική αναγνώριση και κυρίως η επίσημη συγγνώμη από μέρους των άλλοτε εχθρών και καταπιεστών του, θα ήταν μια καλή παρηγοριά και μια συμπονετική ανάσα στην απορία των γηρατειών του, μια ανείπωτη χαρά στα (ελάχιστα) χρόνια που του απομένουνε να ζήσει.

Αλλʼ επειδή η οφειλομένη συγγνώμη προβλέπω πως θα καθυστερήσει, ανεζήτησα (πέρα από την παρούσα δημοσίευση της ιστορίας του) να δωρίσω στον ταλαίπωρο γέροντα (όσο χαίρεται ακόμη την ακοή του) την ηχογράφηση (του 1943) του «Λιλή -Μαρλέν» («Lili Marleen») από τη Λίλα Τέρμινι (Lila Termini), σε μετάφραση στα ιταλικά από τον Νίνο Ραστέλι (Nino Rastelli, 1941;), το φορτωμένο με αναμνήσεις εκείνο τραγούδι που συγκινούσε μέχρι δακρύων εμπολέμους και των δύο εχθρικών στρατοπέδων!

[[ Για την ιστορία του φημισμένου τραγουδιού, δυο λόγια: Το 1915 ένας νεαρός στρατιώτης από το Αμβούργο ονόματι Χάνς Λάιπ (Hans Leip) έγραψε το ποίημα προτού να πάει στο Ρωσικό Μέτωπο κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1937 ο Χάνς Λάιπ ετύπωσε το ποίημα σε μια συλλογή. Το 1938 ο Νόρμπερτ Σούλτσε (Norbert Schultze) μετέγραψε τα λόγια σε μουσική. Το 1939 η Λάλε Άντερσεν (Lale Andersen) το ηχογράφησε. Το 1941 ο γερμανικός ραδιοφωνικός σταθμός του Βελιγραδίου έκαμε την αρχή και το έπαιζε (για την ενίσχυση του χαμηλού ηθικού των γερμανών στρατιωτών) απαραίτητα κάθε βράδυ. Και επειδή τα ραδιοφωνικά κύματα δεν γνωρίζουν σύνορα, το τραγούδι ακουγόταν και από τους Γερμανούς και από τους Συμμάχους κι έτσι ταχύτατα έγινε δημοφιλές σε αμφότερες τις πλευρές του Μετώπου. Το 1943 ο Νίνο Ραστέλι (Nino Rastelli) μετέφρασε το τραγούδι στα Ιταλικά και η Λίλα Τέρμινι (Lina Termini) το ηχογράφησε. Το 1943 η Μαρλαίν Ντίτριχ (Marlene Deitrich) ήρχισε να το ερμηνεύει σε μια προσωπική εκδοχή, πιθανώτατα και στα Γερμανικά και στα Αγγλικά. Το 1944 οι Φίλιψ και Κόνορ (J.J. Phillips, Tommie Connor) μετέφρασαν το τραγούδι στα Αγγλικά και το ηχογράφησε η Άνυ Σέλντον (Anne Sheldon). Αυτή είναι η τέραστια δύναμη του καλού στίχου και της καλής μουσικής, γνωστή στους προπαγανδιστές και παραμυθιολόγους κάθε εποχής. Παρόμοια σκέφτηκε και ενήργησε η Αγγλική Αντικατασκοπία, η οποία μετά την κατάληψη της Κρήτης (αρχές Ιούνη του ʼ41;) έριξε στην ύπαιθρο του Ηρακλείου (μόνο;) από αεροπλάνα προκηρύξεις για να παρηγορηθούν οι ηττημένοι Κρητικοί. Εγνώριζαν οι Σύμμαχοι, ότι με μια μαντινάδα θα χτύπαγαν την πιο ευαίσθητη χορδή των: Η προκήρυξη (που βρέθηκε στα Πεζά από τον Κ. Καμπιτάκη και διαβάστηκε προτού να την κάψει), ήρχιζε ως εξής: “Υπομονή κι υπομονή, καρτέρι κι ακαρτέρι / Ετούτος ο ανήφορος κατήφορο δα φέρει! ]]



Κατάλογος 60 Πεδιατιτών (κυρίως) αιχαμλώτων του πολέμου σε τάγματα εργασίας στην Γερμανία (1942-1945)



– Ονοματεπώνυμο και καταγωγή: 1. Καβρουδάκης Σήφης (Ζουρίδι Ρεθύμνης), 2. Πιταροκοίλης Μανώλης (Απάνω Καρουζανώ), 3. Τρευλάκης Τρύφωνας (Μαθιά), 4. Λιονάκης Γιώργης (Καστέλι Πεδιάδος), 5. Νηστικάκης Μιχάλης (Πηγαϊδούρι/Πολυθέα), 6. Δρακάκης Γιώργης (Βαρβάρω/Αρχάγγελος), 7. Παπαδομανωλάκης Στέλιος (Μουχτάρω/Ευαγγελισμός), 8. Σαπουντζάκης Αριστείδης (Ζωφόροι), 9. Καλυκάκης Μανώλης (Σμάρι), 10. Παπαγιαννάκης Χριστόφορος (Αποστόλοι), 11. Παπαδογιωργάκης Λευτέρης (Αποστόλοι), 12. Μπορμπουδάκης Φίλιππας (Ασκοί), 13. Δηλαβεράκης Μανώλης (Κασταμονίτσα), 14. Κορναράκης Μανώλης (Αμαργιανώ), 15. Κορναράκης Αντώνης (Αμαργιανώ), 16. Κριτσωτάκης Μανώλης (Αμαργιανώ), 17. Ψαράκης Αριστόδημος (Αμαργιανώ), 18. Παπουτσάκης Νικολής (Αρμάχα), 19. Γκιαουράκης Μιχάλης (Γεράκι), 20. Ζηδιανάκης Μανώλης (Γεράκι), 21. Αποστολάκης Ανδρέας (Θραψανό), 22. Μανιδάκης Γιώργης (Θραψανό), 23. Δοξαστάκης Κωστής (Θραψανό), 24. Μπορμπουδάκης Μιχάλης (Βόνη), 25. Παπαδάκης Λευτέρης (Βόνη), 26. Κριτσωτάκης Νικολής (Γαλατάς), 27. Παπαδάκης Παντελής (Νιπηδητός), 28. Φραγκάκης Αντώνης (Νιπηδητός), 29. Παπαδημητράκης Μανώλης (Παναγιά), 30. Φιλιππάκης Στέλιος (Χερσόνησος), 31. Μουντράκης Γιώργης (Κουτουλουφάρι), 32. Μαραγκάκης Ζαχαρίας (Κουτουλουφάρι), 33. Λαγουδάκης Χαρίλαος (Μοχός), 34. Κορνελάκης Γιάννης (Μοχός), 35. Ξανθάκης Μιχάλης (Κασσάνοι), 36. Γαβριλάκης Στέλιος (Καραβάδω), 37. Καρτσάκης Λευτέρης (Καραβάδω), 38. Γραμματικάκης Νικολής (;), 39. Κατσαμπροκάκης Γιάννης (Αχεντριάς Μονοφατσίου), 40. Βουϊδάσκης Κωστής (Μεσοχωριό Μονοφατσίου), 41. Σκορδίλης Μύρος (Φιλίππω Μονοφατσίου), 42. Βελεγράκης Χαράλαμπος (Ροτάσι Μονοφατσίου), 43. Βελεγράκης Νικολής (Ροτάσι Μονοφατσίου), 44. Καπετανάκης Δημήτρης (Πύργος Μονοφατσίου), 45. Σπυριδάκης Αγγελής (Ασήμι Μονοφατσίου), 46. Ρογδάκης Γιάννης (Πάρτηρα Μονοφατσίου), 47. Κριτσωτάκης Αλέξης (Χουμέρι Μονοφατσίου), 48. Μαρκοδημητράκης Νικολής (Αρχάνες Τεμένους), 49. Μιχαλάκης Μανώλης (Αρχάνες Τεμένους), 50. Τζανάκης Γιώργης (Αρχάνες Τεμένους), 51. Λουλακάκης Γιάννης (Σκαλάνι), 52. Αγγελάκης Γιώργης (Ηράκλειο Τεμένους), 53. Τσιμπούκης Γιώργης (Ηράκλειο), 54. Ζαχαριουδάκης Γιώργης (Ζαρός;), 55. Σφακάκης Δημήτρης (Πιτσίδια Πυργιωτίσσης), 56. Λιμοτυράκης Φίλιππας (Πηγαϊδάκια Μονοφατσίου), 57. Πρατσίνης Μιχάλης (Μίλατος Μεραμπέλου), 58. Ροδανάκης Νικολής (Ζάκρος Σητείας), 59. Δασκαλάκης Γιώργης (Ζάκρος Σητείας), 60. Κυπριωτάκης Μανώλης (Πεζά Πεδιάδος), 61. (;) ...