Ουσιαστικές διαρθρωτικές αλλαγές προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ). Ο διοικητής της ΤτΕ κ.Νικόλαος Γκαργκάνας μιλώντας χθες σε εκδήλωση του Ελληνοβρετανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου ανέφερε ότι η οικονομία χρειάζεται ουσιαστικές διαρθρωτικές αλλαγές, απ΄αυτές που «πονάνε και έχουν πολιτικό κόστος» και όχι αυτές που έχουν «διακοσμητικό χαρακτήρα».
Διαπίστωσε δε ότι η χώρα μας υστερεί όσον αφορά στις πρώτες, αποδίδοντας την ευθύνη όχι μόνο στις κυβερνήσεις αλλά και στην «μυωπία» που διακρίνει την ελληνική κοινωνία. Οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να συμβάλουν στη μείωση των δυσκαμψιών στις αγορές εργασίας και προϊόντων, στη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος καθώς και στην αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού.
Ο κ. Γκαργκάνας απέδωσε τις αντιδράσεις που εμφανίζει η κοινωνία έναντι των μεταρρυθμίσεων, στην κουλτούρα αντιπαράθεσης που έχει επικυριαρχήσει. Ανέφερε για παράδειγμα την ασφαλιστική μεταρρύθμιση που προχώρησε προσφάτως στη Δανία σε κλίμα συναίνεσης παρά τους επαχθείς όρους που επέφερε. Πιο συγκεκριμένα αποφασίστηκε η κατά δύο χρόνια επέκταση του ορίου εργασίας από τα 65 στα 67 έτη. Αντιθέτως στην Ελλάδα, όπως ανέφερε με μία δόση πικρίας ο διοικητής της ΤτΕ ,απουσιάζει η κουλτούρα του διαλόγου με αποτέλεσμα όταν ο ίδιος συστήνει, όχι την αύξηση του ορίου ηλικίας, αλλά τον περιορισμό των περιπτώσεων πρόωρης συνταξιοδότησης, να προκαλείται θύελλα αντιδράσεων.
Αγκυλωμένη σε απόψεις μίας άλλης εποχής εμφανίζεται η κοινωνία σύμφωνα με τον κ. Γκαργκάνα και στη στάση που τηρεί έναντι προβληματικών επιχειρήσεων. Όπως υπογράμμισε χαρακτηριστικά «δίνουμε μάχες οπισθοφυλακών», αναφέροντας ως παράδειγμα την εταιρεία Λιπασμάτων για την οποία ανέφερε ότι δεν «ωφελεί να προσπαθείς να τη διατηρήσεις εν ζωή όταν το κόστος παραγωγής στη Βραζιλία είναι το 1/10 σε σύγκριση με αυτό της Ελλάδος». Ανάλογο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας αντιμετωπίζουν και άλλες βιομηχανίες οι οποίες έχουν απολέσει προ πολλού το μοναδικό συγκριτικό πλεονέκτημα που διέθεταν, αυτό της φθηνής, ανειδίκευτης εργασίας. Ο διοικητής της ΤτΕ επεσήμανε ότι οι βιομηχανίες αυτές ορθώς μεταναστεύουν από την Ελλάδα. Ταυτοχρόνως διαπίστωσε ότι η ελληνική οικονομία, παρά τις περι του αντιθέτου διακηρύξεις των πολιτικών της ταγών, μάλλον αποθαρρύνει την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Όπως ανέφερε «εφόσον δεν είναι δυνατόν να είμαστε ανταγωνιστικοί με βάση το φθηνό εργατικό κόστος, η χώρα μας πρέπει να στραφεί στην άνοδο του επιπέδου του εργατικού δυναμικού. Στο πλαίσιο αυτό αποκτά ιδιαίτερη σπουδαιότητα η αναβάθμιση της εκπαίδευσης.»
Αυτοκριτική έκανε ο κ.Γκαργκάνας για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε η Τράπεζα της Ελλάδος επικοινωνιακά την έλευση του ευρώ. Όπως είπε η πρακτική «ορισμένων μανάβηδων που ακρίβυναν αυθαίρετα τα ραπανάκια την περίοδο της μετατροπής των τιμών σε ευρώ, έχει επισκιάσει τα οφέλη που έχει αποκομίσει η ελληνική οικονομία από το ενιαίο νόμισμα. Ο ίδιος υπεραμύνθηκε του ενιαίου νομίσματος αναφέροντας ότι το ευρώ δεν έφερε την ακρίβεια, και δεν ευθύνεται γι΄αυτήν επιρρίπτοντας την ευθύνη στις πρακτικές που ακολούθησαν ορισμένες κοινωνικές ομάδες. Αντιθέτως υπενθύμισε ότι χάρη στην συμμετοχή μας στην ΟΝΕ οι Έλληνες δανείζονται για την αγορά κατοικίας με χαμηλότερα επιτόκια σε σύγκριση με τους Γερμανούς. Γενικότερα υπογράμμισε ότι το ευρώ συνέβαλε αποφασιστικά στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού (ο οποίος την τελευταία εξαετία προ της εισαγωγής του ενιαίου νομίσματος αυξάνονταν με ρυθμό 17,5%) καθώς και στην ενίσχυση των ρυθμών ανάπτυξης από το 0,75% που ήταν κατά μέσο όρο την εξαετία πριν από την ένταξη μας στη ζώνη του ευρώ.
Αναφερόμενος στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, ο κ. Γκαργκάνας ιεράρχησε ως πρώτη προτεραιότητα την ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας. Τούτο θα απαιτήσει τη διασφάλιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης και τη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Πρότεινε την μείωση του δημόσιου τομέα καθώς, όπως είπε, χρειάζεται ένα μικρότερο αλλά πιο αποτελεσματικό κράτος που δεν θα αποτελεί εμπόδιο στο άνοιγμα της οικονομίας , πράγμα που όπως είπε ακόμη συνεχίζει να συμβαίνει συχνά. Συνέστησε τη μείωση της φορολογίας τόσο του εισοδήματος όσο και των επιχειρήσεων προκειμένου η χώρα μας να προσελκύσει νέες παραγωγικές δραστηριότητες.