Της Μαριάννας Θαμνίδου

Θεέ μου... έσκουζε και δάγκωνε τα κάτω χείλη της, γιατί με τιμωρείς διπλά...γιατί την αφήνεις να λιώνει σαν κερί μέρα νύχτα...φωτιά που δεν πρόκειται να την σβήσουν τα δάκρυα μιας ολάκερης ζωής, μουρμούριζε, κουνώντας μπρος πίσω την πλάτη της, τις στιγμές που προσπαθούσε να ζέψει τις δυνάμεις της για να υπηρετήσει την κόρη της, που ψυχορραγούσε στο κρεβάτι. Κρυφά στεκάμενος στη μεσόπορτα την άκουγα να ξεστομίζει σπασμωδικές φράσεις ανάμεσα σε κλαυθμούς και βογκητά και φοβόμουν πραγματικά πως θα ‘χανε τα λογικά της, αν επρόκειτο να της πάρουν μέσα από τα χέρια της το λουλούδι που φύλαγε... γιατί δεν μπορεί να χωρέσει νους ανθρώπου ότι η μάνα που εκπλιπαρούσε νυχθημερόν τα θεία, χωρίς να αφήσει προσευχή αδιάβαστη ή τάξιμο που να μην υποσχεθεί, μπορούσε να γίνει μεμιάς γριά λύκαινα, έτοιμη να κατασπαράξει, ανεξαιρέτως όποιον τολμούσε να επιβουλευτεί ή να κακοκαρδίσει τη μοναχοκόρη της.

Και μέσα στην παραζάλη της δεν είχε εξαιρέσει μέσο για μέσο ιατρικής φύσεως και μη, το οποίο υποσχόταν κάποια μορφής ίαση, που να μην το χρησιμοποιούσε, χωρίς ενδοιασμούς, με την ελπίδα ότι θα διέκρινε κάποιο αχνό σημάδι καλυτέρευσης, όπως κάποιο μειδίαμα ή ζωντάνεμα στο απλανές βλέμμα της κατάκοιτης.

Όταν σωζόταν η υπομονή της, απειλούσε κρυφά πως αν ο Θεός έπαιρνε την κόρη της, θα αρνιόταν καν να κοιτάξει ξανά τα άλλα παιδιά της, τον Γιωργάκη και εμένα, έλεγε επίσης πως θα άφηνε το σπιτικό να ερημώσει, πως κατάρα πλανιόταν στους φρεσκοβαμμένους τοίχους του ήδη από τον καιρό που είχε χάσει τον άνδρα της και ότι το μίασμα είχε μαγαρίσει το απροφύλαχτο κορμί του παιδιού της. Τις στιγμές που την άκουγα φοβόμουν να μην τύχει και διασταυρωθεί το βλέμμα της με το δικό μου, γιατί δεν ήταν αυτή η καρτερική μάνα, που διαφέντευε το σπίτι και τους δικούς της με μόνη ανταμοιβή το γλυκό χαμόγελό τους κατά την εσπέρα και λογάριαζα πως αν άφηνε την τελευταία πνοή της η αδερφή μου, θα μας έβρισκαν άλλα κακά τρισχειρότερα από τότε που πέθανε ο πατέρας μας.

Και λίγο λίγο μου έγινε συνήθεια να προσπαθώ να λαθρακούω για να καταλάβω αν γυρίζει να κοιτάξει και εμάς στον Γολγοθά που ανεβαίνει ή αν μας έχει ξεχάσει πέρα ως πέρα. Και όσο ξάπλωνα ζαρωμένος στο κρεβάτι μου για να ζεστάνω το άκαμπτο κορμί μου, τόσο μανιωδώς δούλευα από το χάραμα για να μη μας λείψουν τα καθημερινά, να μην σωθούν όσα με κόπους είχαμε πάρει από την πατρική γη. Μα όλα εξανεμίζονταν πολύ γρηγορότερα από όσο υπολόγιζα.

Πιο πολύ από εμένα, η μάνα τιμωρούσε για δυσνόητο, κάποιες φορές, λόγο, το σώμα της και την ψυχή της. Θαρρoύσες πως περίμενε στην άκρη του γκρεμού κάποιο αόρατο λάκτισμα, που θα την αποτελείωνε, που θα την ανάγκαζε να εγκαταλείψει τη ζωή με μια και μόνη κραυγή, εκείνη που μάταια προσπαθούσε να βγάλει από τα σωθικά της, όταν μας κοιτούσε με στεγνά, διογκωμένα μάτια. Και όσο οι μέρες περνούσαν, η τιμωρία της φαινόταν να γίνεται φρικτότερη, ώσπου ένα σούρουπο ξέσπασε σε σιγανό λυγμό στο δωμάτιο της ετοιμοθάνατης. Έτρεξα ξυπόλυτος στην πόρτα και την είδα σκυφτή να αγκαλιάζει το πρόσωπο της κόρης της και να το βρέχει μέσα στα αναφιλητά της. Ήθελα να την πλησιάσω, μα δεν μπορούσα.

Το σώμα μου είχε πετρώσει. Σε όλη τη λειτουργία δεν απομακρύνθηκε από την τελευταία κλίνη της αδικoχαμένης.

Κανένας δεν προσπάθησε να τη συγκρατήσει.

Τις επόμενες μέρες δεν μας έγνεφε ούτε καταφατικά, ούτε αρνητικά σε ό,τι και αν της λέγαμε. Καθόταν αμίλητη σαν να την έζωνε πηχτό σκοτάδι. Μετά από μήνες δέχτηκε να έρθει μαζί μου στο χωράφι, τάχατες για να με βοηθήσει.

Ξάφνου, εκεί που καθόμουν ανακούρκουδα κοντά της, το στομα της συσπαστηκε, το πρόσωπό της γλύκανε και τότε μου εκμυστηρεύτηκε ότι ένιωθε ενοχή που δεν απέτρεψε το κακό, πως ο Θεός την εκδικήθηκε για ένα παιδί, το οποίο, καταπώς ήθελε, το είχε χάσει, που εάν, όπως έλεγε, το ‘φερνε στον κόσμο θα ήταν καρπός μιας απεχθούς σχέσης με καποιον που την είχε κακομεταχειριστεί και ότι τις νύχτες φανταζόταν πως ερχόταν κοντά της με την μορφή της αγαπημένης κόρης της.

Σαστισμένος, δεν ήξερα τι να απαντήσω. Ένιωσα πως μπήκα στο πετσί της για πρώτη φορά μετά την απώλεια.

Την αγκάλιασα και την έτριψα για ώρα στην πλάτη.