του Νίκου Τσαγκαράκη

Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΤΩΝ ΠΙΘΗΚΩΝ:

Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ

WAR FOR THE PLANET

OF THE APES

Σκην.: Ματ Ριβς

Πρωτ.: Άντι Σέρκις (motion capture, φωνή), Τζούντι Γκριρ (motion capture, φωνή), Στιβ Ζαν (motion capture, φωνή), Γούντι Χάρελσον, Έιμια Μίλερ

Δεκαπέντε χρόνια μετά από την εξέγερσή τους, οι πίθηκοι εξακολουθούν να μάχονται για την επιβίωσή τους, όπως εξάλλου κάνουν κι οι άνθρωποι, αφού η ζωή του ενός είδους εξαρτάται από τον θάνατο του άλλου. Αυτή τη φορά, ο αρχηγός των πιθήκων, Σίζαρ, έχει ν’ αντιμετωπίσει έναν παρανοϊκό αξιωματικό, σε μια μάχη που θα κρίνει το μέλλον του πλανήτη.

Δραματική περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, η οποία, μετά από τα «Ο Πλανήτης των Πιθήκων: η εξέγερση» («Rise of the Planet of the Apes», Ρούπερτ Γουάιατ, 2011) και «Ο Πλανήτης των Πιθήκων: η αυγή» («Dawn of the Planet of the Apes», Ματ Ριβς, 2014), αποτελεί το τρίτο από τα prequel που λογικά κάποια στιγμή θα καταλήξουν εκεί που άρχιζε ο «Πλανήτης των Πιθήκων» («Planet of the Apes», Φράνκλιν Τζέι Σάφνερ, 1968) με τον Τσάρλτον Ίστον.

Η φετινή προσθήκη της σειράς πλησιάζει αρκετά κοντά (χωρίς να μπορώ να περιγράψω ακριβώς με ποιόν τρόπο, ώστε να μην αποκαλύψω το τέλος), αφού προηγουμένως έχει ξεδιπλώσει ακόμη μια σχολαστικά και μεθοδικά γραμμένη παραβολική ιστορία για τα θεμελιώδη γνωρίσματα της ζωικής μας φύσης: βιολογία, ένστικτο επιβίωσης, ευφυΐα και ηθική. Ο σεναριογράφος της προηγούμενης ταινίας της σειράς, Μαρκ Μπόμπακ, μαζί με τον σκηνοθέτη Ριβς, που επίσης επιστρέφει εδώ, παραδίδουν λεπτοδουλεμένους χαρακτήρες σε μια ιστορία που βασίζεται ξανά περισσότερο στη δραματουργική δεξιοτεχνία της, παρά στον εύκολο εντυπωσιασμό της δράσης, η οποία διατηρείται όπως πάντα σε περιορισμένη έκταση.

Όμως, η μεγαλύτερη συμβολή αυτής της τριλογίας, είναι ίσως ο τρόπος με τον οποίο ‘εμψύχωσε’ τα ψηφιακά εφέ, τα οποία δε χρησιμοποιεί πρωτίστως για την κατασκευή θεάματος, αλλά για τη σύνθεση και την έκφραση των χαρακτήρων. Η δύο φορές υποψήφια για Όσκαρ ομάδα με επικεφαλής τον βετεράνο Τζο Λετέρι, είναι απλώς αυτονόητο ότι θα βρεθεί υποψήφια για τρίτη φορά και θα είναι άδικο να ξαναχάσει το βραβείο, αφού η αποτύπωση ερμηνείας (performance capture), το σύστημα δηλαδή με το οποίο μεταφέρονται οι σπουδαίες ερμηνείες του καστ πάνω στους ψηφιακά κατασκευασμένους χαρακτήρες, αποδεικνύεται πιο εντυπωσιακό με κάθε νέα ταινία στην οποία χρησιμοποιείται, προσφέροντας συνεχώς μεγαλύτερη εκφραστική ποικιλία και συναισθηματικές αποχρώσεις, οι οποίες αποδίδουν με θαυμαστή ακρίβεια τις διακυμάνσεις που παρουσιάζει το σενάριο. Όσο για τις ίδιες τις ερμηνείες που βρίσκονται κάτω από την ψηφιακή επικάλυψη κι αξίζουν επιπλέον βραβεία, η Ακαδημία θα πρέπει επιτέλους να προχωρήσει σε κάτι που έπρεπε να είχε ξεκινήσει προ πολλού, ν’ αναθεωρήσει δηλαδή τους κανόνες της για τον ορισμό της κινηματογραφικής ερμηνείας.

Ωστόσο, διατηρώ δύο παράπονα για την ταινία, αναφορικά με την έκταση της ιστορίας. Το πρώτο είναι ότι, όσο επιδέξια κι αν το κάνει, από ένα σημείο και μετά το σενάριο μοιάζει να χειρίζεται υπερβολικά λεπτομερειακά ζητήματα σε σχέση με όσα υπόσχεται ο τίτλος του. Γνωρίζοντας και προσδοκώντας δηλαδή την κατάληξη από την πρώτη ταινία του 1968, κάθε καινούρια προσθήκη στη σειρά μοιάζει να κάνει πολύ μικρά μικρά βήματα προς το τελικό διακύβευμα, που είναι η κατάκτηση της Γης από τους πιθήκους, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια αίσθηση ‘ξεζουμίσματος’ της ιστορίας.

Το δεύτερο είναι ότι η δράση του σεναρίου παραμένει γεωγραφικά περιορισμένη, δυσανάλογα με την πολύ μεγαλύτερη έκταση που υπόσχεται η λέξη “πλανήτης” στον τίτλο. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τη λέξη “πόλεμος” στον αγγλικό τίτλο, αφού η κορύφωση της πλοκής είναι πολύ μικρότερη σε κλίμακα και διάρκεια από έναν πόλεμο, με αποτέλεσμα να περιγράφεται ακριβέστερα από την ελληνική μετάφραση, ως απλώς μία ακόμη σύγκρουση ανάμεσα στα δύο είδη.

Ίσως αυτό να διορθωθεί μελλοντικά, αφού δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αυτό είναι το τέλος των prequel, κι είναι από τις λίγες φορές που μια επόμενη συνέχεια είναι ευπρόσδεκτη, εφόσον διατηρηθούν τα ίδια υψηλά μέτρα σεναριογραφικής και τεχνικής ποιότητας, στα οποία συνηθίσαμε μέχρι τώρα.