Toυ Αιμίλιου Ψαθά*

Η ζωή στην αρχαία Αθήνα κυλούσε με χαρές και λύπες, με γιορτές και διασκεδάσεις, αλλά και με βάσανα, όπως και σήμερα. Και τότε, δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν από την εποχή μας, γίνονταν ληστείες, φόνοι και αδικίες, υπήρχαν στην κοινωνία προβλήματα κληρονομιάς, περιπτώσεις λιποταξίας, περιπτώσεις παράνομης χορήγησης αναπηρικής σύνταξης, μοιχείας… Και τα δικαστήρια δούλευαν για να απονείμουν δικαιοσύνη.Στους δικανικούς λόγους (λόγους εκφωνημένους στα δικαστήρια) που μας σώθηκαν ζωγραφίζονται ζωηρότατα τέτοια προβλήματα. Ως παράδειγμα αναφέρομε την περίπτωση του Ευφιλήτου, ενός μάλλον φτωχού νεαρού αγρότη, που η γυναίκα του τον κεράτωνε με έναν πλούσιο νεαρό εραστή που ονομαζόταν Ερατοσθένης. Ο Ευφίλητος τους έπιασε επ’ αυτοφώρω και σκότωσε τον εραστή επί τόπου. Οι συγγενείς του εραστή οδήγησαν τον απατημένο σύζυγο στο δικαστήριο ως δολοφόνο. Τα γεγονότα περιγράφονται στον λόγο που έγραψε ο αρχαίος λογογράφος Λυσίας. Αυτόν αποστήθισε ο κατηγορούμενος Ευφίλητος και τον απήγγειλε ως απολογία στο δικαστήριο. Έτσι γινόταν τότε. Ο Ευφίλητος απολογούμενος είπε ότι ο Ερατοσθένης, που ξελόγιαζε παντρεμένες γυναίκες, τον πρόσβαλε θανάσιμα. Ο ίδιος την γυναίκα του αρχικώς δεν την στενοχωρούσε. Δεν της έδινε όμως υπερβολική ελευθερία να κάνει ό,τι θέλει. Και την φύλαγε και την πρόσεχε, όπως ήταν φυσικό. Και εκείνη ήταν πολύ καλή σε όλα, φοβερή οικοδέσποινα, καλή οικονόμα και διαχειριζόταν άριστα τα πάντα μέσα στο σπίτι. Και όταν γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί, της έδωσε περισσότερη ελευθερία. Σφάλμα του.Κάποτε πέθανε η μητέρα του. Κατά την εκφορά της νεκρής βρήκε την ευκαιρία ο Ερατοσθένης να πλησιάσει την ζωηρούλα, όπως φαίνεται, σύζυγο του Ευφιλήτου και να της κάνει, ο αθεόφοβος, ανήθικες προτάσεις. Και οι δελεαστικές προτάσεις συνεχίστηκαν μέσω της δούλας που η ζωηρούλα σύζυγος έστελνε στην αγορά για ψώνια. Και η σύζυγος τελικώς ενέδωσε. Και όποτε ο Ευφίλητος έλειπε στα χωράφια, ο νεαρός Ερατοσθένης τον κεράτωνε με την σύζυγό του. Στο διώροφο σπίτι τους ο Ευφίλητος κοιμόταν με την γυναίκα του στον επάνω όροφο. Το μωρό τους το είχε η τροφός κάτω. Εάν το μωρό έκλαιγε, η γυναίκα του κατέβαινε να το θηλάσει. Ένα βράδυ που έκλαιγε πάλι, ο Ευφίλητος έλεγε στην γυναίκα του να κατεβεί να το θηλάσει. Εκείνη έκανε ότι δεν ήθελε. Ήθελε, λέει, να μείνει μαζί του, γιατί έλειπε μέρες στα χωράφια και της είχε λείψει! Ο Ευφίλητος θύμωσε. Εκείνη του απάντησε: «Να κατεβώ για να μείνεις μόνος και να στριμώξεις πάλι την νεαρή μας δούλα!» Εκείνος γέλασε. Η γυναίκα, θυμωμένη δήθεν, έφυγε, κλείδωσε την πόρτα απ’ έξω και πήρε μαζί της το κλειδί. Ο σύζυγος κοιμήθηκε ξένοιαστος. Όμως την νύχτα, μέσα στον ύπνο του, άκουγε πόρτες να ανοιγοκλείνουν. Όταν το πρωί ρώτησε την γυναίκα του, του εξηγούσε ότι είχε σβήσει το λυχνάρι τους και βγήκε στους γείτονες να το ανάψει. Όμως κάποιοι ψύλλοι μπήκαν στ’ αυτιά του συζύγου, αφού έβλεπε και την γυναίκα του πρωί πρωί φτιασιδωμένη, ενώ ακόμη πενθούσαν τον πρόσφατο θάνατο του αδερφού του.Τελικά του άνοιξε τα μάτια μια γριά που την έστειλε μια άλλη πρώην φίλη τού Ερατοσθένη που την είχε εγκαταλείψει και ήθελε να βγάλει το άχτι της. Ο Ευφίλητος ξαφνιασμένος ανέκρινε την υπηρέτριά του που έκανε την μεσολαβήτρια. Τελικά αυτή λύγισε και τα ομολόγησε όλα: ότι ο Ερατοσθένης έμπαινε στο σπίτι του και μοίχευε, όποτε ο ίδιος έλειπε στα χωράφια.Μετά από αυτά ένα βράδυ που ο Ευφίλητος κοιμόταν μόνος του στον επάνω όροφο, έρχεται η μεσολαβήτρια δούλα του και τον πληροφορεί ότι ο Ερατοσθένης είναι πάλι στο ισόγειο με την γυναίκα του αγκαλιά. Τι θρασύτητα! Ο Ευφίλητος βγαίνει κρυφά και νυχτιάτικα μαζεύει φίλους και συγγενείς, όσους βρήκε στα σπίτια τους, για μάρτυρες. Και μπουκάρει ξαφνικά με την παρέα στο ισόγειο, όπου τσακώνει τον Ερατοσθένη τσίτσιδο, επάνω στο δικό του κρεβάτι, με την δική του γυναίκα στην αγκαλιά του. Ο μοιχός νεαρός έπεσε στα γόνατα και τον παρακαλούσε να μην τον σκοτώσει και υποσχόταν ότι θα του έδινε χρήματα πολλά. Θόλωσε το μυαλό του απατημένου συζύγου. Τον χτύπησε, τον έριξε κάτω, τον έδεσε πισθάγκωνα και τον σκότωσε, όπως ακριβώς είχε το δικαίωμα ο κάθε απατημένος σύζυγος σύμφωνα με ρητό αθηναϊκό νόμο περί μοιχείας. Μετά την απολογία αναγνώστηκε ο νόμος ενώπιον των δικαστών. Και ασφαλώς ο Ευφίλητος θα αθωώθηκε. Ο νόμος ήταν σαφέστατος. Όμως ο δόλιος Ευφίλητος έμεινε με το παράπονο: «Εγώ ποτέ δεν την είχα υποπτευθεί. Και ήμουν τόσο ηλίθιος, ώστε νόμιζα ότι η δική μου γυναίκα ήταν η πιο συνετή από όλες μέσα στην Αθήνα».

* Ο Αιμίλιος Ψαθάς είναι εκπαιδευτικός