Εύκολα μία από τις πιο απογοητευτικές εβδομάδες της χρονιάς.



ΟΛΑ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΑΥΡΙΟ - DEMAIN TOUT COMMENCE

Σκην.: Ουγκό Γκελέν

Πρωτ.: Ομάρ Σι, Κλεμάνς Ποεζί, Γκλόρια Κόλστον, Αντουάν Μπερτράν

Ο Σαμουέλ απολαμβάνει μια ονειρεμένη εργένικη ζωή σ’ ένα καλοκαιρινό θέρετρο, γεμάτη πάρτι και κατακτήσεις. Ένα πρωί, δέχεται την επίσκεψη μιας πρώην ερωμένης του, η οποία του αφήνει ένα μωρό, λέγοντάς του ότι είναι η κόρη του και το οποία τώρα είναι υποχρεωμένος ν’ αναθρέψει, αφού η κοπέλα τους εγκαταλείπει.

Οικογενειακή κομεντί που αποτελεί ριμέικ του μεξικανικού «Πουθενά χωρίς την κόρη μου» («No se Aceptan Devoluciones», Εουχένιο Ντερμπέζ, 2013), το οποίο έγινε η μεγαλύτερη εμπορική ισπανόφωνη επιτυχία όλων των εποχών παγκοσμίως, με εισπράξεις που άγγιξαν τα 100 εκατομμύρια δολάρια. Το πρωτότυπο δε θα πρέπει να συγχέεται με το παρόμοιου ελληνικού τίτλου «Όχι χωρίς την κόρη μου» («Not Without my Daughter», Μπράιαν Γκίλμπερτ, 1991), με το οποίο δεν έχει καμία τυπική σχέση, παρά μόνο το παρόμοιο θέμα της διεκδίκησης της κηδεμονίας ενός παιδιού μεταξύ των γονιών του.

Το κέφι του Ομάρ Σι διασώζεται με το ζόρι μέσα στην προχειρότητα, την απλοϊκότητα, τη στερεοτυπία και τη συναισθηματική ευτέλεια του εγχειρήματος, το οποίο μετά βίας καταφέρνει να γίνει τουλάχιστον πιο ευπαρουσίαστο από το πρωτότυπο του Ντερμπέζ.



JOHN WICK: ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 - JOHN WICK: CHAPTER 2

Σκην.: Τσαντ Σταλέσκι

Πρωτ.: Κιάνου Ριβς, Ίαν ΜακΣέιν, Ρούμπι Ρόουζ, Κόμον

Αφού ανταποδίδει απρόθυμα τη χάρη που χρωστάει σ’ έναν ιταλό μαφιόζο, ο Τζον Γουίκ προσπαθεί να μείνει ζωντανός από τον κακοποιό που τώρα στρέφει όλες του τις δυνάμεις εναντίον του.

Ταινία δράσης που αποτελεί συνέχεια του «John Wick» (Τσαντ Σταλέσκι, 2014), η σχετική επιτυχία του οποίου επέτρεψε τη φετινή συνέχεια, χαρίζοντας στον 52χρονο Ριβς ένα πολυπόθητο comeback, που για την ώρα φαίνεται να συντηρείται, αφού ο φετινός «Γουίκ» θα ξεπεράσει σε εισπράξεις τον πρώτο.

Με μόλις 20 εκατομμύρια δολάρια προϋπολογισμό, τα γεωγραφικά όρια της πρώτης ταινίας, περιορίζονταν στη Νέα Υόρκη. Έχοντας στη διάθεσή της διπλάσιο μπάτζετ από το πρωτότυπο, η φετινή ταινία ταξιδεύει στη Ρώμη, όπου ο Σταλέσκι αξιοποιεί δύο πολύ πρόσφορες τοποθεσίες. Η μία είναι οι κατακόμβες της πόλης, οι οποίες, παρότι δε γνωρίζω αν πρόκειται για σκηνικό ή πραγματική τοποθεσία, προσωπικά τουλάχιστον δε θυμάμαι να έχουν χρησιμοποιηθεί πρόσφατα σε ταινία δράσης. Η άλλη είναι η εγκατάσταση με τους καθρέφτες μέσα στο μουσείο, την οποία η προκατάληψή μου με τον Τζέιμς Μποντ με παραπέμπει στο funhouse του Σκαραμάνγκα στο «Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι» («The Man With the Golden Gun», Γκάι Χάμιλτον, 1974) και στις αντανακλάσεις στο γυάλινο εσωτερικό του ουρανοξύστη στο «Skyfall» (Σαμ Μέντες, 2012).

Εν ολίγοις, αυτή η πρώτη συνέχεια προσφέρει ακόμη περισσότερη κι εξίσου επιμελημένη δράση με το πρωτότυπο, αλλά όπως κι εκείνο, μοιάζει να λειτουργεί ‘στον αυτόματο’. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γουίκ αφήνει τον σκύλο του στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, για να τον παραλάβει ξανά μετά απ’ όλο το μακελειό. Το γεγονός θα μπορούσε να ιδωθεί ως μεταφορά για τη συναισθηματική κενότητα της πλοκής, αφού ο χαρακτήρας του ήρωα εξακολουθεί να παραμένει ανεξερεύνητος- γεγονός που από μόνο του δεν είναι αναγκαστικά αρνητικό, γιατί στο κάτω-κάτω για ταινία δράσης πρόκειται, για το πλαίσιο της οποίας το μπαγκράουντ και τα κίνητρά του είναι επαρκή. Όμως αυτό είναι ακριβώς και το πρόβλημα κατά τη γνώμη μου, το ότι δηλαδή ο Γουίκ δεν ξεφεύγει ποτέ από το απλώς επαρκές στερεότυπο του εκδικητή εκτελεστή, μειονέκτημα που επιτείνουν οι περιορισμένες υποκριτικές δυνατότητες του Ριβς κι η λακωνικότητα με την οποία είναι γραμμένος ο χαρακτήρας του.

Ευτυχώς, η όποια χαρακτηρολογική ανεπάρκεια εξισορροπείται από την ευρεία και πειστική προέκταση του κόσμου των εκτελεστών, με τα ξενοδοχεία- καταφύγια και τους κανόνες τους, παρότι από ένα σημείο και μετά οι πανταχού παρόντες ‘συνάδελφοι’ του ήρωα καταντούν μια σχεδόν αστεία υπερβολή που κορυφώνεται στην τελευταία σκηνή. Το τέλος πάντως προετοιμάζει την επόμενη ταινία, η οποία, χάρη στις ικανοποιητικές εισπράξεις αυτής εδώ, λογικά δε θ’ αργήσει πολύ.



ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΣΤΗΝ ΕΥΕΞΙΑ - A CURE FOR WELLNESS

Σκην.: Γκορ Βερμπίνσκι

Πρωτ.: Ντέιν ΝτεΧάαν, Μία Γοθ, Τζέισον Άισακς, Σίλια Ίμρι

Ο Λόκχαρτ είναι ένα νεαρό ανερχόμενο στέλεχος μιας μεγάλης εταιρείας, που στέλνεται από τους προϊσταμένους του σε μια κλινική στην Ελβετία, για να φέρει πίσω τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου, ο οποίος μοιάζει να έχει χάσει τα λογικά του, αλλά είναι απαραίτητος για την έγκριση μιας συγχώνευσης.

Ο Λόκχαρτ φτάνει στην κλινική, όπου ανακαλύπτει μια σειρά από μυστηριώδη φαινόμενα, που όχι μόνο εμποδίζουν να ολοκληρώσει την αποστολή του, αλλά και βάζουν σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή.

Θρίλερ αγωνίας και τρόμου, με μια πρόσφορη ιστορία- φόρο τιμής στις κλασικές ταινίες του είδους, η οποία καθηλώνεται μόνο από την υπερφίαλη φιλοδοξία του σκηνοθέτη.

Ιδωμένη ως αντικαπιταλιστική αλληγορία, η ταινία είναι περίπλοκη, εξεζητημένη και μακρόσυρτη χωρίς σοβαρό λόγο, επιδεικνύοντας για δυόμιση ώρες τη φωτογραφία του Μπότζαν Μπαζέλι που προσδίδει σπάνιο όγκο και υλική υφή στον κόσμο της ιστορίας, εντυπωσιακά σχεδιασμένος όπως είναι από την Ιβ Στιούαρτ, ενώ οι φροντισμένες ερμηνείες του καστ μάλλον χαραμίζονται σε μια πλοκή που όσα έχει να πει παραμένουν κοινότοπα κι ασαφή.