Του Αντώνη Σανουδάκη*

Ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο θρυλικός «Μαύρος Καβαλάρης» ή «Καρά-Πιπέρ» για τους Τούρκους, με το «Σεϊτάν Ασκέρ», δηλαδή το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων στη Μικρά Ασία, είναι παράδειγμα για την ανιδιοτέλεια, τον λιτό βίο και την πενία του ως Πρωθυπουργού της Ελλάδας. Ένα πρότυπο πολιτικού ήθους και ζωής. Αν και άρρωστος με φυματίωση, έμενε σε ένα σπιτάκι με ενοίκιο, κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο, παρά την επιμονή και προτροπή φίλων του να του βρουν ένα καλύτερο σπίτι. Ούτε καν δάνειο από την Τράπεζα δεν καταδέχθηκε να πάρει. Το διαιτολόγιό του ήταν λιτό, ψωμί, ελιές και φέτα τυρί, ενώ σ’ αυτούς που τον προέτρεπαν να τρώει καλύτερο φαγητό, ως άρρωστος που ήταν, έλεγε ότι: «Τι κάνω, σκάβω για να καλοτρώω;».

Στο φτωχικό διαμέρισμα που έμενε με ενοίκιο, τον επισκέφθηκε κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του, η βασίλισσα Φρειδερίκη και τον είδε να χρησιμοποιεί για κρεβάτι ένα ράντζο του στρατού. Τον ρώτησε γιατί το κάνει αυτό, να χρησιμοποιεί το ράντζο, και της απάντησε ότι: «Συνήθισα, Μεγαλειοτάτη, το ράντζο, από το στρατό και δεν μπορώ να το αποχωριστώ». Έχει, επίσης, ιστορηθεί ότι είχε απαγορεύσει στους συγγενείς του να χρησιμοποιούν το επίθετο «Πλαστήρας», προκειμένου να αναζητήσουν δουλειά.

Όταν το εργοστάσιο μπύρας «ΦΙΞ» ζητούσε οδηγό, ο αδελφός του έκανε αίτηση, χωρίς να αποκαλύπτει το όνομά του. Στην επιμονή του υπαλλήλου, ψέλλισε το επίθετό του και προσελήφθη, παρακαλώντας να μην το μάθει ο αδελφός του. Ο Στρατηγός το πληροφορήθηκε, τον κατσιάδιασε και του είπε: «Αν έχεις ανάγκη, κάτσε εδώ να μοιραζόμαστε το φαγητό μου» και ο αδελφός του δεν πήγε στη δουλειά. Όσο ζούσε, τον μισθό του τον προσέφερε διακριτικά σε άπορους και ορφανά παιδιά.

Πεθαίνοντας, δεν βρέθηκε στην ιδιοκτησία του ούτε σπίτι ούτε ακίνητη περιουσία ή τραπεζικές καταθέσεις. Αντιθέτως, στα αντικείμενά του βρέθηκε χρεωστικό του Στρατού για ένα κρεβάτι εκστρατείας που το είχε χρεωθεί με 108, που λέμε στο στρατό, το οποίο είχε και χάθηκε στις επιχειρήσεις της Μικράς Ασίας, καθώς και οχτώ δραχμές για να δοθούν στο κράτος και να μη μείνει χρεώστης. Διερωτάται ως εκ τούτου ο νεοέλληνας ποια σχέση έχει η ζωή των σημερινών πολιτικών και ειδικότερα των κυβερνώντων με τη ζωή και το ήθος του Πλαστήρα, που άφησε, στην προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, 216 δρχ, ένα δεκαδόλαρο και μια διαθήκη με τη φράση «όλα για την Ελλάδα».

Κατ’ αρχήν από το «πόθεν έσχες» των σημερινών κρατούντων, διαπιστώνεται ότι συγκαταλέγονται μεταξύ των ευπορότερων Ελλήνων, με παχυλές καταθέσεις στο εξωτερικό, με βίλες στα νησιά και με πάμπολλα ακίνητα, αντί για το ενοικιαζόμενο φτωχόσπιτο του Πλαστήρα. Διορίζουν με «νεποτισμό» ξαδέλφια, αδέλφια, λοιπούς συγγενείς και «κολλητούς», την ώρα που εκατομμύρια πολίτες είναι άνεργοι, σε αντίθεση με τον Πλαστήρα που διέταξε τον αδελφό του να μην κάνει χρήση του επιθέτου του και να μην αποδεχθεί την πρόσληψή του ως οδηγού.

Οι σημερινοί χρησιμοποιούν, κομπάζοντας, το πρωθυπουργικό αεροπλάνο για ταξίδια αναψυχής στην Κούβα για εκπλήρωση των παιδικών τους φαντασιώσεων και πηγαίνουν ακάλεστοι σε δεξιώσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Αντιθέτως, όταν ειπώθηκε στον Πλαστήρα να του βάλουν τηλέφωνο, όντας Πρωθυπουργός, απάντησε με το ιστορικό: «Η Ελλάδα πεινάει και εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;» Δεν ισχυρίζεται κανείς ότι πρέπει και οι σημερινοί εξουσιαστές να τρώνε ψωμί, ελιές και φέτα τυρί, αλλά να μην κάνουν επίδειξη μαγκιάς και ζεϊμπεκιάς στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, όταν ο μισός πληθυσμός της χώρας πένεται, είναι κάτω από το όριο της φτώχειας ή τρέφεται στα συσσίτια της Εκκλησίας και των Δήμων.

Επίσης, αντί για το ήθος του Πλαστήρα, είναι εξοργιστικό να γίνεται, κατά κόρον από τους κρατούντες, χρήση του πολιτικού ψεύδους, της πολιτικής απάτης, του λαϊκισμού, της διαστροφής των λέξεων και των εννοιών, έτσι ώστε να γίνονται οι ίδιοι, μιμητικά, πρότυπα αρνητικά στο λαό. Να τον διχάζουν με τα τσιτάτα μίσους περί δήθεν καθαρών και διεφθαρμένων, πουλημένων και έντιμων, ξενόδουλων και πατριωτών, ενώ ο Πλαστήρας πάλεψε για να αποφευχθεί ο εθνικός διχασμός, να επέλθει εθνική συμφιλίωση κατά την πρωθυπουργία του (1950-52) και να φύγουν οι πολιτικοί εξόριστοι από τα ξερονήσια.

Και το πιο ακραίο, να παραδίδονται οι Έλληνες σήμερα σε «κόφτες» και σε «υπερταμεία», για εκατό χρόνια οικονομικής υποδούλωσης, αντί για τον αγώνα και την παρακαταθήκη του Πλαστήρα «όλα για την Ελλάδα». Η γενική διαπίστωση, λοιπόν, είναι ότι το πλεονέκτημα του ήθους και της εντιμότητας δεν είναι υπόθεση κομμάτων ή παρατάξεων, αλλά προσώπων που πάνω από το ατομικό τους συμφέρον τοποθετούν το συμφέρον του συνόλου των πολιτών που υπηρετούν και του τόπου.

* Ο Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος είναι Καθηγητής Ιστορίας-συγγραφέας