
Της Χριστίνας Αργυροπούλου*
Ο συγγραφέας Αντ. Σανουδάκης επανέρχεται στην καταγραφή μικροϊστορίας του Θ. Μπαγιάτη, που φωτίζει την τοπική ιστορία της Κρήτης στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής και της Αντίστασης, αλλά και την μακροϊστορία κατά την αντίσταση στον ιταλικό και στη συνέχεια στον άτεγκτο γερμανικό φασισμό. Ο συγγραφέας μάς έχει δώσει ένα πολύ πλούσιο έργο καταγραφής προφορικής ιστορίας πολλών αγωνιστών, που φωτίζουν την προσφορά της Κρήτης στον αγώνα κατά της γερμανικής κατοχής κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συν-συγγραφέας είναι και η φιλόλογος Αθανασία Ψαρουλάκη. Εκείνο που συνάγεται από τη μελέτη αυτού του βιβλίου είναι η προσεκτική διατύπωση των ερωτήσεων και οι εμπεριστατωμένες απαντήσεις του αγωνιστή Θ. Μπαγιάτη. Το βιβλίο προλογίζει ο Ζαχ. Καραταράκης, φιλόλογος, που καταθέτει την άμεση εμπειρία του από τον Θεοδόση Μπαγιάτη στο καφενείο του οποίου είχε απολαύσει τις αφηγήσεις του, επισημαίνοντας ότι το βιβλίο αυτό διδάσκει «τι είναι αληθινός πατριωτισμός». Στην Εισαγωγή του βιβλίου ο Α. Σανουδάκης μιλάει για το θέμα της Εθνικής Αντίστασης στην Κρήτη (ΠΑΜ-ΕΑΜ), που ήταν πρωτοπορία στην Ευρώπη, και το συνδέει με την προφορική ιστορία, που υπήρχε στην Ευρώπη και την Αμερική, αλλά έως το 1990 δεν αποτελούσε θέμα ενδιαφέροντος στην Ελλάδα, καθώς τα ιδιωτικά αρχεία και τα αρχεία του ΚΚΕ ήταν κλειστά. Ο συγγραφέας, όμως, ήδη από το 1974 συγκέντρωνε καταγραφές με μαγνητόφωνο τόσο λαογραφικού υλικού όσο και ιστορικού από τη Μ. Ασία, από την Αντίσταση και τον Εμφύλιο και από τη Δικτατορία 1967-74. Γίνεται μνεία σε καταγραφές απομνημονευμάτων αγωνιστών της Αντίστασης στην Κρήτη, με φόντο τα γεγονότα στην Ελλάδα και ευρύτερα στην Ευρώπη.
Η συγκεκριμένη καταγραφή της μικροϊστορίας του αγωνιστή Θ. Μπαγιάτη εκκινεί από το 1924, όταν η οικογένεια του αγωνιστή βρέθηκε μαζί με άλλους πρόσφυγες στην Κρήτη. Οι βενιζελικοί μικρασιάτες, που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή Ηρακλείου, συμμετείχαν στο αντάρτικο του καπετάν Μανώλη Μπαντουβά. Ο συγγραφέας κάνει μνεία και στον Μικρασιάτη αγωνιστή καπετάν Γιάννη Ποδιά και σε πολλούς άλλους που οργανώθηκαν κατά του κατακτητή. Οι αφηγήσεις του Θ. Μπαγιάτη έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο γιατί παρακολουθούμε το δράμα, αλλά και τη δημιουργικότητα των προσφύγων από τη Μ. Ασία, καθώς και τις σχέσεις τους με τους ντόπιους στην Κρήτη, όσο και για την προσφορά τους κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στα πεδία των μαχών, αλλά και για τη συμβολή τους στην οργανωμένη αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών. Έτσι οι συγγραφείς φωτίζουν μικροϊστορίες, τη μακροϊστορία, στοιχεία του κοινωνικού και λαογραφικού πολιτισμού, αλλά και ατομικές και εθνικές αξίες, που υπηρέτησαν οι αγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ανάμεσα σε αυτούς εντάσσεται και ο Θ. Μπαγιάτης με τη δική του περιπετειώδη ζωή, που αντανακλά και την περιπέτεια του τόπου μας από το 1922 έως και το 1974.
Η καταγραφή της συνέντευξης ξεκινάει από τα παιδικά χρόνια και της μνήμες του αγωνιστή από τη Μικρά Ασία στον Πειραιά και την Κρήτη. Οι γονείς τους κατάγονται από το χωριό του Γιαούρκιοϊ, δηλαδή Χριστιανοχώρι, εγκαταστάθηκαν αρχικά στη Σάμο, στον Πειραιά και τελικά στην Κρήτη, στο χωριό Γάλυπε, όπου τους δόθηκαν χωράφια στα εγκαταλελειμμένα τουρκοχώρια για να ζήσουν. Θυμάται τις κακουχίες και τις ταπεινώσεις που του έλεγαν οι δικοί του ότι πέρασαν στη Σμύρνη από τους τσέτες έως ότου να καταφέρουν να φτάσουν σε συγγενείς τους στη Σάμο, ενώ η γιαγιά του βρέθηκε στη Χίο και άλλοι συγγενείς στην Ξάνθη. Ο πατέρας του ήταν αιχμάλωτος, με την ανταλλαγή αιχμαλώτων βρέθηκε στον Πειραιά. Ένας πρόσφυγας δάσκαλος στο χωριό του, Αϊβαλιώτης, κατάφερε να πείσει τους γονείς του να πάει στο δημοτικό σχολείο, ήθελε να συνεχίσει στο γυμνάσιο, αλλά, παρά τις εκκλήσεις μιας ντόπιας δασκάλας που θα τον φιλοξενούσε χωρίς χρήματα, η μάνα του δεν τον άφησε. Όμως η θέλησή του για γράμματα τον οδήγησε να διαβάζει ό,τι έβρισκε, βοήθησε και η τύχη και βρήκε τις κρυμμένες φυλλάδες στο κοτέτσι από τις οποίες μυήθηκε στον μαρξισμό. Χαρακτηριστικά είναι όσα αφηγείται, όταν το 1935 έγινε δικτατορία πώς κατάφερε να μη γραφτεί στην ΕΟΝ. Μιλάει για το πώς περνούσαν τότε οι νέοι στο χωριό, για τα πανηγύρια και τους λυράρηδες, για τις μαντινάδες και για διάφορες ιστορίες που άκουγε ως νέος. Ακολουθεί η αφήγηση για τον πόλεμο του 1940 και τη Μάχη της Κρήτης. Ο ίδιος δεν επιστρατεύτηκε, προφανώς λόγω ηλικίας, αλλά μιλάει για τον ενθουσιασμό όλων από τις νικηφόρες επελάσεις του ελληνικού στρατού στην Αλβανία. Με την κατάρρευση του μετώπου οργανώθηκε στην Κρήτη η πολιτοφυλακή όπου έλαβε μέρος και ο ίδιος. Περιγράφει την οργάνωσή τους, τις υποχρεώσεις τους, την έλλειψη όπλων, τους γερμανούς αλεξιπτωτιστές αιχμαλώτους και πώς ένας τραυματίας τους έδειξε τον χειρισμό οπλοπολυβόλου, διότι πρώτη φορά έβλεπαν τέτοια όπλα. Επίσης, μιλάει για τον σεβασμό των ντόπιων στους αιχμαλώτους και πώς κάποιος συνομήλικός του φτωχός κατατάχτηκε στη χωροφυλακή (αξίες, φτώχεια κ.ά.). Στη συνέχεια εστιάζει στα γεγονότα της Κατοχής και της Αντίστασης στο Ηράκλειο. Μυήθηκε ως σύνδεσμος στην οργάνωση από την πρώτη στιγμή με το που ήρθε η γερμανική κατοχή το 1941. Ήδη η Κρήτη ετοίμαζε αντίσταση 1942 με συνδέσμους ντόπιους και Εγγλέζους. Έδρασε στο ΕΑΜ, παντρεύτηκε Μικρασιάτισσα, εγκιβωτίζοντας τη μικροϊστορία του πατέρα της, που τον σκότωσαν οι τσέτες στη Σμύρνη, αναφέρεται στη δημιουργικότητα των προσφύγων στο χωριό, που μόνοι τους έκοψαν ξυλεία και έφτιασαν τα σπίτια τους, σχολείο, θρανία κ.ά. Το 1942 είδε το σαμποτάζ που έγινε από ντόπιους στο αεροδρόμιο (13-6-42), ο ίδιος συμμετείχε για δυόμισι μήνες σε αγγαρείες, αλλά και σε μυστικές αποστολές, υπήρχε και το ένοπλο κομμάτι με τους Μπαντουβά-Ποδιά. Μετά από το σαμποτάζ στο αεροδρόμιο και τις εκτελέσεις των δοσίλογων οι Γερμανοί άρχισαν τα αντίποινα, οπότε οι αγωνιστές κρυβόντουσαν επί τριάμισι χρόνια σε σπηλιές, σε αλώνια και σε αμπέλια. Στο ΕΑΜ μπήκαν, σύμφωνα με την αφήγηση, παλιοί βενιζελικοί, όχι δεξιοί. Υπήρχαν βασιλόφρονες που ήταν με την Αγγλία και κατά των κατακτητών και πολλοί γερμανόφιλοι-κυρίως οι μεταξικοί- που έβλεπαν τους Γερμανούς ως απελευθερωτές. Γίνεται λόγος για τη μάχη της Βιάννου 1943, για τα αντίποινα των κατακτητών, για τους αιχμαλώτους και για όλη τη δράση της οργάνωσης έως το 1944, που διαχωρίζεται από τη δράση των κομμουνιστών, που τους χαρακτηρίζει αδίστακτους. Ακολουθεί η αφήγηση για την ενέδρα που στήσανε στους Γερμανούς στις Γούβες του Ηρακλείου το 1944, για τη συνάντησή του με τον Ποδιά, για το όνειρο που τον τάραξε και βγήκε αληθινό, καθώς τραυματίστηκε στη μάχη της Φορτέτσας. Αφηγείται για τα σχετικά με τα όπλα που παίρνανε από τους εχθρούς και έτσι οπλίστηκαν καλά και έδιωξαν τους Γερμανούς από την πόλη του Ηρακλείου, ενώ ο ίδιος βρέθηκε τραυματίας στο Νοσοκομείο. Σε ερώτηση του συγγραφέα να περιγράψει τους Ποδιά και Μπαντουβά, ο Μπαγιάτης μιλάει για άριστα μυαλά και καλούς πατριώτες. Αρχίζει ο εμφύλιος πρώτα στην Κρήτη, σύμφωνα με τον αφηγητή με την εκτέλεση του Μπουτζαλή, παρά την αντίθετη άποψη του Ποδιά, διότι ήταν ο άνθρωπος που γνώριζε τις κινήσεις των Άγγλων, που κυβερνούσαν ουσιαστικά την Ελλάδα, που συνέβαλαν στην υποκίνηση του εμφυλίου, που οδήγησε τους Έλληνες σε αλληλοσκοτωμό.
Μιλάει για την αποχή του ΕΑΜ από τις εκλογές του 1946, που εκ των υστέρων, δηλαδή με την παρούσα οπτική, την κρίνει ως λάθος. Το αντάρτικό ήταν δύσκολο να αναπτυχθεί στην Κρήτη, όπως επισημαίνει, για λόγους γεωγραφικούς, και επισημαίνει ότι δεν υπήρχε ουσιαστικά λόγος να γίνει εμφύλιος στην Κρήτη, άρα κατά την άποψή του ήταν λάθος, διότι υπήρξαν πολλά θύματα, υπέφεραν και όσοι έμεναν στα σπίτια, ακόμα πολλοί ξεσπιτώθηκαν και επισημαίνει με νόημα ότι δεν απουσίαζαν και οι υπερβολές, αναφερόμενος σε πολλά άσχημα που πέρασαν οι αγωνιστές. Στο Αρκαλοχώρι έμεινε και ο ίδιος ο αφηγητής εννιά μέρες στο κρατητήριο σε άθλιες συνθήκες, με τη δράση των ανταρτών αλλά και παρακρατικών. Όργανα του ΚΚΕ στο Ηράκλειο ήταν η Ελεύθερη Κρήτη, Αλλαγή και Η Φωνή του Λαού. Ακολουθεί η αφήγηση για μετά τον εμφύλιο, για την ΕΔΑ, για τον θάνατο του Παπάγου, για τον Καραμανλή, για τη δολοφονία του Λαμπράκη, για τον Ανένδοτο, τις αποστασίες και την 21η Απριλίου, για τις ενοχλήσεις που είχε πριν αλλά και στη δικτατορία στο καφενείο που είχε στο χωριό του. Επίσης, μαθαίνουμε ότι διάβαζε πολύ ντόπια και ξένη λογοτεχνία, ότι έκλεισε αναγκαστικά το καφενείο τους, καθώς επειδή ήταν αριστερός δεν πήγαιναν οι ντόπιοι, οπότε έφυγε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε στις οικοδομές για να σπουδάσει τα παιδιά του. Μετά τη μεταπολίτευση επί Καραμανλή η Αστυνομία συχνά τον ενοχλούσε. Ησύχασε, όπως αφηγείται, με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, αν και δεν ήταν ποτέ μέλος, και εκφράζει το παράπονό του για τις επανορθώσεις που δεν πήρε η Ελλάδα και γενικά για την προδοσία του ελληνικού λαού. Δεν μετανιώνει που αγωνίστηκε για την πατρίδα, αλλά βλέπει και τα πολλά λάθη που έγιναν και δεν βλέπει ελπίδα στον σύγχρονο κόσμο μας. Σε ερώτηση των συγγραφέων πώς βλέπει σήμερα την Ελλάδα και αν θα επιβιώσει, απαντάει ότι πρέπει να αλλάξει η νοοτροπία του ελληνικού λαού, να κάμει ο καθένας την αυτοκριτική του. Έτσι ολοκληρώνεται η αφήγηση και η προφορική ιστορία καταγράφεται από τους συγγραφείς, γιατί αποτελεί όχι μόνον βιογραφία ή μικροϊστορία ενός τόπου, αλλά διότι μέσα από την αφήγηση ακούγονται πολλές αλήθειες, από τις οποίες μπορούν να αντληθούν διδάγματα για το πώς θα πρέπει οι Έλληνες να δρουν ως υπεύθυνοι πολίτες και όχι ως ανεύθυνοι προσωπολάτρες ντόπιων ή ξένων πολιτικών. Το βιβλίο αυτό ολοκληρώνεται με τη σχετική βιβλιογραφία και φωτογραφικό υλικό από την Αντίσταση και τον εμφύλιο στην Κρήτη.
Συνεπώς, είναι ολοφάνερο ότι αυτή και οι πολλές άλλες καταγραφές των συγγραφέων από αφηγήσεις αγωνιστών της Κρήτης συμβάλλουν στην αυτογνωσία μας, στη λεπτομερή πληροφόρηση και αξίζει η προφορική ιστορία να διδάσκεται ως μέρος της τοπικής ιστορίας για να πληροφορούνται και να «παιδεύονται» μαθητές και ενήλικοι.
Συγχαρητήρια στους συγγραφείς που εμπλουτίζουν με το έργο τους τη νεοελληνική ιστορία.
*Η Χριστίνα Αργυροπούλου είναι επίτιμη σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, συγγραφέας.