Της Ευαγγελίας Καρεκλάκη
Το δρόμο για το ακροατήριο παίρνει η υπόθεση της αποκάλυψης «γιάφκας» με βαρύ οπλισμό σε γκαρσονιέρα στο κέντρο της πόλης του Ηρακλείου πριν από περίπου έντεκα μήνες. Το υπόγειο διαμέρισμα είχε μισθωθεί από 44χρονο από τις Σίσες, ο οποίος έχει αναλάβει την αποκλειστική ευθύνη.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο στην υπόθεση φέρονται να εμπλέκονται και δύο κουμπάροι του, ένας 40χρονος Ηρακλειώτης επιχειρηματίας και ένας 26χρονος Ρεθυμνιώτης, τα τηλέφωνα των οποίων είχαν «καλωδιωθεί» από την ΕΛ.ΑΣ και προέκυψαν αλλεπάλληλες καταγεγραμμένες συνομιλίες με τον 44χρονο, ο οποίος ήταν προφυλακισμένος στη Νεάπολη για άλλη σοβαρή υπόθεση.
Η δίκη προσδιορίστηκε για τις 20 Ιανουαρίου στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Χανίων. Για την ηγεσία της τοπικής ΕΛ.ΑΣ η συγκεκριμένη υπόθεση ήταν εξαιρετικά σοβαρή, με τις έρευνες για την απόκτηση και τη «διαδρομή» του συγκεκριμένου οπλισμού να συνεχίζονται, χωρίς όμως μέχρι σήμερα να έχουν υπάρξει νεότερα στοιχεία, σύμφωνα με νομικούς κύκλους. Μεταξύ άλλων τότε είχε σταλεί από την ΕΛ.ΑΣ ενημερωτικό έγγραφο προς τον Ελληνικό Στρατό, θέλοντας να διερευνήσει το ενδεχόμενο της κλοπής κάποιων εκ των κατασχεθέντων όπλων.
Από την άλλη, παρά την παρακολούθηση των τηλεφώνων των εμπλεκομένων, δεν κατέστη εφικτό να εξακριβωθούν κάποιες περιπτώσεις εμπορίας όπλων, γεγονός που οι αστυνομικοί της Ομάδας Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος απέδιδαν: στις κατʼ ιδίαν συναντήσεις των κατηγορουμένων, στο ότι πολλές τηλεφωνικές επικοινωνίες γίνονταν μέσω σταθερών τηλεφώνων αλλά και στο ότι ήταν πολύ προσεκτικοί στα λεγόμενα τους.
Όπως είχε αποκαλυφθεί τότε, στην υπόγεια γκαρσονιέρα είχε βρεθεί και ένα πιστόλι Glock, το οποίο είχε κλαπεί πριν από περίπου 18 χρόνια από το διαμέρισμα λιμενικού στην περιοχή της Νέας Σμύρνης.
Κατά τις διωκτικές αρχές, κάποια από τα όπλα που βρέθηκαν στη «γιάφκα» χαρακτηρίζονται «best seller» στην κατηγορία τους και αφορούν κυρίως «μυημένους» και φραγκάτους.
Η υπόγεια γκαρσονιέρα είχε ενοικιαστεί από το 2011 και ήταν …εξοπλισμένη μόνο με ένα κρεβάτι. Ο 44χρονος φέρεται να προσπαθούσε με κάθε τρόπο να προστατεύσει το …μυστικό της γιάφκας και μετά την προφυλάκισή του για άλλη σοβαρή υπόθεση αγωνιούσε ιδιαίτερα για την καταβολή των ενοικίων προς τον ιδιοκτήτη του διαμερίσματος.
Ενώπιον του ανακριτή Ρεθύμνου υποστήριξε με σθένος ότι οι δύο συγκατηγορούμενοι κουμπάροι του, ο 40χρονος Ηρακλειώτης επιχειρηματίας και ο 26χρονος Ρεθυμνιώτης, δεν έχουν καμία σχέση με το οπλοστάσιο. Για την «ταμπακιέρα», για το πώς απέκτησε τον οπλισμό, από ποιους και γιατί, ο 44χρονος ισχυρίστηκε, όπως είχε πράξει και στο παρελθόν για άλλη σοβαρή υπόθεση με όπλα για την οποία είχε καταδικαστεί, ότι είναι μανιώδης συλλέκτης. Ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να θυμηθεί τους προμηθευτές, καθώς τα περισσότερα όπλα αποκτήθηκαν σε βάθος δεκαπενταετίας. Υποστήριξε ότι πολλά από αυτά είναι συλλεκτικά, δεν κυκλοφορούν στην αγορά, ενώ κάποια δεν είναι εύχρηστα.
Ο 40χρονος επιχειρηματίας υποστήριξε ότι δεν γνώριζε για τον βαρύ οπλισμό, ωστόσο μετά την προφυλάκιση του 44χρονου για υπόθεση ναρκωτικών, άρχισε να είναι επιφυλακτικός απέναντι του καθώς φοβόταν ότι μπορεί να μπλέξει λόγω των παράνομων δραστηριοτήτων του. Όπως είπε, ήθελε σιγά-σιγά να απομακρυνθεί από τον 44χρονο και να κόψει κάθε επαφή μαζί του. Έτσι, όταν ο υπόδικος τον έπαιρνε τηλέφωνο μέσα από τη φυλακή για να του ζητήσει να πληρώσει τα ενοίκια της γκαρσονιέρας, ο 40χρονος προσπαθούσε να τον αποφύγει, να του δείξει με τον τρόπο του ότι δεν θέλει να εμπλακεί σε αυτήν την ιστορία και να αναζητήσει άλλο πρόσωπο για τη δουλειά αυτή.
Ο Ηρακλειώτης έμπορος υποστήριξε ότι δεν είχε μπει ποτέ μέσα στην γκαρσονιέρα και ότι δεν είχε επαφή με τα όπλα και δήλωσε βέβαιος ότι τα αποτελέσματα των εγκληματολογικών εργαστηρίων θα βγουν «καθαρά» ως προς τη δική του εμπλοκή.
Υποστήριξε ότι αν ο οπλισμός ήταν και δικός του, θα φρόντιζε από μόνος του να πληρώσει τα οφειλόμενα ενοίκια, δεν θα χρειαζόταν να τον πιέζει ο έγκλειστος αλλά ούτε και θα ρίσκαρε να βάλει σε αυτή τη διαδικασία ένα τρίτο πρόσωπο, δηλαδή τον 26χρονο Ρεθυμνιώτη, ο οποίος επίσης αρνείται κάθε εμπλοκή. Πλην του 44χρονου, οι άλλοι δύο είχαν αφεθεί ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους.