Του Αγησίλαου Αλιγιζάκη*

Σύμφωνα με το λεξικό του Μπαμπινιώτη ως ταυτότητα ορίζεται «το σύνολο των διαφοροποιητικών χαρακτηριστικών, των γνωρισμάτων που καθορίζουν τι είναι κάτι, ποιoς είναι κάποιος, που επιτρέπουν την αναγνώρισή του»(1). Αυτό σημαίνει ότι η ατομική ταυτότητα του υποκειμένου γίνεται αντιληπτή και κατανοητή ως ετερότητα (διαφορετικότητα) σε σχέση με τα άλλα υποκείμενα.

Εκτός από την προσωπική ταυτότητα υπάρχει η πολιτική, η επαγγελματική, η θρησκευτική, η εθνική, η ταξική, η κοινωνική (ατομική ή συλλογική) κ.λπ. Με άλλα λόγια, οι ταυτότητες είναι πολυδιάστατες, αυτό που αλλάζει είναι η ιεράρχηση των διαφορετικών διαστάσεων. Έτσι, ένα άτομο στο χώρο εργασίας του προβάλLει πρώτα την επαγγελματική του ταυτότητα, στην εκκλησία επιλέγει την θρησκευτική ταυτότητα, ενώ όταν ένα έθνος είναι σε πόλεμο με ένα άλλο έθνος προτάσσει την εθνική του ταυτότητα. Συνεπώς η ιεράρχηση είναι ρευστή, αντιφατική και σύνθετη και εξαρτάται από το πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται και λειτουργεί το υποκείμενο (2). Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η ελληνική ταυτότητα ορίζεται σε σχέση με τη διαφορετικότητα από τις άλλες εθνικές ταυτότητες. Αυτή η διακριτή εθνική, πολιτισμική και κοινωνική ταυτότητα στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: τη γλώσσα με το πολιτισμικό φορτίο που περιέχει, την παράδοση με τα ήθη και τα έθιμα, καθώς και την θρησκεία, δηλαδή την ορθοδοξία. Μια προσεκτική μελέτη της νεότερης κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ιστορίας μάς πείθει ότι υπάρχει μια βαθμιαία αποσύνδεση των Ελλήνων από τους προαναφερόμενους πυλώνες τόσο λόγω της παγκοσμιοποίησης όσο και λόγω πολιτικών επιλογών. Πιο συγκεκριμένα, στο χώρο της παιδείας οι αλλεπάλληλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στοχεύουν στην δημιουργία επιστημόνων τεχνοκρατών, οι οποίοι διαπρέπουν εντός και εκτός Ελλάδας, καθώς είναι γνωστό ότι το σημαντικότερο εξαγώγιμο προϊόν της πατρίδας μας είναι οι επιστήμονές μας (γι’ αυτό σήμερα μιλάμε πιο πολύ παρά ποτέ για το brain drain) κι όχι ο τουρισμός μας (όπως επιμένουν οι εκάστοτε πολιτικοί). Αυτό το θετικό στοιχείο συνοδεύεται και από ένα αρνητικό, την απουσία της γνώσης της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού από τη μεγαλύτερη μερίδα του μαθητικού κόσμου. Αυτό γίνεται φανερό από την ανορθογραφία και την λανθασμένη συντακτική έκφραση, τα απαράδεκτα «ελληνο-αγγλικά» της διαδικτυακής επικοινωνίας, καθώς και την άγνοια της ελληνικής ιστορίας και της γεωγραφίας. Ο δεύτερος πυλώνας, η παράδοση με τα ήθη και τα έθιμα κάθε περιοχής βρίσκεται σε κρίση, καθώς υπάρχει μια αέναη πάλη αντίστασης και αφομοίωσης, παλαιού-καινούργιου, ξενόφερτου-γηγενούς, όπως και ερασιτεχνικής διάσωσης-εμπορικής εκμετάλλευσης. Ταυτόχρονα, είναι δεδομένο ότι η στασιμότητα στην παράδοση οδηγεί στην ανεπάρκεια και τη σταδιακή, αργή ή γρήγορη, εξαφάνισή της. Με άλλα λόγια, ήταν, είναι και θα είναι πάντα αναγκαίος ένας οριοθετημένος διάλογος παράδοσης και νεωτερικότητας, ο οποίος θα στοχεύει στη δημιουργική γονιμοποίηση της πρώτης με το σύγχρονο πολιτισμικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, καθώς η ίδια η κοινωνία αποφασίζει τι θα δεχτεί και τι θα απορρίψει ως παραδοσιακό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Στρατής Καλογερίδης, ο οποίος στις αρχές του 20ου αιώνα μπόλιασε την κρητική μουσική παράδοση με τη δυτικοευρωπαϊκή μουσική (τόσο στον ήχο όσο και στην τεχνική και την εκτέλεση) και έγινε θρύλος. Αυτή η γόνιμη σύζευξη βρίσκεται σε αντιδιαστολή με τη σημερινή μορφή που έχει λάβει το κρητικό γλέντι (ευτυχώς όχι πάντα), το οποίο συχνά χαρακτηρίζεται από φρενήρεις μουσικούς ρυθμούς, υπέρμετρες χορευτικές φιγούρες και ένα συνονθύλευμα μουσικών οργάνων-ήχων. Ο αναγνώστης εύλογα αναρωτιέται: «ο τρίτος πυλώνας, η ορθοδοξία, πού βρίσκεται σήμερα»; Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι από την δημιουργία του Νεοελληνικού κράτους, εκκλησία και κράτος συμπορεύτηκαν, άλλοτε αρμονικά και άλλοτε με έριδες. Αυτή η κοινή πορεία φανερώνεται από το γεγονός ότι τόσο οι ετερόδοξοι όσο και οι αλλόθρησκοι, Ευρωπαίοι, Ασιάτες, Αμερικάνοι μάς αποδίδουν την ορθόδοξη ταυτότητα μαζί με την ελληνική, η οποία μας διαχωρίζει από αυτούς. Επίσης, είναι αυτονόητο ότι σε όλες τις χώρες του κόσμου η θρησκευτική ταυτότητα αποκρυσταλλώνεται στην παιδική ηλικία με τη βοήθεια της σχολικής διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών (βεβαίως υπάρχουν και οι εξαιρέσεις). Συνεπώς η παρουσία του μαθήματος και η ορθή διδασκαλία, και όχι μια αόριστη θρησκειολογία, των θρησκευτικών στα σχολεία είναι αναγκαία, καθώς είναι βασικό στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας, η οποία δομείται στην παιδική ηλικία. Ακόμα κι αν τα παιδιά (και κάποιοι γονείς) δεν αντιλαμβάνονται την αξία του εν λόγω μαθήματος, είναι γνωστό ότι η σπερματική ορθόδοξη χριστιανική γνώση στην παιδική ηλικία μπορεί να μετατραπεί σε έμβρυο χριστιανικής προσευχής και τοκετός ορθόδοξης αρετής στην ενήλικη ζωή. Αντίθετα, η απουσία δημιουργεί δυσαναπλήρωτο κενό καθώς εισβάλλει παντού η υλιστική θεώρηση της ζωής, η οποία δεν μπορεί να γεμίσει την ανθρώπινη ψυχή. Η ορθόδοξη πνευματικότητα μπορεί σήμερα να δώσει απαντήσεις στα κοινωνικά, ηθικά και ατομικά αδιέξοδα του σύγχρονου Έλληνα, εφόσον υπάρχει πίστη και προσευχή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ορθοδοξία είναι βίωμα και διάλογος∙ διάλογος με τον συνάνθρωπο και το Χριστό με στόχους την αγάπη, την προσφορά και την κατανόηση-συγχώρηση των λαθών και των αδυναμιών (προσωπικών ή αλλότριων). Είναι δεδομένο ότι η νεώτερη Ελλάδα και ο νεοελληνικός πολιτισμός, τόσο γεωγραφικά όσο και ιστορικά, είναι τόπος συνάντησης και αφομοίωσης τριών διακριτών κουλτούρων: της δυτικοευρωπαϊκής, της βαλκανικής και της ανατολικής. Η υποστήριξη και διάσωση των τριών προαναφερόμενων πυλώνων επιτρέπει τη συνέχιση αυτής της διαδικασίας, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί ανάχωμα στην ισοπέδωση πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, θρησκευτικών αρχών και παραδοσιακών αξιών.

1. Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας, εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα 20083, σ. 1744.

2. Hosbaum E., Nations and Nationalism since 1870: Programme, Myth, Reality, μτφρ. Χρυσούλα Νάντρις, Cambridge: Cambridge University Press, 1990, σ. 123.

* Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ερευνητής