Του π. Ηλία Βολονάκη

Αφορμή για τη γραφή του παρόντος άρθρου έδωσε το ενοριακό δελτίο Αγίου Τίτου, που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες.

Θέμα του δελτίου είναι: “Η ορθόδοξη λατρεία του Θεού και η συμμετοχή των πιστών σε αυτήν”.

Είναι ένα αξιόλογο κείμενο, συγκροτημένο και σύμφωνο με την λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας και τη Θεολογία των Πατέρων.

Στην παράγραφο: “Συμμετοχή των πιστών στη λατρεία -ευθύνες ποιμαινόντων και ποιμαινομένων” με διάκριση αναφέρονται οι υποχρεώσεις των κληρικών και μάλισατα των εφημεριων κάθε ενορίας. Αναφέρεται στο δελτίο:

-Ο κληρικός είναι ο συνεργάτης του Θεού στο έργο της σωτηρίας: Εργάζεται και πράττει στο όνομα του Θεού, δωρίζει τον εαυτό του, την ύπαρξή του στο Θεό, αφήνεται με εμπιστοσύνη στα χέρια Του και ζητεί από εκείνον να ευλογήσει το έργο του...

-Η προσωπική σχέση αποτελεί τον απαραίτητο όρο στο πλαίσιο του ενοριακού έργου.

Το περιεχόμενο του δελτίο με προβλημάτισε πολύ. Αναζήτησα ένα πρότυπο καλού ποιμένος, καλού κληρικού-ανέτρεξα στην ζωή της Εκκλησίας και βρήκα ποιον άλλον· τον μεγάλο Απόστολο του χριστιανισμού, τον διδάσκαλο των εθνών, τον καλό ποιμένα. Τον Άγιο Παύλο!

Ο Απόστολος Παύλος έχει βαθύτατη συναίσθηση της κλήσεώς του από τον Θεό και της αποστολής του. Το θαύμα της μεταστροφής του στην πίστη του Ναζωραίου με την προσωπική εμφάνιση του Χριστού στον δρόμο προς τη Δασμασκό και οι ουράνιες αποκαλύψεις των οποίων έγινε θεατής της και μέτοχος τον έχουν μεταβάλει σε αφοσιωμένο εργάτη του αμπελώνος του Κυρίου, σε “κλήτό” απόστολο, ο οποίος ταυτίζεται με τον αποστείλαντα αυτόν Ιησού Χριστόν, ώστε να δηλώνει ευθαρσώς το “ζω ουκέτι εγώ, ζη δεν εν εμοί Χριστός” (Γαλ. 2,19).

Η Ελληνική γλώσσα και παιδεία παρέχουν στον Απόστολο Παύλο τα μέσα του ιεραποστολικού του έργου, το περιεχόμενό του όμως αντλείται από τον σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού, ο οποίος αποτελεί το κέντρο της θεολογίας και της ζωής του Παύλου.

Τα ποικίλα ανθρώπινα στοιχεία της προσωπικότητάς του κατευθύνονται από ένα δυναμικό κέντρο που είναι ο Χριστός.

Ο χριστοκεντρισμός αυτός που συναντούμε σε κάθε βήμα στις επιστολές του δεν είναι παρά η θεολογική έκφαση μιας βαθιάς εμπειρίας που ζούσε διαρκώς ο Απόστολος των Εθνών.

Ο ουρανοβάμων ζει και κινείται μέσα στο πνεύμα των λόγω του Κυρίου: “Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη” (Ματθ. 28,19).

Ο Απόστολος Παύλος δεν αντιλαμβάνεται την αποστολή του ως αποστολή ιερόκήρυκος, αλλά ως αποστολή πνευματικού πατρός, ο οποίος δεν εγκαταλείπει τα εν Χριστώ αναγεννηθέντα τέκνα του μόνα και αγωνίζεται και αγωνιά “ώσπου να διαμορφωθεί μέσα τους ο Χριστός” (Γαλ. 4,19).

Μόχθος και πόθος του να καθοδηγήσει τους ακροατές των λόγων του στον αληθινό Θεό και να παραστήσει “πάντα ανθρώπον τέλειον εν Χριστώ Ιησού” (Κολοσ. 1,28).

Ο Απ. Παύλος κατανοεί ότι σκοπός του Θεού στην ιστορία είναι να ιδρύσει και να εδραιώσει μια νέα κοινότητα εν Χριστώ δια μέσου της εργασίας και της προσπάθειας των πιστών Του. Ο ίδιος και οι άλλοι είναι “διάκονοι” σ’ αυτό το έργο και “συνεργοί Θεού” και ο λαός θα πρέπει να δέχεται το έργο τους με τέτοια έννοια.

Παρακαλεί ο Παύλος η όλη Εκκλησία να είναι παρούσα στο έργο του και όλοι να είναι συνεργοί του είτε “εν έργω” είτε “εν προσευχαίς”. Παρακαλεί τους Θεσσαλονικείς: “Να προσεύχεσθε για μας ώστε ο λόγος του Κυρίου να διαδίδεται και νβα δοξάζετε όπως συνέβη και σ’ εσάς” (Β’ Θεσ. 3,1).

Ο Απόστολος Παύλος δεν ιδρύει μόνον Εκκλησίες, αλλά και τις παρακολουθεί. Άλλοτε γράφει επιστολές για να διευθετήσει προβλήματα και άλλοτε να δώσει οδηγίες για την καλή οργάνωση και την όλη συμπεριφορά του ποιμένος. Προς τον Τίτον γράφει:

“Ο λόγος που σε άφησα στην Κρήτη ήταν να συνεχίσεις να διορθώνεις τις ελλείψεις και να εγκαταστήσεις σε κάθε πόλη πρεσβυτέρους, σύμφωνα με τις οδηγίες που σου έδωσα” (Τι. 1,5).

Με αγωνία παρακαλεί τους ποιμένες, τους οποίους κατά τόπους εγκατέστησε, να προσέχουν “τον εαυτό τους και όλο το ποίμνιο, στο οποίο το Πνεύμα το Άγιο τους έθεσε” (πραξ. 20,28).

Υποθήκες αιώνιες θα πραμείνουν οι λόγοι της πεπυρωμένης από αγάπη καρδιάς του, άλλοτε όταν εύχεται να γίνει αυτός κατάρα υπέρ των αδελφών του των κατά σάρκα και άλλοτε όταν διερωτάται και ερωτά:

“Ποιανού η πίστη ασθενεί και δεν ασθενώ κι εγώ; Ποιος υποκύπτει στον πειρασμό και δεν υποφέρω κι εγώ; (Β. Κορ. 11, 29).

Γι’ αυτό ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την ομόνοια και αγάπη μεταξύ των χριστιανών. Γράφει προς τους Κορινθίους.

“Και τώρα, αδελφοί μου σας ζητώ, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να είστε όλοι σύμφωνοι μεταξύ σας και να μην υπάρχουν ανάμεσά σας διαιρέσεις, αλλά να είστε ενωμένοι με μια σκέψη και με ένα φρόνημα” (Α’ Κορ. 1,10).

Η σχέση πνευματικού πατέρα προς τέκνα για τον Απόστολο Παύλο δεν περιορίζεται στη σχέση του με τους χριστιανούς της εποχής του. Για τον πρωτοκορυφαίο των αποστόλων, τον Παύλο η σχέση αυτή συνεχίζεται και διαρκεί μέχρι σήμερα.

Ο Παύλος είναι ο Απόστολος της Ελλάδος.

Είναι ο Απόστολος και ιδρυτής της Εκκλησίας της Κρήτης. Τέκνα του πνευματικά είμαστε κι εμείς, οι οποίοι προσβλέπουμε προς αυτόν διότι “Αυτός μας οδήγησε με την πίστη στο χώρο αυτής της Χάρης του Θεού, στην οποία είμαστε στερεωμένοι και καυχόμαστε για την ελπίδα της συμμετοχής μας στη δόξα του Θεού” (Ρωμ. 5,2).

Αυτή είναι η πίστη μας. Επομένως υπάρχει ελπίδα. Υπάρχει μέλλον.

Υπάρχει το πού να στρέψουμε το βλέμμα μας. Υπάρχει το πώς να πορευτούμε. Υπάρχει το τι πρέπει να κάνουμε. Υπάρχει μια ζωντανή παράδοση που δείχνει πως η αλήθεια γίνεται τρόπος ζωής και πως η πίστη γεννά ήθος και πολιτισμό. Κοντολογίς, πώς η ζωή νικά τον θάνατο. Έτσι ζήσαμε και επιβιώσαμε σε αυτόν εδώ τον τόπο, σε δύσκολους καιρούς και έτσι θα ξαναβρούμε τον δρόμο μας για το μέλλον.

Όταν το 1964, δηλαδή πάλι σε δύσκολους καιρούς, ο Γεώργιος Σεφέρης αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα από την Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης, είπε μεταξύ των άλλων:

“Είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων.

Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου θα την αρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη;

Θα το παραδεχθούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι; Δεν γυρεύω μήτε το σταμάτημα, μήτε το γύρισμα προς τα πίσω, γυρεύω το νου, την ευαισθησία και το κουράγιο των ανθρώπων που προχωρούν εμπρός”.

Οι άνθρωποι της Εκκλησίας είναι αυτιοί που εμπνεύονται από τα έσχατα και έτσι έχουν το κουράγιο να προχωρούν πάντα εμπρός.

Τότε δεν μένει παρά να αναζητήσουμε ξανά το κέντρο της ζωής μας. Τη μετοχή μας στο μεγάλο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.