Του Μανόλη Σπανάκη*

Δεν θέλει και πολύ ο Έλληνας να ξιπαστεί, να μασκαρευτεί και: από κουβέντα σε κουβέντα (που λέει το ωραίο τραγουδάκι), όλως τυχαίως, να ανακαλύπτει ότι είμαστε από το ίδιο σόι με τους πετρολαδάδες του Κουβέϊτ.

Κανείς δεν πέθανε από ξεκούραση, μόνο ένας που έπεσε από το κρεβάτι.

Ξεχνάμε που ενώ παίζαμε χαρτιά στο καφενείο μας ράβδιζαν τις ελιές οι Αλβανοί, που ο βοσκός συγκέντρωνε το κοπάδι του μόνο με την κόρνα του 4χ4, που είχαν γίνει πετσετάκια τα πεντοχίλιαρα, που ενώ έδεναν τους σκύλους με τα λουκάνικα, δεν τα τρώγανε, που παφ και τάληρο, τσάμπα ο δικός σου, που είχαμε κάνει μια μούρη που έβγαινε μέχρι τον ουρανό κλπ. Η υποτίμηση της έννοιας του χρήματος, που έρρεε άφθονο, χωρίς να ξέρεις και δεν ήθελες να μάθεις, ότι ήταν δανεικά.

Τότε άνοιξε στα δυτικά προάστια της πόλης μας, με τεράστιους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους και έτοιμο να ικανοποιήσει και τον πιο δύστροπο και απαιτητικό πελάτη Σαουδάραβα ένα σούπερ μάρκετ. Καθημερινό και ατέλειωτο πανηγύρι να προσκυνήσουν στη Μέκκα. Συναγερμός σ’ όλη την Κρήτη. Πήρα και εγώ τη γυναίκα και τα παιδιά μου και πήγαμε. Παρκάραμε, βάλαμε ένα φράγκο, τσουρλούσαμε καρότσι και μπήκαμε στον προθάλαμο, μπήκε η φαμίλια μου μέσα να ψωνίσει και εγώ στάθηκα εκεί. Με πλησιάζει μια κοπέλα της υποδοχής και με ρωτά: Γιατί δεν μπαίνετε και εσείς κύριε μέσα να ψωνίσετε; Χωρίς να ξέρω τι λέω, της απαντώ: Είμαι θυμωμένος κοπέλα μου, γιατί δεν μπορώ να καταλάβω, πώς γίνεται να βάζω ένα φράγκο, να τσουρλώ καρότσι, να το γεμίζω πράγματα και να περνώ από το ταμείο να μου παίρνουν τα λεφτά. Λέει, κύριε έχει και καλαθάκια και άμα τα γεμίσετε, να τα σηκώσετε. Λέω, δηλαδή θα μου βάλετε και πετρόξυλα, σαν του γαϊδάρου (σανίδες που προσαρμόζουν στο σαμάρι για να κουβαλά πέτρες). Έκπληκτη η κοπέλα με κοιτάζει.. Προφανώς δεν κατάλαβε τους υπαινιγμούς μου. “Άφησε κοπέλα μου, έχω και εγώ τα δικά μου”.

Πάλι τρικλοποδιά στο πόπολο (λαό). Εκμεταλλεύτηκαν την καλύτερή του αίσθηση, τα μάτια και την απληστία του. Σαν τον παπά που διαβάζει τα ονόματα των πεθαμένων, έτσι διάβαζαν τι ήθελαν να αγοράσουν και από είκοσι πράγματα έπαιρναν τριάντα (γιατί είχαν γίνει πρώτης ανάγκης). Να μην αγοράζεις με το μάτι αλλά με το μυαλό, λέει ο λαός. Έχω ακούσει ότι για να μαρτυρήσει κάποιος, του βάζουν δυνατά φώτα. Το μάτι δημιουργεί φανταστικούς κόσμους, οπτασίες, συνειρμούς και στο άψε σβήσε σε πάει στον παράδεισο και στην κόλαση.

Βρε το γάλα του μπακάλη που κάνει διακόσια φράγκα είναι πιο φτηνό από το ίδιο γάλα του σούπερ μάρκετ που κάνει εκατό φράγκα. Λέει όχι. Βρε στο μπακάλη θέλεις τρία πράγματα και έχει τα δύο, κάνει να πάρεις ένα, που θα τόχει αύριο. Στο σούπερ μάρκετ θέλεις δέκα πράγματα και καταλήγεις να πάρεις τριάντα. Δεν συμφέρει ο παραδοσιακός μπακάλης; Λέει όχι. Ακόμη κάθεσαι, η Ευρώπη γυρεύει μυαλά.

Ουφ ... συγχίστηκα πάλι σήμερο.

Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής