Του Βασίλη Κεγκέρογλου*

Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε τις προτάσεις του για την αναθεώρηση του συντάγματος, αλλά και μια δικής του έμπνευσης ιδιότυπη διαδικασία με την οποία την επιδιώκει. Στο μείζον αυτό ζήτημα απέφυγε την προβλεπόμενη στο Σύνταγμα διαδικασία, απέφυγε το διάλογο εντός Βουλής και επέλεξε να μείνει στο προαύλιο του κτηρίου, το οποίο χρησιμοποίησε ως «ντεκόρ» για τη φιέστα του. Άλλωστε στην ομιλία του υπήρξε αποκαλυπτικός.

Είπε όχι σε «μια διαδικασία περιορισμένη στους τέσσερις τοίχους της Ολομέλειας της Βουλής». Αγνόησε δηλαδή το αναθεωρητικό πλαίσιο που προβλέπει το ίδιο το Σύνταγμα. Τόσο η συμβολική όσο και η λεκτική επιλογή του κ. Τσίπρα, συνιστούν πρωτοφανή θεσμική περιφρόνηση του Κοινοβουλίου, αλλά και των προβλέψεων του Συντάγματος.

Πέραν όμως των συμβολισμών, υπάρχει η πολιτική ουσία των όσων εξήγγειλε ο κ. Τσίπρας. Κατ’ αρχάς θα πρέπει να διευκρινισθεί το πώς προέκυψαν οι προτάσεις του κ. πρωθυπουργού. Από διαρροές στον Τύπο έγινε γνωστό ότι ο ίδιος είχε συγκροτήσει μια άτυπη επιτροπή η σύνθεση της οποίας δεν έγινε ποτέ επισήμως γνωστή. Όπως δεν έγινε γνωστό ούτε το πόρισμα στο οποίο κατέληξε αυτή η επιτροπή. Και φυσικά δεν υπήρξε ίχνος προηγούμενης διαβούλευσης, ούτε καν εσωκομματικής. Μιας τέτοιας διαδικασίας αποτέλεσμα είναι οι χθεσινές εξαγγελίες του κ. Τσίπρα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόταση του κ. Πρωθυπουργού για τη συγκρότηση μιας «οργανωτικής επιτροπής» η οποία θα αναλάβει τη διεξαγωγή μιας πρωτοφανούς «λαϊκής διαβούλευσης» στην οποία θα συμμετέχουν κοινωνικοί φορείς, κινήσεις πολιτών, συλλογικότητες, αλλά και μεμονωμένοι πολίτες. Σε ποιο θεσμικό πλαίσιο θα βασιστεί όλη αυτή η διαδικασία; Ποιος θα θέσει τους κανόνες διεξαγωγής της; Ο κ. πρωθυπουργός; Με ποια αρμοδιότητα; Εκτός κι αν δεχθούμε ότι το θεσμικό πλαίσιο μπορεί πλέον να υποκαθίσταται από τη βούληση του κ. πρωθυπουργού. Ποιος θα διαφυλάξει το κύρος μιας διαδικασίας που είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη και ακροβατεί στα όρια της γραφικότητας; Η πρόταση αυτή συνιστά μνημείο ανευθυνότητας, συνταγματικού λαϊκισμού, αλλά δυστυχώς φανερώνει στοιχεία που υποδηλώνουν τάσεις καισαρισμού του κ. Τσίπρα. Αν μάλιστα η πρόταση αυτή συνδυαστεί με τη δήλωση του πρωθυπουργού ότι «δεν θα φοβηθεί τις συγκρούσεις» και ότι για να αλλάξει το σύνταγμα «δεν αρκούν μόνο οι συναινέσεις», γίνεται εμφανές ότι ο κ. Τσίπρας επιχειρεί τη νομιμοποίηση του διχασμού και τη διάχυση της γνωστής διχαστικής του λογικής σε όλα τα επίπεδα της ελληνικής κοινωνίας. Και αυτό είναι κάτι που η χώρα πρέπει να το αποφύγει. Δεν προτίθεμαι σε αυτή τη φάση να σχολιάσω ειδικότερα τις προτάσεις του κ. πρωθυπουργού, όπως τη δημιουργία ενός ιδιότυπου δικαστικού διευθυντηρίου που διασπά την αρχή της διάκρισης των εξουσιών ή την προβληματική διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας (με σκοπό μάλιστα να αποφεύγεται στο μέλλον η διάλυση της Βουλής, δηλαδή η μέθοδος που ο ίδιος ο κ. Τσίπρας χρησιμοποίησε για να έλθει στην εξουσία). Ή ακόμα την άκρως λαϊκίστικη πρόταση κύρωσης με δημοψήφισμα οποιασδήποτε συνθήκης μεταβιβάζει κυριαρχικές αρμοδιότητες του Κράτους, που προκαλεί θυμηδία αν αναλογιστούμε ότι μόλις πριν λίγο καιρό ψήφισε με απλή πλειοψηφία στη Βουλή την εκχώρηση όλης της δημόσιας περιουσίας στο υπερταμείο, τις αποφάσεις του οποίου ελέγχουν απόλυτα οι δανειστές.

Η πρόταση του κ. Τσίπρα για την αναθεώρηση δεν είναι απλώς μια λανθασμένη απάντηση στα προβλήματα της χώρας, αλλά και μια προσπάθεια να μετατεθεί ο δημόσιος διάλογος και να παρακαμφθούν θέματα για τα οποία η κυβέρνηση οφείλει να αναλάβει την πολιτική ευθύνη. Ο πρωθυπουργός επιχειρεί να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι στην Ελλάδα το Σύνταγμα αντιμετωπίζεται ως εγγύηση πολιτικής ελευθερίας, προτείνοντας την τροποποίησή του με κύριο κριτήριο τον άκρατο λαϊκισμό, προκειμένου να κατορθώσει να υπερβεί την πρόδηλη πολιτική του αμηχανία. Αναθεώρηση του συντάγματος απαιτείται ή δικαιολογείται όταν εντοπίζονται συγκεκριμένες αδυναμίες στη λειτουργία του πολιτεύματος. Μια συνταγματική αναθεώρηση ωστόσο, δεν μπορεί να διαμορφώσει νέες πολιτικές. Αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο του καταστατικού Χάρτη. Η πρόταση λοιπόν, όπως παρουσιάστηκε από τον κ. Τσίπρα, δικαιολογεί απολύτως σοβαρές επιφυλάξεις απέναντι στο εγχείρημα που εξυπηρετεί μικροκομματικές σκοπιμότητες.

Η κατευθείαν αναδρομή σε μια ευρεία και ακαθόριστη μάζα φορέων, κινημάτων, συλλογικοτήτων και μεμονωμένων προσώπων, προκειμένου να παρακαμφθούν τα υφιστάμενα θεσμοθετημένα όργανα (εν προκειμένω η Βουλή), είναι μια τακτική κατάκτησης και ενίσχυσης της εξουσίας, προορισμένη μεν να δελεάζει το λαό, αλλά που δεν μπορεί να συγκαλύψει τα προβλήματα διακυβέρνησης που προσπαθεί να παρακάμψει. Η τακτική αυτή ενέχει στην πραγματικότητα τον κίνδυνο δημοκρατικής εκτροπής αφού επιχειρεί να ενισχύσει την προσωπική εξουσία απέναντι στα θεσμοθετημένα όργανα. Το σύστημα αυτό ονομάζεται στη βιβλιογραφία «δημοκρατικός καισαρισμός» γιατί εμπνέεται από την πρακτική της απευθείας εκλογής του Ιούλιου Καίσαρα στο αξίωμα του δικτάτορα, με στόχο να παρακαμφθεί η Σύγκλητος.

Ο κ. Τσίπρας, στην εξαγγελία της πρότασής του για τη συνταγματική αναθεώρηση, χρησιμοποίησε ως κακέκτυπο φράσεις όπως «να γίνουμε εμείς οι Έλληνες η αλλαγή που επιθυμούμε», «ο λαός να πάρει τη δημοκρατία στα χέρια του», «για πρώτη φορά η δημοκρατία στην εξουσία». Με έκδηλα σημάδια καισαρισμού, επιχείρησε για άλλη μια φορά να απευθυνθεί στη μεσσιανική φαντασίωση της κοινωνίας, νομίζοντας πως ο ελληνικός λαός αρκείται να θεωρεί ως πολιτική τις υποσχέσεις αλλαγής, χωρίς να νοιάζεται να τις ελέγχει ως προς την πραγματοποίησή τους. Όλοι όμως πια καταλαβαίνουν πως όλα τα παραπάνω δεν είναι παρά απόκρυψη του πραγματικού σκοπού του κ. Τσίπρα, να κυριαρχήσει στην πολιτική καταργώντας τους θεσμούς.

Όμως, αν η εξουσία φθείρει, η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα και οι πολίτες το γνωρίζουν και θα σταματήσουν τις αρνητικές για τη χώρα και την κοινωνία εξελίξεις.

* Ο Βασίλης Κεγκέρογλου είναι γραμματέας Κ.Ο. Δημοκρατική Συμπαράταξη ΠΑΣΟΚ- ΔΗΜΑΡ