Του π. Ηλία Βολονάκη

Ο Αύγουστος είναι ο μήνας της Παναγίας. Γιορτάζει η πατρίδα από άκρη σε άκρη. Τα βουνά και τα λαγκάδια, τα ακρογιάλια και τα νησιά είναι γεμάτα μοναστήρια, εκκλησίες, μονύδρια αφιερωμένα στη Χάρη Της. Κι ανάμεσα σε αυτά πολλά είναι αφιερωμένα στην Κοίμηση της Παναγίας.

Τον Ευαγγελισμό της Παναγίας παριστάνει η θαυματουργική εικόνα της Μεγαλόχαρης στην Τήνο και όμως την Κοίμηση γιορτάζει και γίνεται το επίκεντρο του πανελληνίου εορτασμού.

Το τέλος του ευαγγελικού αναγνώσματος της εορτής (Λουκά 11,27) αναφέρεται στην τιμωμένη Θεοτόκο. Εκεί εξιστορείται ένα απλό γεγονός, μια λεπτομέρεια από τον καιρό της επίγειας δράσης του Κυρίου μας, λεπτομέρεια με βαρύνουσα όμως σημασία για το θέμα της τιμής της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Και αυτό, γιατί έχουμε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις, που ο Κύριος προκαλείται να μιλήσει για την Παναγία Μητέρα του, αγνό προάγγελο των αναρίθμητων εγκωμιαστών και υμνωδών της Θεοτόκου.

Κάποτε την ώρα που από το πάγχρυσο στόμα του Κυρίου ξεχύνονταν ποταμοί θείας σοφίας και χάριτος, μια γυναίκα καταγοητευμένη από τη μυσταγωγία, του θείου λόγου, διέκοψε το Διδάσκαλο και με φωνή δυνατή εξέφρασε όλο το θαυμασμό ητς ψυχής της λέγοντας:

“Μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε και μαστοί ους εθήλασας”.

Ένα αυθόρμητο εγκώμιο της Θεομήτορος. Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά, που μας έδωσε την αδρότερη προσωπογραφία της Παναγίας, είχε προηγηθεί το εγκώμιο του Αρχαγγέλου Γαβριήλ και της Ελισάβετ, της μητέρας του Τιμίου Προδρόμου.

Εγκώμια θαυμαστά και παράδοξα που εγγυόνταν την προφητεία της ίδιας της Παναγίας “από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί” (Λουκ. 1,48).

Και ο σεβασμός προς την Θεοτόκο θα έπαιρνε τις π ραγματικές του διαστάσεις.

Πράγματι η Εκκλησία μας αποδίδει ιδιαίτερη τιμή στην Υπεραγία Θεοτόκο και την αναβιβάζει στο υψηλότερο βάθρο απ’ όλα τ’ άλλα λογικά όντα της κτίσεως. Την υμνεί ως ανωτέρα απ’ όλα τα δημιουργήματα του Θεού, ακόμη και από τους αγγέλους.

Την θεωρεί ως καύχημα του ανθρωπίνου γένους, επειδή με την καθαρότητα του βίου της και την αγιότητά της ήλκυσε την αγάπη του Θεού και αξιώθηκε να γεννήσει τον Υιό και Λόγο Του. “Έγινε μητέρα Εκείνου του οποίου άξιζε να γίνει Μητέρα” όπως λέγει ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας.

Και συμπληρώνει ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς: “Κανένας δεν αγάπησε το Θεό περισσότερο από την Παναγία και κανένα δεν αγάπησε ο Θεός περισσότερο απ’ Αυτήν”.

Ως Θεοτόκος η Παναγία γίνεται διαπορθμευτής των ανθρώπων από τη γη προς τον ουρανό, ως Μητέρα του Θεού γίνεται Μητέρα ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους και μεσίτρια προς τον Υιό Της για τη σωτηρία όλων μας.

Οι πατέρες λένε σχετικά ότι η Θεοτόκος, με την μεσιτεία της τον Θεό έκανε άνθρωπο και τον άνθρωπο θεό, τον ουρανό ένωσε με την γη και την γη με τον ουρανό, το δε ανθρώπινο γένος ελευθέρωσε από την φθορά. Εδώ σημειώνουμε τα λόγια του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: “Όποιος δεν θεωρεί Θεοτόκο την Αγία Μαρία είναι άσχετος με την θεότητα... είναι άθεος”.

Ο Θεός δέχεται λατρεία και ρποσκύνηση, η δε Παναγία τιμή και σεβασμό, ως Μητέρα του Θεού. Η Θεοτόκος δεν σώζει. Μαζί όμως με όλους τους Αγίους, που έζησαν την ζωή του Χριστού προσβεύει και μεσιτεύει στον Σωτήρα Θεό και Υιό της για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, του οποίου είναι αληθινή Μητέρα, Κυρία και Δέσποινα. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει: “Κανείς δεν μπορεί να έλθει προς τον Θεό παρά μόνο δι’ αυτής ως Μητέρας του Υιού του Θεού”.

Η Υπεραγία Θεοτόκος είναι και δική μας Μητέρα. Μας την χάρισε ο Χριστός μας επάνω από το Σταυρό. (Ιωαν. 19, 26-27) κι από τότε η Παναγία έγινε η ελπίδα μας, το λιμάνι μας, το καταφύγιό μας και μας προσφέρει τα αιώνια αγαθά.

Στη Θεοτόκο διασώζεται η φυσική ενότητα του ανθρωπίνου γένους, η οποία υπάρχει όχι μόνον στην αμαρτωλή κατάσταση της Εύας, αλλά και στην υψίστη αγιότητα της Παναγίας.

Η Κοίμηση της Θεοτόκου υπήρξε ένδοξη σε αντίθεση με την ταπεινή γέννησή της.

Και έκτοτε μια απροσμέτρητη θεία δόξα συνοδεύει αιώνια την Θεοτόκο Μαριάμ.

Στην οριστικοποίηση της εορτής συνετέλεσαν όχι μόνον ομιλίες εκκλησιαστικών συγγραφέων και πατέρων της Εκκλησίας, αλλά και η ανακήρυξη της αειπαρθένου της Θεοτόκου από την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου το 431.

Ο καθορισμός εξάλλου της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου που αρχικά είχε καθιερωθεί στη Γεσθημανή, όπου και υπήρχε ναός της Παναγίας-κτίσμα του αυτοκράτορος Μαρκιανού (450-457)-επεκράτησε οριστικά σ’ όλη την βυζαντινή αυτοκρατορία.

Στην υμνολογία της εορτής παρατηρούμε έκθαμβοι ότι ολόκληρη η κτίση συμμετέχει σ’ αυτό το μεγάλο γεγονός. Ο θεόλεκτος χορός των Αποστόλων συνέρχεται για να κηδεύσει το θείο σκήνωμα. “Εξουσίαι, θρόνοι, αρχαί, κυριότητες δυνάμεις και Χερουβίμ και τα φρικτά Σεραφείμ”.

(Αυτόμελο εσπερινού εορτής) προπέμπουν το θεοδώχο σώμα, καθώς η γη προσφέρει τον τάφο, άνδρες, γυναίκες, πρεσβύτεροι και νεότεροι περικυκλώνουν την νεκρική κλίνη, τα δε νέφη του ουρανού απλώνουν τα φτερά τους για να σκεπάσουν αυτή που ο ευαγγελιστής Ιωάννης περιγράφει ως “γυνή περιβεβλημένη τον ήλιον, και η σελήνη υποκάτω των Ποδών αυτής, και επί της κεφαλής αυτής στέφανος αστέρων δώδεκα (Αποκ. ιβ’ 1).

Τέλος ας σημειωθεί πως στη ζωή της Εκκλησίας ο θάνατος της Παναγίας βιώνεται ως κοίμηση και ως μετάσταση δηλαδή συνάντηση με τον Πλάστη και Υιό Της. Και σ’ αυτή Της την ανάβαση προς την ανεκλάλητη θεϊκή αγκαλιά νιώθουμε -επειδή είναι αλήθεια- να παρασύρει ολόκληρη την ανθρωπότητα και τον καθένα από μας ξεχωριστά.

Αυτή είναι η πίστη μας, η μεγάλη μας ελπίδα.