Του Αιμίλιου Ψαθά*

Οι Έλληνες ως συναισθηματικός λαός ανέκαθεν χρησιμοποιούσαν τον υποκορισμό στην ομιλία τους.΄Ομως στα βυζαντινά ιδίως χρόνια τούς είχε πιάσει μια μανία να υποκορίζουν σχεδόν τα πάντα. Να παρουσιάζουν τα πράγματα μικρούλια. Να τα λένε χαϊδευτικά.

Το -ιον ήταν η κύρια κατάληξη υποκορισμού από παλιά. Ισοδυναμούσε με το δικό μας -άκι.΄Ετσι χαϊδευτικά “ο παις” γινόταν “το παιδ-ίον’” (=παιδάκι). Με τα χρόνια ο τύπος παιδίον έχασε το όμικρον και έγινε παιδίν, όπως λέγεται ακόμη σε μερικά ελληνικά νησιά και στην Κύπρο. Και σε νεότερα ακόμη χρόνια αποβλήθηκε και το τελικό -ν και καταλήξαμε στον τύπο “παιδί”, όπως λέγεται σήμερα στην κοινή νεοελληνική, χωρίς βέβαια να σημαίνει πια κάτι το μικρό. Στην πραγματικότητα έχει αντικαταστήσει τη λέξη “παις” , η οποία στο μεταξύ ξεχάστηκε. Γι’ αυτό για τον υποκορισμό στα χρόνια μας χρειάστηκε να εφευρεθούν καινούργιες καταλήξεις, όπως –άκι (προβατ-άκι),-ούλα (μαν-ούλα) κτλ.

Με υποκορισμό και με την ίδια διαδικασία μετασχηματίστηκαν ιδίως στα βυζαντινά χρόνια πολλές λέξεις. Ας φέρομε παραδείγματα από το ανθρώπινο σώμα: κεφαλή>κεφάλιον>κεφάλιν>κεφάλι, κατά τον ίδιο τρόπο και πους (γεν. ποδός)>πόδι, χειρ>χέρι, σιαγών>σαγόνι, κορμός>κορμί, το όμμα>το ομμάτιον>τ’ ομμάτιν>το ’μάτι (με αποβολή του αρκτικού  ο). Παρομοίως και οφρύς>φρύδι, όνυξ (γεν. όνυχος)>νύχι, οδούς(γεν. οδόντος)>δόντι, ρώθων>ρουθούνι (με μετατροπή του ω σε ου) μηρός>μερί (με μετατροπή του η σε ε μπροστά από το ρ) μύσταξ>μουστάκι, βυζός(φουσκωμένος)>βυζί.

Αλλά και πάρα πέρα όφις>φίδι, κώδων>κουδούνι, ζωμός>ζουμί, σάπων>σαπούνι, τράπεζα>τραπέζι,περιστερά>περιστέρι....

Και αυτή δεν ήταν η μόνη κατάληξη υποκορισμού.

Από το έλαφος>ελάφιον,έδαφος>εδάφιον βγήκε καινούργια κατάληξη σε -άφιον, όπως χώρος>χωρ-άφι, ξυρόν>ξυρ-άφι, χρυσός>χρυσάφι....

Σε νεότερα κάπως χρόνια, από τη λατινική κατάληξη -arius βγήκαν τα υποκοριστικά σε -άρι λίθος>λιθάρι,λύχνος>λυχνάρι, κριός>κριάρι,μόσχος>μοσχάρι κτλ.

Και υπήρχαν και άλλες ακόμη καταλήξεις υποκορισμού.

Παραξενεύεται κανείς με την τάση αυτή στα βυζαντινά χρόνια, αν μάλιστα σκεφτεί ότι υπάρχουν γλώσσες, όπως η σημερινή αγγλική, στις οποίες ο υποκορισμός είναι σχεδόν άγνωστος.

΄Αλλο παράξενο γλωσσικό φαινόμενο είναι η αντικατάσταση ουσιαστικού από το επίθετο ή από άλλον προσδιορισμό που συνήθως το συνόδευε.

Στην αρχαία π.χ. Ελλάδα καράβια έφερναν σιτάρι από τον Εύξεινο Πόντο, ο οποίος ήταν ο σιτοβολώνας ιδίως της Αττικής.

Στα αρχαία ελληνικά ο ποντικός λεγόταν “μυς”. Φαίνεται όμως ότι μέσα στα σιταγωγά πλοία που έρχονταν από τον Εύξεινο Πόντο ταξίδευαν και “ μύες”, ίσως καλοθρεμμένοι, που έκαναν εντύπωση και τους αποκαλούσαν “ποντικούς μυς” (ποντίκια από τον Εύξεινο Πόντο). Με τον καιρό ξεχάστηκε η λέξη “μυς” και την θέση του την πήρε το επίθετο “ποντικός” (ή, με υποκορισμό, ποντίκι) που λεγόταν πια για κάθε “μυν” αδιακρίτως.

Το φρέσκο και δροσερό νερό το αποκαλούσαν “νεαρόν ύδωρ”. Η λέξη ύδωρ ξεχάστηκε και το επίθετο νεαρόν, με τους μεταπλασμούς νεαρόν>νηρόν>νερό (με μετατροπή του η σε ε μπροστά από το ρ) άλλαξε σημασία και λέγεται αντί για ύδωρ.

Παρομοίως σήμερα λέμε ψωμί αντί για άρτος από τη φράση “ψωμίον άρτου” (= μπουκίτσα ψωμί). “Ψωμός” σήμαινε μπουκιά, και το “ψωμίον” ήταν το υποκοριστικό του.

Από τη στρατιωτική φράση “άλογα ζώα”, για αντιδιαστολή προς τους άνδρες, επικράτησε να λέμε σήμερα άλογο αντί για ίππος.

Από τη φράση “ήπαρ συκωτόν” (= ήπαρ ζώου θρεμμένου με σύκα) βγήκε το συκώτι, που είναι το υποκοριστικό του “συκωτόν”.

Το ψάρι είναι υποκοριστικό της λέξης “όψον” (οψ- άριον > ψάρι) που σήμαινε προσφάγι, ό,τι τρώγεται με το ψωμί, και αποκόπηκε από τη φράση “όψα θαλάσσια” (= θαλασσινά προσφάγια).

Ως τελευταία παραξενιά ας αναφερθεί η χειροτέρευση της σημασίας κάποιων λέξεων, ιδίως εκείνων που σημαίνουν εργατικότητα.

Ο Οδυσσέας ήταν πανούργος (σύνθετο από τις λέξεις παν+έργον). Ήταν δηλαδή ικανός για κάθε δουλειά. Τα κατάφερνε παντού. Ήταν και καλός βασιλιάς και στρατηγός και καπετάνιος και μαραγκός… Με τον καιρό όμως (μερικοί λένε εξαιτίας της μοχθηρίας του κόσμου) η λέξη απέκτησε την κακή σημασία που έχει σήμερα: Αφού ο πανούργος είναι ικανός για κάθε έργο, είναι ικανός να κάνει και το κακό. Ομοίως, πονηρός αρχικώς σήμαινες εργατικός, ακούραστος. Στα αρχαία πόνος=κόπος, κούραση. Επίσης το μοχθηρός είχε παρόμοια αρχικώς σημασία (= ακούραστος, άνθρωπος που μοχθεί).

Παράβαλε ότι σήμερα το αγαθός λέγεται και με τη σημασία του αγαθιάρης, που εύκολα τον κοροϊδεύει κανείς.

Άλλοτε πάλι σε φράσεις αρχαιοπρεπείς γίνονται παρανοήσεις. Πράσσειν άλογα (= πράττειν αλόγως, να ενεργείς ασυλλόγιστα) έγινε “πράσινα άλογα”, και το “Ιωάννης ο αποκεφαλισθείς” (που αποκεφαλίστηκε), ακούγεται ως Ιωάννης αποκεφαλιστής (που αποκεφαλίζει).

* Ο Αιμίλιος Ψαθάς είναι εκπαιδευτικός