Του π. Ηλία Βολονάκη

Την Κυριακή που μας πέρασε, στους Ναούς, διαβάστηκε η περικοπή του Ευαγγελίου Λουκά κεφάλαιο 7 στίχοι 11-16. Ο Απόστολος Λουκάς στους στίχους αυτοόυς μας διηγείται την επίσκεψη του Ιησού Χριστού και της συνοδείας Του της πόλεως Ναΐν. Η Ναΐν ήταν μια από τις ωραίτερες πόλεις της Παλαιστίνης.

Την ώρα που πλησίαζε την πύλη της πόλεως, γινόταν μια κηδεία.

Το θέαμα της κηδείας, που μια, χαροκαμένη μάνα συνόδευε στον τάφο το μονάκριβο παιδί της, συγκίνησε βαθιά την καρδιά Του Κυρίου μας.

Σταμάτησε. Πλησίασε το φέρετρο· πήγε κοντά στο νεκρό για να τον αναστήσει, να τον ζωοποιήσει, και να τον ξαναδώσει στη χήρα μητέρα του να μεταβάλει το πένθος σε χαρά.

Ο λόγος του Χριστού στην πονεμένη μάνα “Μη κλαίε” είναι η άμεση βεβαίωσή Του, ότι ο θάνατος δεν πρέπει να είναι αιτία θρήνου και απαισιοδοξίας. Γιατί ο θάνατος, είναι ένα απλό επεισόδιο στη ζωή μας.

Ο φυσικός θάνατος, είναι η αναγκαία συνέπεια της πτώσεως του ανθρώπου, της αμαρτίας μας.

Για μας τους χριστιανούς το μυστήριο του θανάτου είναι ένα Πάσχα. Είναι μετάβαση από την καθημερινότητα με όλα τα προβλήματα που περιέχει στην μέλλουσα ζωή-την αιώνια.

Η έλευση στον κόσμο της πηγής της ζωής, του Ιησού Χριστού και η Ανάστασή Του είναι η τελεσίδικη απάντηση στο πρόβλημα του θανάτου.

Ο Χριστός είναι “ο του θανάτου καταπατήσας και τον διάβολον καταργήσας και ζωήν τω κόσμω δωρησάμενος”.

Αντί να έλθει σαν τιμωρός ο Θεός στον κόσμο, ήλθε σαν σωτήρας μας, σαν Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Έτσι έγινε “υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού” (φιλ. β’ 8).

Καταδέχθηκε να καρφωθεί στο Σταυρό φορτωμένος την αμαρτία όλης της ανθρωπότητας, τιμωρώντας όχι εμάς τους αμαρτωλούς, αλλά την αμαρτία μας, την αιτία του θανάτου.

Με το θάνατό Του η ζωή θα νικήσει το θάνατο (β’ Κορ. ε, 4). Έτσι όπως πεθάναμε όλοι στο πρόσωπο του Αδάμ ζωοποιούμεθα, όλοι στο πρόσωπο του Χριστού. (α’ Κορ. ιε’ 20).

Ο Χριστός έμεινε “ο αρχηγός της ζωής” και ο χορηγός της ζωής, “η πηγή της ζωαρχίας” και αθανασίας.

Η ένταξή μας στο σώμα του Χριστού, στην Εκκλησία είναι γι’ αυτό μετοχή στην Ανάσταση και αθανασία.

Για να μπορεί να νικά ο άνθρωπος την αμαρτία και τον θάνατο, πρέπει να ενωθεί με την πηγή της ζωής του, τον Θ εό. Τούτο γίνεται εν Χριστώ και δια του Χριστού. Δεν αρκεί μια συναισθηματική διανοητική αναγνώριση του Χριστού, για να σωθεί ο άνθρωπος.

Είναι ανάγκη να ενσωματωθεί ο άνθρωπος στον Χριστό με τα μυστήριά Του. Δεν είναι έτσι περίεργο, πως και αυτός ο Απ. Παύλος, που κλήθηκε με τόσο θαυμαστό τρόπο από τον ίδιο τον Χριστό (Πραξ. θ’/ 3) έπρεπε να βαπτισθεί για να μπορεί να ζωοποιηθεί εν Χριστώ, να μετάσχει στη ζωή του Χριστού, στην αιωνιότητά Του. Με το βάπτισμα μετέχει ο άνθρωπος στο σταυρό και τον θάνατο του Χριστού (Ρωμ. στ’ 3). Γι’ αυτό τα αρχαία βαπτιστήρια, οι ομαδικές κολυμβήθρες της πρώτης Εκκλησίας, είχαν συνήθως το σχήμα σταυρού.

Το βαπτιστήριο είναι ο τάφος της αμαρτίας και η μήτρα της αναγεννήσεώς μας. Κατά το βάπτισμα συντελείται η μυστική ένωση του ανθρώπου με τον “δι ημάς θανόντα και αναστάντα” Κύριό μας. Χωρίζεται το σώμα μας από την αμαρτία, “νεκρώνεται τη αμαρτία” (Ρωμ. στ’ 1.2). Ο βαπτιζόμενος κληρονομεί εν Αγίω Πνεύματι νέα φύση.

Ανανεώνεται, έτσι η “φθαρείσα φύση μας, γιατί ενώνεται με το Χριστό και ζωοποιείται. Η ζωή μας κατόπιν στο σώμα της Εκκλησίας δεν είναι παρά αγώνας για τη συνεχή παραμονή μας στην κοινωνία και ζωή του Χριστού.

Γι’ αυτό μας δόθηκε δεύτερο βάπτισμα, η ιερά εξομολόγηση. Είναι και αυτό το μυστήριο “βάπτισμα δακρύων και μετανοίας”.

Ο στενός δε σύνδεσμος εξομολογήσεως και Θείας Ευχαριστίας στην ορθόδοξη παράδοση είναι ο δρόμος που προχωρούμε στη δεσποτική ξενία” μετέχοντας έτσι στην ανάσταση και δόξα του Χριστού στην αιωνιότητα της βασιλείας Του.

Να γιατί η ζωή της Εκκλησίας μας - για όσους πραγματικά την ζουν- είναι μόνιμη νίκη κατά του θανάτου.