Eπιμέλεια Άννα Κωνσταντουλάκη

Το τελευταίο αντίο στο σκύλο της τον Φράγκο, που έζησε με την οικογένειά της για 14 χρόνια, λέει η δασκάλα και πρώην διευθύντρια στο Μποδοσάκειο, Ελένη Μανιωράκη-Ζωϊδάκη, που μας περιγράφει πως το... “άγριο” πιτ-μπουλ, έγινε ο πιο πιστός τους φίλος και ο αγαπημένος σύντροφος μικρών και μεγάλων.

«Σε φωνάζαμε «ο Αθηναίος» γιατί σε έφεραν από την Αθήνα τα παιδιά όταν ήσουν μόλις οκτώ μηνών. Έμοιαζες σίγουρα με πρωτευουσιάνο με το λείο απασπτράπτον τρίχωμα, τις ροζ πατουσίτσες και τα σκανταλιάρικα σου καμώματα. Ο Χάρης, η Κατερίνα, ο Γιώργος, ο Αποστόλης που σε επέλεξαν ανάμεσα στα πέντε άλλα αδέλφια σου και σε όρισαν αρχηγό της παρέας τους δυσκολεύτηκαν πολύ να πάρουν την απόφαση να σε αποχωριστούν. Το θεώρησαν όμως ανάρμοστο να φυλακίσουν την ελεύθερη φύση σου σε ένα αθηναϊκο διαμέρισμα. Το πρώτο σου ταξίδι ήταν γεγονός. Με συνοδεία τους τέσσερις φίλους σου έφθασες στο Ηράκλειο. Σε είδα να εισβάλεις απαιτητικά στο ολοκαίνουριο σπίτι μου να στρογγυλοκάθεσαι στον καναπέ της κουζίνας και έφριξα.

Ήμουν υπερβολική με τα ζώα. Είχα περιθάλψει πολλά παραπεταγμένα σκυλιά στον κήπο του σπιτιού μου κι είχα υποφέρει πολύ όταν πέθαιναν.

Δάκρυα συνόδεψαν τον αποχωρισμό με τους φίλους σου κι άρχισε η δική μας συγκατοίκηση.

Το όνομά σου ήταν Φράγκο. Ανήκες στην «άγρια» ράτσα των «ΠΙΤ-ΜΠΟΥΛ» (το αμερικάνικο Τερριέ).Το χρώμα σου μπεζ με λευκές πινελιές.



Οι πρώτες μέρες στο σπίτι



Άγριος και γλυκός συνάμα και ζημιάρης; θεοί! Τίποτα δεν άφηνες στη θέση του.

Ξετύλιγες το χαρτί της τουαλέτας, ξέστρωνες τα τραπεζομάντιλα, ακόνιζες τα νύχια του στα έπιπλα κι άφηνες τα τσίσα σου παντού. Αδυναμία σου οι παντόφλες . Τις ξέσχιζες με μανία όπου τις έβρισκες, προτιμούσες όμως να τις αποσπάς με μανία από τα πόδια που τις φορούσαν και διασκέδαζες αφάνταστα όταν σου αντιστεκόταν. Πόσο πρέπει να σε αγαπούσαμε για να τα ανεχόμαστε όλα αυτά! Αυτά βέβαια όσο ήσουν μικρούλης ,γιατί μετά ήσουν τύπος και υπογραμμός. Οι προτροπές από παντού ερχόντουσαν βροχή.

«Άκρως επικίνδυνος» για μικρούς και μεγάλους. Πόσο έξω έπεσαν όλοι Φράγκο μου! Ήσουν τόσο παιγνιδιάρης και πανέξυπνος, φιλικός στους φίλους μας και συγκρατημένα επικίνδυνος γιʼ αυτούς που νόμιζες ότι επιβουλευόταν την ασφάλεια του σπιτιού μας. Έγινες μέλος αναπόσπαστο της οικογένειας μας και αγαπητός σε όλους του φίλους που φανερά φοβισμένοι έβλεπαν μόλις έμπαιναν στο σπίτι ένα πελώριο σκυλί να κυλιέται στα πόδια τους.

Και ήσουν πελώριος Φράγκο μου. Μέρα με τη μέρα μεγάλωνες τόσο που έμοιαζες με λιοντάρι. Στον κήπο το σπιτάκι σου το είχες για τις καλοκαιρινές σου διακοπές και για τον απαραίτητο περίπατο της ημέρας.



Ενας αληθινός φίλος



Κι ήσουν πασίγνωστος. Όλοι οι γείτονες με τα μικρά τους ερχόντουσαν να παίξουν μαζί σου. Το καλοκαίρι που ερχόταν τα παιδιά από Αθήνα είχες γιορτή. Πανηγύρι στον κήπο. Τρεξίματα, παιχνίδια, σκανταλιές, γαυγίσματα με νόημα και γέλια. Και γελούσες κι εσύ Φράγκο μου. Γελούσες και άστραφταν τα μάτια σου. Αυτά τα μάτια που μου είπαν τόσα όσα δεν κατάφεραν να μου πουν ανθρώπινα χείλη. Πόσο άδολη ήταν η αγάπη σου!

Πόσο αληθινή η φιλία σου!

Κι όταν ήρθαν νέα μέλη στην οικογένειά μας δε ζήλεψες, όπως προέβλεψαν όλοι, αλλά έγινες ο προστάτης και η καλύτερή τους παρέα. Τα παιγνίδια των μικρών διαβολάκων μαρτύριο για σένα αλλά υπόμενες με καρτερία όλα τους τα πειράγματα ακόμη κι όταν σου τραβούσαν την ουρά ή καθόταν στην πλάτη σου. Σε φώναζαν «Κάγκο» ή «Καγκουλιώ»με τη μωρουδίστικη γλώσσα τους και σου πέταγαν μπαλάκια για να τους τα επιστρέψεις τρέχοντας και να στα πετάξουν ξανά και ξανά. Δεν κουραζόσουν ,δε θύμωνες.

Ήταν η καλοκαιρινή παρέα σου κι όταν ερχόταν η ώρα του αποχαιρετισμού, θλίψη και κατήφεια. Καθόσουν μέρες με το πρόσωπο χωμένο ανάμεσα στα πόδια, μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι μείνανε και πάλι μόνοι.



Η αντίστροφη μέτρηση



Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει. Ο γιατρός απόλυτος. «Ξεπέρασε τα όρια του» είπε «κανένα μεγάλο σκυλί δε φτάνει τα δεκατέσσερα, πρέπει η ζωή του να ήταν κάθε άλλο από σκυλίσια». Μέσα σε ένα μήνα τίποτα δε θύμιζε υπερήφανο αγέρωχο σκυλί μου. Μόνιμα ξαπλωμένος σε ένα καναπέ σε ένα ύπνο βαθύ, προάγγελο του μεγάλου ατέλειωτου ύπνου. Ξενυχτήσαμε δίπλα σου πολλά βράδια.

Κι ένα πρωί του Φλεβάρη, μας κοίταξες ικετευτικά με την απορία εύλογα ζωγραφισμένη στα μάτια σου και μας αποχαιρέτησες. Έφυγες άραγε με το παράπονο ότι σου αρνηθήκαμε τη βοήθειά μας;

Αγαπημένε μου Φράγκο πολλά μάτια σε έκλαψαν μα για μένα η απουσία σου είναι αβάστακτη. Είναι υπερβολικό να υπάρχει τόσος ανθρώπινος πόνος γύρω κι εγώ να θρηνώ για το σκυλί μου, μα δεν μπορώ να το αλλάξω.



“Αλλιώτικο θα είναι το φετινό καλοκαίρι”

Το φετινό καλοκαίρι θα είναι αλλιώτικο για τους Αθηναίους φίλους σου. Ο Χάρης, η Κατερίνα, ο Γιώργος, ο Αποστόλης και οι οικογένειές τους μάταια θα σε αποζητούν. Δε θα είσαι εδώ να τους υποδεχτείς με αυτό το μοναδικό σου τρόπο. Δεν έχουν λέει τα ζώα ψυχή. Ποιος άκαρδος το είπε αυτό; Τότε τι είναι αυτή η αόρατη παρουσία που περιμένει στον κήπο τον ερχομό σας;

Στους περιπάτους σου «άρχοντας», ούτε που καταδεχόσουν να γαυγίσεις στα μικρά σκυλιά που για να κρύψουν το φόβο τους γαύγιζαν κι ερχόντουσαν δήθεν απειλητικά προς το μέρος σου.

Πέρασαν έτσι δεκατέσσερα χρόνια. Μας έγινε απαραίτητη η παρουσία σου.

Υπερηφανευόμενη έλεγα ότι ο Φράγκο μας δεν φαίνεται γέρος, για να μου απαντήσει αστειευόμενος ο γιος μου «τι περίμενες μαμά να έχει ρυτίδες ή να φορέσει γυαλιά»;

Κι όμως ο χρόνος αδυσώπητος κατέλυσε τη δύναμή σου.



Υ.Γ. Δεν είμαι μοναχικό άτομο. Έχω πολλούς φίλους είμαι πολυάσχολη κι όμως η έλλειψη του Φράγκο άφησε ένα κενό στη ζωή μου και προσπαθώ να φανταστώ τα αισθήματα κάποιου που το σκυλί του είναι και ο μοναδικός του φίλος.

Αγαπήστε τα ζώα και θα βιώσετε την αληθινή φιλία, την άδολη αγάπη και την απόλυτη αφοσίωση στους χαλεπούς καιρούς της κυρίαρχης μοναξιάς.»