Γράφει ο Δημήτρης Πατέλης, Επ. καθηγητής Φιλοσοφίας Πολυτεχνείου Κρήτης

B’ ΜΕΡΟΣ (τελευταίο)

Στην Αθλιότητα της Φιλοσοφίας (1847, ελλ. εκδ. Αναγνωστίδη, χ.χ.) ασκείται κριτική στις μικροαστικές-αναρχικές απόψεις του Προυντόν και στη μεθοδολογία του, ιδιαίτερα στα ζητήματα της πολιτικής οικονομίας.

Παράλληλα με τη “ριζική κριτική του συνόλου της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων” και τη διαμόρφωση της επιστημονικής του μεθόδου και του θεωρητικού του συστήματος, ο Μαρξ ανέπτυσσε έντονη και πολύπλευρη πολιτική-οργανωτική δραστηριότητα στο διεθνές επαναστατικό εργατικό κίνημα. Η "Ένωση των Κομμουνιστών", που είχε υιοθετήσει το μαρξικό σύνθημα "Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!", ανέθεσε στους Μαρξ και Ένγκελς τη συγγραφή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, του πρώτου προγραμματικού κειμένου του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.

Ο Μαρξ έλαβε ενεργά μέρος στα επαναστατικά γεγονότα του 1848-49 και μέσω της εφημερίδας Neu Rheinische Zeitung", μετά το κλείσιμο της οποίας φεύγει αρχικά στο Παρίσι και τελικά στο Λονδίνο. Στα έργα που αφιέρώσε στη γενίκευση της εμπειρίας της επανάστασης (Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, 1850.- Η 18η Μπρυμαιρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, 1852 κ.ά.) ο Μαρξ συγκροτεί μια θεωρία της νικηφόρας επανάστασης, εκτιμά τους συσχετισμούς των ταξικών δυνάμεων και τις αυταπάτες των τάξεων, καταλήγει στην έννοια της "δικτατορίας του προλεταριάτου" και της διαρκούς επανάστασης. Ωστόσο υπερεκτιμά τον βαθμό ωριμότητας της εργατικής τάξης και των σχέσεων παραγωγής.

Κεντρική θέση στην κοινωνική θεωρία του Μαρξ κατέχει το ζήτημα των τάξεων και της ταξικής πάλης. Ο ίδιος επισημαίνει πως απέδειξε τα εξής: "1) ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται μόνο με ορισμένες ιστορικές φάσεις ανάπτυξης της παραγωγής, 2) ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου, 3) ότι η δικτατορία αυτή αποτελεί η ίδια μόνο τη ματάβαση προς την εξάλειψη όλων των τάξεων και την αταξική κοινωνία" (επιστολή προς Ι. Βαϊντεμάγιερ, από 5.3.1853).

Από τη δεκαετία του 1850 ο Μαρξ στρέφεται στη συστηματική οικονομική έρευνα (πάντοτε σε συνδυασμό με τις φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές και πολιτειολογικές αναζητήσεις του): Grunarisse... (πρώτη εκδοχή του Κεφαλαίου) 1857-1858 (ελλ. εκδ. Στοχαστής, τ. Α-Γ, Αθήνα, 1989}.- Συμβολή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, 1858-59 (ελλ. εκδ. θεμέλιο, Αθήνα, 1978), δεύτερη εκδοχή του Κεφαλαίου (1861-63), τρίτη εκδοχή του Κεφαλαίου (1863-1865). Σε αντιδιαστολή με τους οικονομολόγους του συστήματος, εξετάζει την κεφαλαιοκρατία ως ένα ιστορικά παροδικό σύστημα, το οποίο σπαράσσεται από αντιφάσεις (και ταλανίζεται από κρίσεις), η επαναστατική υπέρβαση του οποίου είναι αναγκαία για τον εξανθρωπισμό της κοινωνίας, για την ενοποίηση της ανθρωπότητας χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση.

Επιστέγασμα των τεράστιας έκτασης αδημοσίευτων (εκτός της Συμβολής...) μελετών του ήταν ο πρώτος τόμος του θεωρητικού μέρους του Κεφαλαίου, την τελική μορφή του οποίου επεξεργάσθηκε στα 1866-67 (εκδ. Αμβούργο, 1967α ελλ. εκδ. Σ.Ε.). Εδώ εκτίθεται συστηματικά "η δεύτερη μεγάλη ανακάλυψη του Μαρξ: η θεωρία της υπεραξίας". Πρόκειται παράλληλα για ένα έργο στο οποίο η υλιστική αντίληψη της ιστορίας μετατρέπεται από υπόθεση σε επιστημονικά θεμελιωμένη θεωρία. Το Κεφάλαιο συνιστά την κορύφωση της μαρξικής θεωρίας (κοινωνικής φιλοσοφίας, πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας, διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας καθώς και επιστημονικής πρόγνωσης για την αταξική κοινωνία του μέλλοντος). Τα αποτελέσματα της έρευνας του Μαρξ εκτίθενται εδώ με τη μέθοδο της "ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο" και ως ενότητα "ιστορικού και λογικού" .

Ιδιαίτερα στο οικονομικό έργο του Μαρξ αναπτύσσεται η επιστημονική αντίληψη για την φυσικοϊστορικού χαρακτήρα νομοτέλεια που διέπει την ανάπτυξη της κοινωνίας . Εδώ δεν πρόκειται βέβαια για κάποιους φυσικούς νόμους, αλλά για νόμους της δραστηριότητας των ανθρώπων, νόμους ιδιότυπους κοινωνικούς, οι οποίοι δρουν σε μιαν ενότητα με τους φυσικούς. Πρόκειται για νόμους-τάσεις, οι οποίοι εκδηλώνονται ως επιλογή και υλοποίηση, μέσω της δραστηριότητας των ανθρώπων, μιας από τις κατευθύνσεις που εμπεριέχει το φάσμα δυνατοτήτων της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας. Η επιστημονική γνώση της νομοτέλειας αποτελεί αναγκαίο όρο της αποτελεσματικής πρακτικής παρέμβασης των ανθρώπων στην ιστορική ανάπτυξη της κοινωνίας.

Στο έργο του Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία (1871, ελλ. εκδ. Στοχαστής, Αθήνα, 1976), ο Μαρξ αναλύει τον ρόλο της πρώτης απόπειρας εγκαθίδρυσης της δικτατορίας του προλεταριάτου (της Παρισινής Κομμούνας). Ιδιαίτερη σημασία από την άποψη της θεωρίας για την αταξική κοινωνία έχει η Κριτική του προγράμματος της Γκότα.

Στον βαθμό που ολοκλήρωνε την έρευνα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής, ο Μαρξ προχωρούσε στη διερεύνηση της ιστορίας της κοινωνίας (όπως μαρτυρούν οι χρονολογικές σημειώσεις του), διότι μόνο κατ' αυτό τον τρόπο -αντίστροφα με την "αναγωγή" στην οικονομική ζωή- μπορούν να συναχθούν οι άλλες σφαίρες της κοινωνικής ζωής ως ολότητας από την οικονομική ζωή. Σ΄ αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η μελέτη του έργου του Α. Μόργκαν Η αρχαία κοινωνία, που εμπλούτιζε με εμπειρικό υλικό την κοινωνική θεωρία του Μαρξ. Στον ευρύ κύκλο των ιεραρχημένων ερευνητικών προγραμμάτων του Μαρξ περιλαμβάνεται και η φιλοσοφική θεμελίωση του διαφορικού λογισμού (η ενασχόληση με τα μαθηματικά τον ξεκούραζε από τις οικονομικές του έρευνες).

Η υπερβολικά εντατική εργασία, οι μόνιμες διώξεις και στερήσεις (παρά τη βοήθεια του Ένγκελς), ο θάνατος παιδιών του και τελικά ο θάνατος της γυναικός του, κατέβαλαν την υγεία του Μαρξ, ο οποίος -κατά τον Λαφάργκ - «θυσίασε όλο τον οργανισμό του για το μυαλό του».

Στο Βιβλίο των εκμυστηρεύσεων της κόρης του Τζένης βλέπουμε το περίγραμμα της προσωπικότητας αυτού του μοναδικού επαναστάτη της θεωρίας και της πρακτικής, που σημάδεψε με την παρουσία του τη Νεότερη ιστορία.

Ο βαθύς ανθρωπισμός, η επαναστατική συνέπεια και αγωνιστικότητα, η αυτοθυσία και η αυταπάρνηση του συνδέονται οργανικά με την επαναστατική διαλεκτική λογική και τη μεθοδολογία της ερευνάς του. Το έργο του, ως μοναδικό εγχείρημα επαναστατικοποίησης της επιστήμης και της πρακτικής, αποτέλεσε αντικείμενο αδυσώπητων επιθέσεων, στρεβλώσεων και κατασυκοφάντησης από πληθώρα ταξικών εχθρών και "μαρξιστών" επιγόνων (ποικίλων εκδοχών δογματισμού και σκεπτικισμού-αναθεωρητισμού, για τις οποίες ο ίδιος ο Μαρξ δήλωνε σαρκαστικά: “εγώ δεν είμαι μαρξιστής”). Μετά την κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση στις χώρες του “πρώιμου σοσιαλισμού” του 20ου αι., και το θρίαμβο του νεοφιλελευθερισμού, πολλοί έσπευσαν να θάψουν το Μαρξ και το μαρξισμό. Ωστόσο, όπως φαίνεται και από την εν εξελίξει κρίση, το έργο του Μαρξ αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών, ένα ορόσημο που, όπως ομολογούν και μη μαρξιστές, εν πολλοίς καθιστά το "αντιμαρξιστικά" εγχειρήματα και τις απόπειρες "υπέρβασης" του μαρξισμού φαινομενικές αναβιώσεις προμαρξικών ιδεών είτε επαναδιατυπώσεις μαρξικών ιδεών (κατά τη γνωστή ρήση του Ζ. Π. Σαρτρ: Το πρόβλημα της μεθόδου, Αθήνα, 1975, σε. 56).

Όντως, όπως στη φυσική, είναι αδύνατο να αντιληφθεί κανείς την επιστήμη, χωρίς να αφομοιώσει κριτικά το έργο τιτάνων, όπως ο Νεύτων και ο Αινστάιν, έτσι και στις κοινωνικές επιστήμες και στη φιλοσοφία, είναι αδύνατο να συνεισφέρει κανείς σοβαρά χωρίς να αφομοιώσει κριτικά το έργο του Μαρξ. Η διακρίβωση της εμβέλειας και του πεδίου εφαρμοσιμότητας των μαρξικών θεωρητικών κατακτήσεων και η ανάπτυξη της βασικής κατεύθυνσης των ερευνών του σύμφωνα με τις βαθύτερες ανάγκες της κοινωνίας και τη νομοτέλεια που διέπει τη θεωρία είναι ο αυθεντικά μαρξιστικός τρόπος προσέγγισης του Μαρξ. Στην εποχή μας, απαιτείται ανάπτυξη, διαλεκτική άρση αυτού του κεκτημένου, με αντίστοιχη διακρίβωση των όρων και των ορίων ισχύος και εφαρμοσιμότητάς του (κατά τρόπο αντίστοιχο με τη διαλεκτική άρση της νευτώνειας φυσικής από τη θεωρία της σχετικότητας και την κβαντομηχανική), ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παρόντος και του μέλλοντος της κατανόησης και του μετασχηματισμού της κοινωνίας (βλ. σχετικά και τον ιστότοπο: Η Λογική της Ιστορίας http://www.ilhs.tuc.gr/gr/index.htm).