Tου Μάριου Χατζόπουλου*
Ο Νίκος Σταυρινίδης, ή μάλλον ο Νίκος Καψής όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, άρχισε τη ζωή του στα 1895 σε ένα παραθαλάσσιο χωριό με τούρκικο όνομα και Καρυστινούς μετοίκους στα παράλια της Μ. Ασίας. Γόνος μιας μάλλον ευκατάστατης – για τα μέτρα του τόπου του - οικογένειας με τέσσερα παιδιά, ο Νίκος έδειξε από μικρός μια ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα. Όταν τελείωσε το Δημοτικό, ο πατέρας του τον έστειλε στην κοντινή Σμύρνη για να συνεχίσει στο Γυμνάσιο. Ο Νίκος άφησε πίσω του την θαλπωρή των δικών του ανθρώπων και ξανοίχτηκε στον κόσμο: η Σμύρνη ήταν μια μητρόπολη θελκτική και φωτισμένη με θέατρα, σχολεία, καφενεία και πορνεία, πολυάνθρωπη, πολύβουη, πολύγλωσση. Φοιτώντας σε φημισμένα σχολεία της εποχής, όπως στο ελληνογαλλικό Λύκειο του Αρώνη και κατόπιν στην αγγλική σχολή Μπάξτερ, ο Νίκος, με απανωτές υποτροφίες, έμελλε να αποκτήσει μια γερή εγκύκλιο παιδεία, μια εκπληκτική γλωσσομάθεια, κι ένα καινούργιο όνομα: για να εγγραφεί στο Λύκειο Αρώνη ο καθηγητής τον ρώτησε πως ονομάζεται. «Καψής» απάντησε ο νεαρός. «Α» έκανε με απέχθεια ο καθηγητής «αυτό είναι τουρκικό, το όνομα του πατέρα σου ποιο είναι;». «Σταύρoς» ήταν η απάντηση. «Ε, τότε το επώνυμό σου είναι Σταυρινίδης», αποφάσισε ο ελληνολάτρης καθηγητής. Αν σήμερα ηχούν όλα αυτά λίγο πομπώδη, έναν αιώνα πριν, στις αρχές του 20ου, δεν ήταν.
Μπορεί οι πρόγονοι του Νίκου, όπως και των υπολοίπων χριστιανών συγχωριανών του, να είχαν έρθει από την Κάρυστο στη Μικρασία σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης σχετικά πρόσφατα, όμως ο ελληνισμός μέτραγε πάνω από 2 χιλιετηρίδες ζωής εκεί σαν πνευματική και πολιτιστική παρουσία. Και εκείνα τα χρόνια, παιζόταν ένα μεγάλο στοίχημα, εάν η ελληνική παρουσία από εθνοτική και πολιτισμική που ήταν μέχρι τότε, θα γινόταν εθνική και κρατική.
Όπως γνωρίζουμε, το στοίχημα χάθηκε. Το μοιραίο βράδυ της καταστροφής της Σμύρνης βρήκε τον Νίκο απελπισμένο, μαζί με πολλές χιλιάδες άλλους, να περιμένει τη ζωή ή το θάνατο στην προκυμαία της φλεγόμενης πόλης. Ήταν ένα βράδυ που δεν ξέχασε ποτέ και δεν μίλησε ποτέ για το τι είδαν τα μάτια του. Μιλούσε όμως για το πώς σώθηκε: μια γνωστή του οικογένεια Ιταλών τού έδωσε ένα ιταλικό σημαιάκι που το φόρεσε στο πέτο. Μέσα στον πανικό και την αλλοφροσύνη της σφαγής δεν υπήρχε χρόνος για έλεγχο, τον πέρασαν για Ιταλό και μπόρεσε να επιβιβαστεί σε ένα πλοιάριο. Και έτσι σώθηκε.
Μετά προσφυγιά. Είναι το τραύμα που θα σημαδεύει όλη την υπόλοιπη ζωή του και θα διαμορφώσει μέσα του «τη σκέψη του πρόσφυγα / τη σκέψη του αιχμαλώτου / τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια» όπως γράφει σε ένα γνωστό του ποίημα ο Γιώργος Σεφέρης (Ο Τελευταίος Σταθμός), μια σκέψη έμφορτη με λογής λογής άμυνες και αμφιθυμίες.
Πειραιάς 1922, ’23, ’24: μια εποχή της ζωής του Σταυρινίδη αμάρτυρη, δίχως τεκμήρια, παρ’ εκτός ίσως μια φθαρμένη ταυτότητα πρασινωπή, με μια παλιά φωτογραφία επάνω, ενός νέου ανθρώπου ταλαιπωρημένου, με βουλιαγμένα μάγουλα και τρικυμισμένο βλέμμα. Πρόσφυγας, σαν αυτούς που βλέπουμε σήμερα τριγύρω. Επάγγελμα: μικροπωλητής. Η μητέρα του, η Μαγδαληνή, είχε πεθάνει όταν ήταν μικρός (αφήνοντας στην ψυχή του ένα κενό που με τα χρόνια θα γέμιζε με μια ιδιαίτερη συμπάθεια για τα ορφανά – κάθε είδους). Ο αδελφός του πνίγηκε σε ναυάγιο πιο ύστερα. Η μία του αδελφή κατέφυγε με τον γέρο πατέρα τους στη Μυτιλήνη. Η άλλη αδελφή με τον άντρα της στην Κρήτη.
Ο Νίκος δεν είχε επισκεφτεί πότε την Κρήτη μέχρι το 1925 που η χηρεία της αδελφής του Χρυσάνθης τον έφερε εδώ. Ο Σπανάκης γράφει κάπου ότι ο Σταυρινίδης ήταν ήδη προδιατεθειμένος θετικά για τη μεγαλόνησο: «Μαθητής ακόμη στη Σμύρνη άκουε και διάβαζε με ενδιαφέρον τα πρόσφατα ακόμη γεγονότα των επαναστάσεων, την εκδίωξη του τουρκικού στρατού από την Κρήτη. Από τότε […] η Κρήτη μπήκε στην καρδιά του, με ιδιαίτερη αγάπη και θαυμασμό, ως τόπος ξεχωριστός από την άλλη Ελλάδα!». Ο Σταυρινίδης αποφασίζει να εγκατασταθεί στο Ηράκλειο και να παντρευτεί. Εκτός από τη γνωριμία του με την Ευφροσύνη, τη σύζυγο του, μια άλλη γνωριμία με έναν τουρκομαθή λόγιο της πόλης ίσως να έπαιξε κι αυτή κάποιο ρόλο στην αποφασή του να ριζώσει στην Κρήτη: η γνωριμία με τον Γεώργιο Οικονομίδη, διευθυντή του Μεταφραστικού Γραφείου Ηρακλείου. Μεταφραστικά γραφεία, δηλαδή δημόσιες υπηρεσίες που αναλάμβαναν την ελληνική μετάφραση Οθωμανικών επίσημων έγγραφων, υπήρχαν στις τρεις μεγαλύτερες πόλεις της Κρήτης ήδη από την εποχή της Κρητικής Πολιτείας (1898-1913). Ο Οικονομίδης, με μεγάλο προσωπικό κόπο, είχε συγκεντρώσει τον πυρήνα αυτού που θα ονομαζόταν αργότερα Τουρκικό Αρχείο Ηρακλείου (Τ Α Η): τους κώδικες του ιεροδικείου.
Ποια είναι η αξία του υλικού αυτού; Η οθωμανική και, ευρύτερα, η ισλαμική κοινωνία διέπεται από τη Sharia, τον ιερό νόμο, υπεύθυνοι για την εφαρμογή του οποίου είναι οι ιεροδίκες (αραβικά kadi). Οι ιεροδίκες είναι δικαστές, μαζί και συμβολαιογράφοι: γάμοι, κηδεμονίες, δωρεές, αγοραπωλησίες, εμπορικά συμβόλαια, αλλαξοπιστίες, και κάθε λογής δικαιοπραξίες καταγράφονται τα βιβλία τους. Η αξία λοιπόν των εγγράφων αυτών είναι προφανής σε δύο επίπεδα: α) το ιστορικό? οι κώδικες αυτοί είναι κυριολεκτικά ένας καθρέφτης του κοινωνικού βίου, ιδωμένου βέβαια μέσα από τα μάτια της διοίκησης, για μία ισλαμική (ή ισλαμοκρατούμενη στην περίπτωση της Κρήτης) κοινωνία και β) το πρακτικό επίπεδο? τα έγγραφα αυτά αποτυπώνουν με εγκυρότητα το ιδιοκτησιακό καθεστώς γης και ακινήτων καθώς και όλες τις υφιστάμενες μεταβολές, άρα αποτελούν τεκμήρια μεγάλης κρισιμότητας (και χρησιμότητας) σε περίπτωση κτηματικών διαφορών και, κυρίως, διεκδικήσεων δημόσιας γης τόσο κατά όσο και μετά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας. Ο Σταυρινίδης που από τα 1931 είναι έμμισθος βοηθός, και διάδοχος, του γηραιού πια Οικονομίδη, επρόκειτο σύντομα να καταλάβει ότι το Τ Α Η - το οποίο σημειωτέον, περιλαμβάνει και το Οθωμανικό κτηματολόγιο - είναι δίκοπο μαχαίρι.
Στα 1933 το Μεταφραστικό Γραφείο Ηρακλείου κλείνει! Αιτία η αντιδικία του Δημοσίου «μετά τινός κομματικού παράγοντος» όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Σταυρινίδης «διεκδικούντος δια πλαστών [οθωμανικών] τίτλων μίαν μεγάλην έκτασιν της ανταλλαξίμου περιουσίας». Το Δημόσιο, φυσικά, στράφηκε στο Μεταφραστικό Γραφείο, το γραφείο γνωμοδότησε υπέρ του Δημοσίου και, μετά, το Γραφείο καταργήθηκε και οι υπάλληλοι του απολύθηκαν. Προφανώς, η γνωμοδότηση δεν ήταν αυτή που θα ‘πρεπε να είναι. Δημοσιεύματα του τύπου, επερωτήσεις στη Βουλή και τη Γερουσία δεν στάθηκαν ικανές να αναστρέψουν την απόφαση, υπογραμμίζοντας, σχεδόν διαχρονικά, τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο το ελληνικό δημόσιο κατανοεί και υπερασπίζεται τα συμφέροντα του. Τραγελαφικό είναι πράγματι το γεγονός που σημειώνει ο Σταυρινίδης ότι αφού απολύθηκε, το Δημόσιο συνέχισε να του ζητά αμισθί (!) μεταφράσεις για να μπορεί να προασπίζει τα δίκαια του. Ας σημειωθεί εδώ ότι το Μεταφραστικό Γραφείο Ηρακλείου υπαγόταν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στεγαζόταν στο δικαστικό μέγαρο? μετά τη διάλυση του τα τουρκικά έγγραφα παραδόθηκαν στο υποθηκοφυλακείο.
Το 1933, και για 4 χρόνια, ο Σταυρινίδης (που ήταν ήδη πατέρας ενός παιδιού, της Μαγδαληνής) μένει άνεργος. Κι άλλη σελίδα στη ζωή του που δεν ήθελε να θυμάται. Ο ίδιος θα σημειώσει απλώς στην εισαγωγή του Α΄ τόμου των Μεταφράσεων των Τουρκικών Ιστορικών Εγγράφων «ούτος [ο γράφων, δηλ. ο Σταυρινίδης] δεν ανεζήτησεν άλλον τρόπον ζωής αλλά συνέχισε να δημοσιεύει […] διάφορα ιστορικά έγγραφα και διατριβάς, σχέσιν εχούσας με την τοπικήν ιστορίαν». Η λακωνική αυτή διατύπωση αποκαλύπτει μια ακόμα σταθερά της ζωής του: ο Σταυρινίδης με κάθε κόστος, προσωπικό ή οικογενειακό, δεν θα αναζητούσε ποτέ άλλο τρόπο ζωής.
Ο καλός του άγγελος αυτή την περίοδο έχει τη μορφή ιερωμένου: είναι ο λόγιος Μητροπολίτης Τιμόθεος Βενέρης ο οποίος τον χρησιμοποιεί για τις οθωμανικές πηγές της εργασίας του Το Αρκάδι δια των Αιώνων. Για να λύσει το πρόβλημα του ΤΑΗ και του ενός και μοναδικού μεταφραστή του που έμενε, παρ’ όλα αυτά, άνεργος, ο Βενέρης εισηγείται στον Δήμαρχο Ηρακλείου Μηνά Γεωργιάδη τη δημιουργία υπηρεσίας σχετικής με το Αρχείο. Κι έτσι τον Ιανουάριο του 1937, δυνάμει του αρ. 6, του από 18.4.1935 αναγκαστικού νόμου «Περί μεταρρυθμίσεων εις την νομοθέσιαν περί Δήμων και Κοινοτήτων» συστήνεται, στον Δήμο Ηρακλείου, η Μεταφραστική Υπηρεσία Τμήματος Ιστορικών Χειρογράφων της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης (ΒΔΒ). Ο Σταυρινίδης προσλαμβάνεται με τον κατώτερο βαθμό (γραφέας) και, φυσικά, μισθό τον οποίο σκωπτικά συνήθιζε να ονομάζει sadaka, δηλαδή ελεημοσύνη. Από τώρα και στο εξής η τύχη του θα είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις τύχες της Βικελαίας.
Ο Σταυρινίδης έχει αποκτήσει πλέον τη θεσμική υπόσταση με την οποία τον γνωρίσαμε, λείπει όμως ακόμα κάτι βασικό από την εικόνα. Το ΤΑΗ δεν βρίσκεται ακόμα στη Βικελαία - βρίσκεται, όπως είπαμε, στο Υποθηκοφυλακείο Ηρακλείου το οποίο την εποχή εκείνη στεγαζόταν στο ισόγειο των δικαστηρίων. Σιγά το πρόβλημα, θα σκεφτεί κανείς: ο ενδιαφερόμενος δεν είχε παρά να περπατήσει λίγα μόλις οικοδομικά τετράγωνα παραπάνω - κι ο Σταυρινίδης, είναι γνωστό, ήταν δεινός περιπατητής. Τον πρόβλημα σε τελική ανάλυση ήταν πρόβλημα φύλαξης του Αρχείου το οποίο, όπως θα δούμε, ανέκυψε αργότερα με τρόπο δραματικό.
Τον Μάιο του 1941 το Ηράκλειο, βομβαρδιζόμενο από την Λουφτβάφε, εγκαταλείπεται από τους κατοίκους του. Ο Σταυρινίδης μαζί με τον τότε έφορο της Βικελαίας και στενό του φίλο Στέργιο Σπανάκη φεύγουν για το Λασίθι, πεζοί. «Όταν τελείωσε η Μάχη της Κρήτης γυρίσαμε, πάλι πεζοί» διηγείται ο Σπανάκης. «Περάσαμε από την Αγκάραθο, όπου έμενε ο Μητροπολίτης Τιμόθεος Βενέρης. Την επόμενη ήλθαμε στο Ηράκλειο, να δούμε τι απέγινε η Βιβλιοθήκη και το γραφείο [του Σταυρινίδη] στο Δημαρχείο. Ο Γερμανός σκοπός δεν μας άφησε να προχωρήσουμε [δηλ. να διαβούμε τα τείχη και να μπούμε στην πόλη]. Και από τη ritirata του προμαχώνα Βιτούρι, βγήκαμε πίσω από το λεγόμενο σήμερο «Λόφο». Πήγαμε στη βιβλιοθήκη, που είχε γίνει «καταφύγιο» του Κοινού την ώρα των βομβαρδισμών και έπειτα στο Δημαρχείο για να δει [ο Σταυρινίδης] το Γραφείο του. Στην είσοδο συναντήσαμε ένα Γερμανό αλεξιπτωτιστή να κατεβαίνει τη σκάλα. Ο Σταυρινίδης […] τον ρώτησε was machen sie hier?, δηλαδή τι κάνετε εδώ; Ο Γερμανός δεν μίλησε και έφυγε. Βγήκαμε στο Δημαρχείο. Είχε βομβαρδιστεί […]. Πήρε [ο Σταυρινίδης] από το γραφείο του κάτι βιβλία και φύγαμε. Βγαίνοντας από το Δημαρχείο είδαμε τον αλεξιπτωτιστή με ένα υπαξιωματικό, που ερχόταν από το δρόμο του Αγ. Τίτου και έδειξε στον υπαξιωματικό το Σταυρινίδη. [Ο υπαξιωματικός] Έψαχνε την τσέπη του να πάρει το πιστόλι του. Αλλά για την καλή τύχη του Σταυρινίδη ήταν «παροπλισμένος». Η ώρα ήταν 2.30 μ.μ. και τον σήκωσε από την ανάπαυση του, όταν του είπε ο στρατιώτης τι του συνέβη. Και έτσι γλύτωσε ο Σταυρινίδης από βέβαιο τουφεκισμό. Όμως του έδωσε ένα χαστούκι τόσο δυνατό που η ρεπούμπλικα του Σταυρινίδη πετάχτηκε στον Άγιο Τίτο και τα βιβλία που κρατούσε σκορπίστηκαν στο δρόμο. Το μελάνιασμα στο πρόσωπό του διατηρούνταν μήνα».
Στο μεταξύ το ΤΑΗ εξακολουθούσε να βρίσκεται στο Υποθηκοφυλακείο. Πως κατέληξε τελικά στη Βικελαία; Στην Κατοχή οι γερμανικές υπηρεσίες είχαν εγκατασταθεί στο σύμπλεγμα Νομαρχία – Δικαστήρια και οι ελληνικές υπηρεσίες είχαν μετακομίσει στο μέγαρο του Φυτάκη. Κατά τη διάρκεια της μετακόμισης κάποιοι θεώρησαν σωστό να ελαφρύνουν τον φόρτο. Ας αφήσουμε τον ίδιο τον Σταυρινίδη να μας διηγηθεί το περιστατικό: «[…] είδον μετ’ εκπλήξεως, ομού μετά του Εφόρου της Βικελαίας Βιβλιοθήκης Στεργίου Σπανάκη, ότι ολόκληρος ο όγκος των κωδίκων και λοιπών εγγράφων του Αρχείου είχεν απορριφθή επί του δρόμου και ευρίσκετο ούτως εις την διάθεσιν του πρώτου τυχόντος. Απετάθημεν αμέσως αμφότεροι εις τον τότε υπό των Γερμανών διορισθέντα Δήμαρχον Ηρακλείου, όστις αλλόφρων μας εξεδίωξεν εκ του γραφείου του, λέγων, ότι η ανθρωπότης δεν έχει πλέον ανάγκην αρχείων και ιστορίας, διότι τώρα αρχίζει νέα ιστορική περίοδος! Εφροντίσαμεν τότε, ο Στεργίος Σπανάκης και ο γράφων, δια των ώμων ημών να μεταφέρωμεν άπαν το υλικόν τούτο εις τι παρακείμενον υπόγειον και εκείθεν εις το ισόγειον της Βικελαίας Βιβλιοθήκης. Τότε διεπιστώθη, ότ είχεν απολεσθή ο μεγίστης ιστορικής σπουδαιότητος δερματόδετος κώδιξ, όστις περιλάμβανε το μακροσκελές αφιερωτήριον του προθητού του Μ. Κάστρου Κιοπρουλή Φαζίλ Αχμέτ Πασά και άλλα αφιερωτήριά του προς ευαγή Ιδρύματα, τα οποία είχεν ιδρύσει ούτος εις τας κατακτηθείσας υπ’ αυτού πόλεις εις Αυστρίαν, Ουγγαρίαν, Πολωνίαν, Σερβίαν κ.λ.π.».
Ο «διορισθείς υπό των Γερμανών» δήμαρχος Ηρακλείου στον οποίο αναφέρεται δίχως να κατονομάζει ο Σταυρινίδης είναι ο Μάνθος Πλεύρης ο οποίος θα απολύσει από τη θέση του Εφόρου τον Στεργίο Σπανάκη λόγω πολιτικών φρονημάτων το 1944. Ο Σταυρινίδης αναλαμβάνει τότε να εκτελεί χρέη εφόρου στη Βικελαία διατηρώντας το μισθό του γραφέα.
Σχετικά με την περίοδο που ο Σταυρινίδης διεύθυνε την Βικελαία, οι άνθρωποι που τον έζησαν, και είναι απόψε παρόντες, είναι ίσως καταλληλότεροι να μιλήσουν. Εμείς θα περιοριστούμε στην αποτίμηση του Θεοχάρη Δετοράκη ότι ο Σταυρινίδης «εργάστηκε με ιδιαίτερο ζήλο για την οργάνωση, την ταξινόμηση και τον ευρετηριασμό των πολύτιμων θησαυρών της [Βικελαίας]». Αλλά και οι προσωπικές μνήμες από την παρουσία του στη Βικελαία είναι έντονες. Τον θυμόμαστε να ανεβαίνει αργά τις σκάλες, μετά από την καθημερινή του βόλτα στο λιμενοβραχίονα, και να ξεκλειδώνει σχεδόν τελετουργικά το γραφείο του. Μπαίνουμε μέσα μαζί του. Αριστερά από την πόρτα ένας προπολεμικός περιστρεφόμενος μαύρος διακόπτης ανάβει το φως. Ακόμα πιο αριστερά στη γωνία μια μεγάλη άνετη πολυθρόνα για να δέχεται, οι τοίχοι γύρω καλυμμένοι με τον όγκο του Αρχείου πάνω σε παλιά ξύλινα σκεβρωμένα ράφια, αριστερά στο βάθος ένα γραφείο που, νομίζω, δεν κάθονταν ποτέ, κι άλλα βιβλία, κι άλλα ράφια. Ξαναγυρίζουμε στην πόρτα. Μπροστά μας ένα μεγάλο τραπέζι με μια κυρτή λάμπα μελέτης και επάλληλα στρώματα βιβλίων, πολλά από αυτά ανοιχτά, χαρτάκια, μολύβια: ο πάγκος της δουλειάς, το εργαστήρι του ιστορικού με βιβλία αλλόκοτα, γράμματα ακατάληπτα, χειρόγραφα ξένα. Πίσω από το τραπέζι ένας στενόμακρος διάδρομος κατά μήκος των προθηκών του τοίχου που οδηγούσε σε ένα μεγάλο φωτεινό παράθυρο με τους βασιλικούς τοίχο στο πρεβάζι. Από κάτω τα Λιοντάρια σαν σε καρτ ποστάλ.
Μπορούμε τώρα νοερά να ακούσουμε τους διαδρόμους να αντηχούν τη βροντερή φωνή του καθώς δίδασκε - φωνή που ολοένα και δυνάμωνε όσο το πρόβλημα της ακοής εντεινόταν - να τον δούμε σκυμμένο να δουλεύει με ένταση ακόμα κι αν ο κόσμος έξω χανόταν, να απαιτεί από τους γύρω να δουλεύουν και να μην τεμπελιάζουν, να αγκαλιάζει στοργικά όσους πίστευε ότι είχαν δίκιο – στα δικά του πάντοτε μάτια – και να μαστιγώνει αλύπητα όσους θεωρούσε ότι είχαν άδικο. Για όσους τον έζησαν από κοντά, το βέβαιο ήταν ότι ο Σταυρινίδης δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Ήταν όμως άνθρωπος παθιασμένος κι αυτό φαίνεται στα γραπτά του. Ο πρόλογος σε ένα επιστημονικό έργο είναι συνήθως ο αρμόδιος χώρος που ο συγγραφέας ευχαριστεί όσους συνέτρεξαν τη δουλειά του. Οι πρόλογοι των Μεταφράσεων ήταν ο χώρος που ο Σταυρινίδης κατακεραύνωνε δημόσια όσους δεν είχαν συντρέξει στη δική του δουλειά. Ο Σταυρινίδης δεν φειδόταν λόγων όταν αναφερόταν σε χρέη αλλότρια: διαβάζοντας τον Α΄ τόμο των Μεταφράσεων, για παράδειγμα, σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι τα δεινά που υπέστη ο μεταφραστής από την τοπική και κεντρική εξουσία του τόπου του είναι μάλλον βαρύτερα από τα δεινά που επισώρευσε η οθωμανική κατάκτηση στον ίδιο του τον τόπο. Ο Σταυρινίδης δεν αισθανόταν ότι χρωστάει σε κανέναν: «Σκέπτομαι ελευθέρα και ελευθέρα μιλώ. Δουλεύω δωρεάν. Δεν θέλω λεφτά. Μόνο έναν άνθρωπο να συνεχίσει» ήταν κάποια από τα λόγια του.
Ο Σταυρινίδης όμως, πρέπει να ειπωθεί, ευτύχησε να γνωρίσει την πλατιά καταξίωση στο γέρμα. Η πρώτη μεγάλη δημόσια τιμή που του έγινε, βέβαια, ήταν η βράβευση από την Ακαδημία Αθηνών το 1976. Όμως η αλήθεια ήταν ότι παρά τα όποια δικά του παράπονα, η εκτίμηση της μικρής έστω, αλλά πάντοτε παρούσας, πνευματικής ελίτ αυτής της πόλης, δεν του έλειψε ποτέ. Αλλά και η διάθεση του ιδίου μεταβλήθηκε σημαντικά όταν οι Μεταφράσεις των Τουρκικών Ιστορικών Εγγράφων άρχισαν να εκδίδονται, γεγονός που του εξασφάλισε οπωσδήποτε ένα ευρύτερο ακροατήριο και φήμη. Η μεταβολή αυτή ανιχνεύεται εύκολα στους προλόγους των οικείων τόμων. Από τον ωμό ρεαλισμό του Α΄ τόμου («δεν έτυχον της δεούσης κατανοήσεως …ουδεμία ελήφθη φροντίς … με υποβίβασε η αρμόδια υπηρεσία του Δήμου … τον τόσον αστόργως προς εμέ συμπεριφερθέντα Δήμον Ηρακλείου»), περνάμε στην απρόσωπη, αλλά οπωσδήποτε ευμενή έκφραση του τύπου «τύχη αγαθή» προκειμένου για την έκδοση του Β΄ τόμου το 1976, και από εκεί στο αίσθημα πλήρους ευγνωμοσύνης «απάσης της Νήσου Κρήτης» προς την δημοτική αρχή Ηρακλείου στον πρόλογο του Γ΄ τόμου το 1978. Ας σημειωθεί ότι την χρονιά εκείνη ο Δήμος Ηρακλείου αναλαμβάνει για πρώτη φορά την έκδοση εξ ολοκλήρου. Το 1984 όποτε εκδίδεται ο Δ΄ τόμος, και στη θέση του εφόρου της Βικελαίας διορίζεται ο Νίκος Γιανναδάκης, οι ευχαριστίες γίνονται θερμότερες από ποτέ: «Ευχαριστώ εκ βάθους καρδίας όσους συνέβαλον …και, όλως, ιδιαιτέρως, την παρούσα φιλόμουσον Δημοτικήν Αρχήν». Δεν θα ήταν άστοχο να σκεφτούμε ότι τα αισθήματα του Σταυρινίδη, όπως και κάθε πνευματικού δημιουργού, ακολουθούν τόσο τους αναβαθμούς με τους οποίους η κοινωνία αγκαλιάζει το έργο του όσο και την προοδευτική πορεία με την οποία αναδεικνύεται ο θεσμός εντός του οποίου ο ίδιος εργάζεται και παράγει. Εννοώ εδώ την ανάδειξη της Βικελαίας ως πνευματικού καθιδρύματος με πανελλήνια εμβέλεια επί δημαρχίας Μανόλη Καρέλη και εφορείας Νίκου Γιανναδάκη. Η τύχη του Σταυρινίδη ήταν πράγματι αξεδιάλυτη με τις τύχες της δημοτικής βιβλιοθήκης της πόλης μας. Τον θυμάμαι να λάμπει όταν τιμήθηκε από τον Δήμο Ηρακλείου τον Φλεβάρη του 1985 μέσα σε μια λαμπρή όσο πότε στην ιστορία της Βικελαία. Ο Νίκος Σταυρινίδης έφυγε δυο χρόνια μετά και, νομίζω, έφυγε ευχαριστημένος.
*Ο Μάριος Χατζόπουλος είναι ιστορικός στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Η ομιλία για το Νίκο Σταυρινίδη έγινε στην εκδήλωση της Βικέλειου Μορφωτικής Εταιρείας, στις 15 Δεκεμβρίου 2008