Του Θάνου Περβολαράκη

Κι εκτός συνόρων γίνονται έρευνες για την τύχη της εικόνας του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου που εκλάπη από το μοναστήρι της Καλυβιανής, το καλοκαίρι του 2003, όπως προκύπτει από έγγραφο που εστάλη πριν λίγες ημέρες στις Αστυνομικές Αρχές Ηρακλείου από την πρεσβεία της Ελλάδας στη Σόφια και την Ιντερπόλ.

Η υπόθεση επί ελληνικού εδάφους ερευνάται και από την ανακρίτρια και όπως έχει γράψει η «Π» αναμένεται να κληθεί να καταθέσει για την υπόθεση νεαρός άνδρας από τη Μεσαρά, τον οποίο κατονομάζουν ως κλέφτη της εικόνας καλόγριες του μοναστηριού.

Μέσω του εγγράφου ζητείται να δοθούν πληροφορίες για την εικόνα (μέγεθος, αξία, τι απεικόνιζε κοκ), αλλά και αν υπήρχαν άτομα Βουλγαρικής υπηκοότητας, τα οποία την περίοδο που έγινε η κλοπή βρίσκονταν στη Μεσαρά.

Στο έγγραφο με ημερομηνία 11 Νοεμβρίου 2008 γίνεται λόγος σύμφωνα με πληροφορίες για συγκεκριμένο Βούλγαρο αρχαιοκάπηλο, ο οποίος φαίνεται πως πέρασε και από την Κρήτη, άγνωστο όμως γιατί.

Όπως είναι ήδη πάντως γνωστό μοναχές βρέθηκαν πριν από λίγες στο γραφείο της ανακρίτριας δίνοντας συμπληρωματικές καταθέσεις για την υπόθεση. Το βάρος φέρεται να δόθηκε στις διευκρινίσεις που ζητήθηκαν σε σχέση με άτομο από τη Μεσαρά που αρχικώς είχε υποδειχθεί ως ύποπτος για την κλοπή από καλόγρια. Ο ίδιος είχε εξεταστεί προανακριτικά και δεν είχαν προκύψει εναντίον του επιβαρυντικά στοιχεία.

Οι μοναχές-και κυρίως η καλόγρια που εξ αρχής εμφανίστηκε να τον αναγνωρίζει- στην συμπληρωματική κατάθεση που έδωσαν τις τελευταίες ημέρες φέρεται να εστιάζουν σε αυτό το άτομο ως εμπλεκόμενο με την υπόθεση.



Οι καταθέσεις του νεαρού



Δύο καταθέσεις του Μεσαρίτη υπάρχουν στη δικογραφία που σχημάτισε το Αστυνομικό Τμήμα Μοιρών και βρίσκεται στα χέρια της ανακρίτριας.

Στην πρώτη με ημερομηνία 24/06/2003 ο ίδιος αναφέρει «το Σάββατο 21 Ιουνίου από τη μία το μεσημέρι έως τις 3 μ.μ είχα πάει στη δουλειά μου και στη συνέχεια κατέβηκα στο παζάρι στις Μοίρες για ψώνια . Στις 12.40 επέστρεψα στο σπίτι μου και αφού άφησα τα ψώνια που είχα αγοράσει επέστρεψα στις Μοίρες , γιατί είχα ξεχάσει να αγοράσω κάτι σανδάλια. Στις 13.15 φεύγοντας από τις Μοίρες πέρασα μπροστά από το κηροπλαστείο και θυμήθηκα ένα τάμα που είχα στην Παναγιά, να ανάψω μία λαμπάδα. Κι ενώ είχα περάσει το κηροπλαστείο γύρισα και την αγόρασα. Ρώτησα αν είναι τέτοια ώρα ανοιχτό το μοναστήρι, για να πάω αμέσως τη λαμπάδα για να μη λιώσει το κερί. Μου είπε ότι είναι ανοιχτά και έφυγα αμέσως με το αυτοκίνητό μου».

Στη συνέχεια της πρώτης του κατάθεσης περιγράφει ότι πήγε στην εκκλησία, έβαλε χρήματα στο παγκάρι και όταν προσπάθησε να ανάψει τη λαμπάδα του, τον βοήθησε μία καλόγρια, την οποία περιγράφει.

Η συμπληρωματική του κατάθεση δόθηκε λίγες ημέρες μετά. Ρωτήθηκε εάν γνωρίζει την καλόγρια που τον υπέδειξε σε κατάθεσή της ως δράστη της κλοπής και απαντά πως τη γνωρίζει εξ όψεως. Σε ερώτηση αστυνομικού εάν εκείνη τον γνωρίζει ο ίδιος λέει «από ότι κατάλαβα την άλλη φορά που πήγαμε στην Ι.Μ Παναγίας Καλυβιανής και στη συνέχεια στο Α.Τ Μοιρών , μάλλον δε με γνώριζε και και γι αυτό και της είπα από ποιο χωριό είμαι, καθώς πως και η οικογένειά μου είναι γνωστή».

Tην εικόνα της Παναγίας μαζί με τα αμύθητης αξίας αναθήματα είχαν κλέψει, σύμφωνα με τις μοναχές δύο άνδρες, οι οποίοι επέβαιναν σε ένα μαύρο 4X4 αγροτικό αυτοκίνητο.

Η καμπάνα του μοναστηριού χτυπούσε τότε ασταμάτητα, ενώ οι μοναχές και οι πιστοί που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο μοναστήρι αναζητούσαν τους δράστες της απίστευτης ιεροσυλίας.

Oι δράστες είχαν μπει σαν… κύριοι στο εσωτερικό του ναού, αγνοώντας την παρουσία των καλογριών που βρίσκονταν εκεί.

Mε αστραπιαίες κινήσεις και χωρίς κανείς να αντιληφθεί το παραμικρό έσπασαν το προστατευτικό λουκέτο, επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο με τα φιμέ τζάμια και χάθηκαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. H εικόνα ήταν η παλαιότερη του μοναστηριού, φτιαγμένη με κερί και μαστίχα και θεωρείται θαυματουργή.