Μια από τις πιο δραστήριες Ηρακλειώτισσες, που έχει σφραγίσει με το έργο και την προσφορά της στο χώρο της εκπαίδευσης και του πολιτισμού, είναι αναμφισβήτητα η Χρυσούλα Μπουρλώτου.

Πρόκειται για μια γυναίκα που από τα πρώτα χρόνια της ζωής της πάλεψε για το όνειρο, για τη δημιουργία και την προσφορά στο κοινωνικό σύνολο. Μια γυναίκα που έζησε και την καλή και την άσχημη πλευρά της ζωής και κατάφερε και στις δύο περιπτώσεις να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Σήμερα, οι νεότεροι τη γνωρίζουν ως πρόεδρο του Λυκείου Ελληνίδων Ηρακλείου και οι μεγαλύτεροι ως τη δασκάλα που έδειχνε μητρική αγάπη στους μαθητές της.

Η Χρυσούλα Μπουρλώτου ξετυλίγει το νήμα της ζωής της και μιλά για τα γεγονότα που υπήρξαν καθοριστικά για την πορεία της. Ξεκινώντας, μιλά για τα πρώτα χρόνια της ζωής της:

«Γεννήθηκα στο Ηράκλειο. Ο πατέρας μου καταγόταν από τη Χίο. Εγώ ομολογουμένως είμαι Κρητικιά, αλλά έχω και κάποιους δεσμούς ιδιαίτερους, λόγω της καταγωγής από τον πατέρα μου, με τη Χίο, τους οποίους πάντοτε διατηρώ. Ο πατέρας μου ζούσε στη Γερμανία και εργαζόταν ως παιδαγωγός και διδάκτωρ της φιλοσοφίας. Είχε έρθει στην Ελλάδα μαζί με κάποιους άλλους παιδαγωγούς, που τότε δεν υπήρχαν στη χώρα μας, για να μετατρέψουν τα τότε διδασκαλεία σε Παιδαγωγικές Ακαδημίες. Ο πατέρας μου εστάλη να οργανώσει το διδασκαλείο Κρήτης σε Παιδαγωγική Ακαδημία, με στόχο να γυρίσει στη Γερμανία, στη Δρέσδη και στο Βερολίνο, όπου ήταν καθηγητής. Στο Ηράκλειο γνώρισε και ερωτεύτηκε τη μαμά μου, η οποία είχε τελειώσει το Αρσάκειο και όπως λένε ήταν πολύ όμορφη και πολύ έξυπνη γυναίκα. Τότε ο πατέρας μου υπέβαλε την παραίτησή του και παρέμεινε εδώ. Ίδρυσε την Ακαδημία και έμεινε διευθυντής μέχρι του θανάτου του. Απ’ αυτούς τους ανθρώπους γεννηθήκαμε εγώ και η αδελφή μου, η Αθηνά. Μεγαλώσαμε σ’ ένα πολιτισμένο και άνετο για την εποχή του περιβάλλον, αν και ο πόλεμος μας ανέτρεψε όλες τις ευοίωνες προϋποθέσεις που είχαμε, όπως ανετράπησαν και σε όλο τον κόσμο. Περάσαμε δύσκολα χρόνια την Κατοχή, τα οποία έγιναν πολύ χειρότερα, γιατί μετά την Κατοχή και ύστερα από κάποιες ταλαιπωρίες που υπέστη ο πατέρας μου, προσεβλήθη από καρκίνο και πέθανε. Τότε ανετράπησαν και οι χαρές και το οικονομικό. Εμείς τότε ήμαστε μικρές. Όταν πέθανε ο μπαμπάς μου ήμουν 19 ετών και η αδελφή μου πιο μικρή.

«Π»: Τότε αναλάβατε εσείς την οικογένεια;

Χρυσούλα Μπουρλώτου: Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Η μητέρα μας υπέστη ένα μεγάλο κλονισμό, γιατί με τον πατέρα μου είχαν μεγάλο έρωτα. Η αγάπη τους ήταν παροιμιώδης. Αναγκάστηκε να υποβάλει κι εκείνη την παραίτησή της, γιατί ήταν δασκάλα στα πρότυπα σχολεία της Ακαδημίας. Ακολούθησαν δύσκολες στιγμές. Οι γονείς μου είχαν ένα στόχο, να πάω στο πανεπιστήμιο κι από κει να πάω στη Γερμανία. Ο μπαμπάς μου πριν τον πόλεμο λάτρευε τη Γερμανία των γραμμάτων. Κατά την Κατοχή όμως ένιωσε ένα τεράστιο μίσος προς τους Γερμανούς και για τη συμπεριφορά τους προς όλο τον κόσμο, αλλά και προς τον ίδιο, διότι σώθηκε ως εκ θαύματος. Δεν ήθελε πλέον ν’ ακούσει τη Γερμανία, αλλά ήθελε να συνεχίσω τις σπουδές μου στο εξωτερικό. Δυστυχώς μας ήρθαν τόσο ανάποδα τα πράγματα. Μόνη διέξοδος για μένα ήταν η εδώ Ακαδημία. Πήγα και τελείωσα τις σπουδές μου. Αμέσως αναζήτησα δουλειά. Ήταν πλέον θέμα οικονομικής ανάγκης. Δούλεψα αρχικά στο Λύκειο ο Κοραής.

«Π»: Πέρα από αυτή τη δουλειά, αναγκαστήκατε να δραστηριοποιηθείτε και σε άλλους τομείς.

Χρυσούλα Μπουρλώτου: Πραγματικά. Μεταξύ του χρόνου που εγώ σπούδαζα, συνέβη κάτι ακόμα δυσκολότερο οικονομικό σε μας. Δηλαδή, μας είχαν μείνει πια πολύ λίγα λεφτά στο σπίτι. Ενώ προπολεμικά ήμασταν πολύ εύποροι, άλλαξαν τα πράγματα. Τα περάσαμε βέβαια με αξιοπρέπεια, αλλά με μεγάλη δυσκολία. Τα λεφτά που είχαν μείνει ήταν λίγα, αν σκεφτείς ότι ο μπαμπάς μου ήταν με άδειες άνευ αποδοχών, γιατί δε θέλαμε να τον στενοχωρήσουμε και να νομίζει ότι θα γυρίσει στη δουλειά του· όντως πέθανε εν υπηρεσία. Και η μαμά μου έπαιρνε άδειες άνευ αποδοχών για να τον περιποιείται και έτσι δυσκόλεψαν τα πράγματα. Τα σπίτια είχαν γκρεμιστεί με τους βομβαρδισμούς, δεν είχαμε πράγματα, ξεκινούσαμε πάλι από την αρχή, ήταν η αρρώστια. Είχαν μείνει λίγα λεφτά και κάποιοι επιτήδειοι πλησίαζαν τη μαμά μου και της έλεγαν ότι έβλεπαν τον μπαμπά μου στον ύπνο τους και τους έλεγε ν’ απευθυνθούν σε κείνη για βοήθεια. Ο ένας με τον άλλο το διέδιδε και γινόταν μια αφαίμαξη των ολίγων που είχαν απομείνει, χωρίς να το πάρουμε είδηση. Η μεγαλύτερη πληγή ήταν ότι κάποιος την εκμεταλλεύτηκε πολύ περισσότερο. Της είπε ότι βρήκε ένα λατομείο και θα σωζόταν και να του δανείσει λίγα χρήματα, τα οποία θα της επέστρεφε σ’ ένα μήνα. Εκείνη πείστηκε και όταν πέρασαν δύο μήνες χωρίς να τα γυρίσει, άρχισε να ζει με άγχος και αναγκάστηκε να μας το πει. Προκειμένου να μη χαθούν όλα πήγα και τον βρήκα. Το μόνο που είχε ήταν μαρμαρόπετρες. Ήμουν ακόμα μαθήτρια και αναγκάστηκα ν’ ανοίξω ένα μαρμαράδικο. Έκανα μια βιοτεχνία μαρμαρόσκονης και μαραμροψηφίδων. Είχα τα υλικά, αλλά χρεώθηκα τα μηχανήματα και όλα τα άλλα.

«Π»: Ποιος δούλευε στη βιοτεχνία;

Χρυσούλα Μπουρλώτου: Εγώ το επέβλεπα και είχα εργάτες που δούλευαν. Ήμουν μαθήτρια και άνοιξα νταμάρια στο Μάραθο, στη Δαμάστα. Πηγαινοερχόμουν. Τότε τελείωνα την ακαδημία, εργαζόμουν στον Κοραή και έκανα και ιδιαίτερα μαθήματα, για να μπορώ ν’ ανταποκριθώ.

«Π»: Δύσκολα όλα αυτά για μια κοπέλα.

Χρυσούλα Μπουρλώτου: Πολύ δύσκολα γιατί ήμουν πολύ νέα τότε. Ασχολούμουν με τα κάρα, τις μεταφορές, πήγαινα στα νταμάρια στις 2 τα ξημερώματα να ξεφορτώνω πέτρες. Δε μπορούσε όμως να γίνει τίποτα άλλο.

«Π»: Την απόφαση ν’ ανοίξετε δικό σας σχολείο πότε την πήρατε;

Χρυσούλα Μπουρλώτου: Την ίδια εποχή. Πήγαινα στην Εθνική Τράπεζα που είχα συνάψει ένα δάνειο για να κάνω τη βιοτεχνία. Ήταν υπάλληλος ο Νικόλαος Πεπονάκης που είδε ότι είχα κάποια δραστηριότητα και μου είπε ότι είναι κρίμα να μην έχω δικό μου σχολείο. Είχα μπει πρώτη σε βαθμολογία στην Ακαδημία και τελείωσα πρώτη και αυτό είχε γίνει γνωστό. Έτσι με πλησίασε και μου είπε να κάνουμε μαζί ένα σχολείο. Μου έβαλε την ιδέα. Ξεκινήσαμε ν’ ανοίξουμε το σχολείο μετά τα δύο μου χρόνια στην Κοραή. Το ανοίξαμε μαζί, αλλά ο άνθρωπος δεν ήταν γι’ αυτή τη δουλειά και το κράτησα μόνη από τον πρώτο χρόνο. Το σχολείο ξεκίνησε το 1954 ως δημοτικό, το 1955 έβαλα το γυμνάσιο, μετά προσέθεσα όλες τις τάξεις του γυμνασίου, που μετετράπησαν με το νόμο σε Λύκειο. Έκανα οικοτροφείο για παιδιά που έρχονταν από την ύπαιθρο, έβαλα την αντιπροσωπεία του Ινστιτούτου Αμερικανικών Σπουδών και δίδασκα την Αγγλική σαν δεύτερη γλώσσα. Ίδρυσα στη συνέχεια σχολή αγγλομαθών και ελληνομαθών γραμματέων και μεταφραστών και έγινε ένας τεράστιος οργανισμός το σχολείο, που δούλεψε 25 χρόνια με μεγάλη απόδοση. Ο εξοπλισμός του σχολείου ήταν ό,τι πιο σύγχρονο υπήρχε. Είχα τα έγχρωμα έπιπλα, τους σοφράδες για το νηπιαγωγείο, τα ατομικά πινακάκια των παιδιών, παντού στους διαδρόμους να παίζει κλασική μουσική στα διαλείμματα. Ήταν ένα πρωτοποριακό σχολείο. Σήμερα πολύ συγκινούμαι που βλέπω μαθητές μου να κατέχουν σημαντικές θέσεις και να είναι επιτυχημένοι στην προσωπική και επαγγελματική τους ζωή. Τους βλέπω σαν παιδιά μου και δεν είναι τυχαίο ότι πέρασαν από τα χέρια μου τρεις χιλιάδες παιδιά.

«Π»: Τότε σας δόθηκε η ευκαιρία να βοηθήσετε πολλά παιδιά.

Χρυσούλα Μπουρλώτου: Ένα πολύ μεγάλο αριθμό παιδιών, γιατί δεν έβλεπα το σχολείο σαν επιχείρηση, αλλά σαν εκπαιδευτικό οργανισμό. Φυσικά παιδιά που δεν είχαν τα οικονομικά μέσα, αλλά έπρεπε να προχωρήσουν τα είχα δωρεάν. Πέραν αυτών κάθε χρόνο είχα περίπου 30 με 40 υποτροφίες φοίτησης στους αριστούχους κάθε τάξης, ανεξάρτητα αν ήταν εύποροι ή όχι. Αυτό ήταν ένα κίνητρο για τα παιδιά. Έτσι βγήκε μια γενιά που σήμερα κυμαίνεται από τα 40 με 50, μπορεί να φαίνονται μεγάλοι, δεν είναι γιατί στο γυμνάσιο είχα παιδιά που ήταν κάποιας ηλικίας. Σήμερα τα βλέπω στο δρόμο, τα αγκαλιάζω, τα φιλώ και τα καμαρώνω.

«Π»: Το σχολείο ήταν ανοιχτό στην κοινωνία του Ηρακλείου. Αυτή ήταν η επιδίωξή σας;

Χρυσούλα Μπουρλώτου: Ναι, γιατί δεν ήταν μόνο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Είχε μια μεγάλη πολιτισμική κίνηση. Είναι το πρώτο σχολείο ιδιωτικό που πέραν τον προγραμμάτων του υπουργείου έβαλε μέσα δύο ξένες γλώσσες από το δημοτικό, ρυθμική γυμναστική, προαιρετική φροντιστηριακή εργασία για όλα τα παιδιά που είχαν ανάγκη, ήταν δωρεάν. Οι επιδείξεις μας άφησαν μοναδική εντύπωση. Πολλές φορές τις είχαν παρακολουθήσει τουρίστες και έγραφαν στις χώρες τους ότι δεν πρωτοπορούν μόνο αυτοί. Λαμβάναμε μέρος σε όλα τα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου. Είχαμε εφαρμόσει το θεσμό της επικοινωνίας γονέων και κηδεμόνων και είχα μια φορά το μήνα μια διάλεξη στο σχολείο και συνομιλία με τους γονείς, πέραν των γενικών διαλέξεων που δίναμε σε διάφορους χώρους, ακόμα και το καλοκαίρι. Είχα δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στα τεχνικά μαθήματα και κάναμε θαυμάσιες εκθέσεις με δημιουργίες παιδιών. Όταν πήγαμε στη Ρόδο κάναμε την έκθεση της κρητικής παράδοσης. Διάφορα αντικείμενα, υφαντά, κεντήματα, κεραμικά του περασμένου αιώνα που είχαν αντιγράψει οι μαθητές, παρουσιάστηκαν στην έκθεση, που είχε γίνει υπό την αιγίδα του Δήμου Ρόδου. Δίναμε πάντα το "παρών" σε εθνικές γιορτές, εκκλησιαστικές τελετές, στο έτος παιδείας, στο έτος παγκόσμιας συναδέλφωσης. Το σχολείο δεν έλειψε από πουθενά. Αυτή η δραστηριότητα είχε γίνει όλη μου η ζωή.

«Π»: Και η προσωπική σας ζωή;

Χρυσούλα Μπουρλώτου: Δεν είχα, ή τουλάχιστον ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Για να παρακολουθώ όλο αυτό τον οργανισμό, όπου δούλευαν σαράντα πέντε λαμπροί επιστήμονες, το διοικητικό, το υπηρετικό προσωπικό, οι σωφέρ, ξεκινούσα από το πρωί μέχρι 10, 11 το βράδυ για να πω ότι θα κλείσω το σχολείο. Στο ενδιάμεσο έκανα και κάποιες προσωπικές κοινωνικές υποχρεώσεις, αλλά ελάχιστες γιατί αφιέρωνα όλο το χρόνο μου στο σχολείο.

«Π»: Τη δική σας οικογένεια πότε τη δημιουργήσατε;

Χρυσούλα Μπουρλώτου: Εγώ άργησα λίγο γιατί είχα όλα αυτά στο κεφάλι μου. Αρραβωνιάστηκα το 1960 με τον Αδαμάντιο Μαθιουδάκη, αλλά μεσολάβησαν γεγονότα, θάνατοι συγγενών και παντρεύτηκα το 1964. Κι εκείνος ήταν επιχειρηματίας και είχε διάφορες φροντίδες. Τελειώναμε το βράδυ και οι δύο. Πολύ αργότερα ήρθε η κόρη μας, η Μαρία Σοφία. Ήταν ένα πολύ καλό παιδί. Δεν έχω κανένα παράπονο. Δε μου δημιούργησε κανένα πρόβλημα στην όλη μου σταδιοδρομία, ούτε στην εκπαιδευτική, ούτε στην κοινωνική. Οφείλω μεγάλη ευγνωμοσύνη στη μητέρα μου που στάθηκε πολύ κοντά μου και πολύ κοντά στο παιδί. Γιατί όσο κι αν το προσέχαμε η συμπαράσταση και η βοήθεια που είχε από τη μητέρα μου ήταν σημαντική και καθοριστική. Γι’ αυτό μπορούσα να κινούμαι πιο άνετα.

«Π»: Το σχολείο πότε έκλεισε;

Χρυσούλα Μπουρλώτου: Το έκλεισα το 1979 ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια αγώνα, γιατί ήταν έντονη η κρίση της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Είχα τετρακόσια παιδιά όταν το έκλεισα, αλλά έβλεπα ότι φθειρόταν ο θεσμός και δεν ήθελα να δω φθορά σ’ αυτό το χώρο. Με μεγάλο πόνο το έκλεισα. Δώρισα όλο τον εξοπλισμό στο Καστέλλι Πεδιάδος.

«Π»: Γιατί ειδικά στο Καστέλλι;

Χρυσούλα Μπουρλώτου: Είχα ένα διευθυντή του Δημοτικού, γιατί στα χρόνια της δικτατορίας μου απαγόρευσαν να διδάξω. Δε μπόρεσαν να μου στερήσουν τον τίτλο του σχολείου, αλλά δε με άφησε ο τότε προϊστάμενος να διδάξω. Ήμουν ιδιοκτήτρια μεν, δε δίδασκα. Έτσι μπορούσα να επιτηρώ καλύτερα. Τα χρόνια της δικτατορίας δε μου επέτρεψαν να έχω τη διεύθυνση του σχολείου. Πήρα το μακαρίτη το Γιάννη Μαλεγιαννάκη, ήταν συνταξιούχος από το Δημόσιο και εξαιρετικός άνθρωπος. Στη συνέχεια σε εκλογές έγινε πρόεδρος κοινότητας Καστελλίου. Επειδή τον αγαπούσα πολύ και είχαμε αλληλοσεβασμό, και επειδή έβλεπα ότι ήθελε κάτι να κάνει στην περιοχή του, δώρισα όλο τον εξοπλισμό του σχολείου στο Καστέλλι, όπου άνοιγαν τότε νηπιαγωγεία, δημοτικό, γυμνάσιο και καλύψαμε όλες τις ανάγκες. Έφυγαν τρία φορτηγά γεμάτα εξοπλισμό. Τα δώρισα όλα. Δεν πούλησα τίποτα. Όταν με ρώτησαν γιατί δεν τα πουλάω, είπα ότι τα έκανα για τα παιδιά και θέλω να τα χαρούν παιδιά. Από το σχολείο έφυγα με τριάντα δραχμές την εποχή εκείνη. Τα λεφτά αυτά άφησα ως μπουρμπουάρ στον καφετζή της γειτονιάς. Έφυγα με τα κλειδιά στα χέρια και πήγα και τα παρέδωσα στον ιδιοκτήτη μου.

Άρχισε πάλι μια δύσκολη εποχή. Υπέβαλα τα χαρτιά μου για να διοριστώ στο Δημόσιο, αλλά μέχρι όλα αυτά να τακτοποιηθούν περνούσα χωρίς μια δραχμή. Τότε ο Μιχάλης Προκοπάκης που ήταν τότε διευθυντής της ΑΝΕΚ με πλησίασε και μου είπε «καταλαβαίνω ότι θα θέλεις να εργαστείς, αν θέλεις να σου δώσω το δικαίωμα να κόβεις τα εισιτήρια για τα φορτηγά που θα μπαίνουν στα καράβια». Με πολλή χαρά πήρα ένα μπλοκ και κατέβαινα στο λιμάνι για να κόβω τα εισιτήρια των φορτηγών και έπαιρνα μια προμήθεια. Ήταν άλλη μια σκληρή δουλειά. Με κακές καιρικές συνθήκες βρισκόμουν στο λιμάνι. Είμαι υποχρεωμένη γιατί κανείς από τους φορτηγατζήδες δεν έμπαινε αν δεν έπαιρνε εισιτήριο από μένα. Όπως είμαι πάντα υποχρεωμένη στους εργολάβους του Ηρακλείου που στάθηκαν δίπλα μου όταν είχα το μαρμαράδικο. Αυτές τις δύο σκληρές δουλειές είχα δίπλα μου ανθρώπους που μου στάθηκαν. Πρέπει να πω ότι οι εργολάβοι που με βοήθησαν στο μαρμαράδικο ήταν οι πρώτοι που έφεραν τα παιδιά τους στο σχολείο.

Στο μεταξύ ήρθε ο διορισμός μου και πέρασα στη δημόσια εκπαίδευση, απ’ όπου το 1994 πήρα τη σύνταξή μου. Μια σύνταξη η οποία δεν είναι η αντίστοιχη του βαθμού μου σήμερα, γιατί εγώ δε μπόρεσα να μπω σε διάφορα ταμεία. Έτσι έληξε η καριέρα μου η εκπαιδευτική. Νομίζω ακόμα και σήμερα πως είμαι δασκάλα. Δεν έφυγα απ’ αυτή τη σκέψη.

«Π»: Αυτό έγινε πια και οικογενειακή παράδοση.

Χρυσούλα Μπουρλώτου: Είναι, γιατί ο πατέρας μου ήταν παιδαγωγός, εγώ, η μητέρα μου και η κόρη μου δασκάλες. Αν και η κόρη μου έχει τελειώσει τον παιδαγωγικό κλάδο του πανεπιστημίου, εγώ τέλειωσα την παιδαγωγική ακαδημία και η μητέρα μου είχε τελειώσει το Αρσάκειο. Υπάρχει μια εξελικτική διδασκαλική πορεία.

Ό,τι έκανα το οφείλω στους γονείς μου.

Και τον καιρό που είχα το σχολείο δεν έπαυα να ασχολούμαι με κοινωνικά θέματα. Ήμουν στο Λύκειο Ελληνίδων, που ιδρύθηκε το 1953. Τότε με παρακάλεσαν από το Λύκειο να ιδρύσουμε μια σχολή αναλφάβητων γυναικών. Την ανέλαβα δωρεάν και στη συνέχεια με βοήθησε η μητέρα μου. Είχαμε 80 γυναίκες και ήταν πολύ συγκινητικό. Δεν ήξεραν να βάλουν την υπογραφή τους και έλεγαν ότι έπεφταν θύματα εκμετάλλευσης. Όταν έμαθαν να γράφουν και να διαβάζουν έκλαιγαν από τη συγκίνησή τους. Στη συνέχεια ιδρύσαμε μετά τη δικτατορία το Σύλλογο Πολιτιστικής Αναπτύξεως Ηρακλείου. Ήρθε ένας Νομάρχης ο οποίος είδε ότι δεν υπήρχε καθόλου πολιτιστική κίνηση και ιδρύσαμε το Σύλλογο, του οποίου αμέσως έγινα γραμματέας μέχρι και σήμερα. Δεν άφησα τη γενική γραμματεία γιατί είχε ιδιαίτερη αποστολή. Επί πολλά χρόνια ήταν πρόεδρός μας ο σπουδαίος ιστοριοδίφης Στέργιος Σπανάκης, μετά ο Μανόλης Πατεράκης και τώρα ο Ιορδάνης Δατσέρης, ένα εξαίρετο φίλο και πολύ δραστήριο άνθρωπο. Ασχολούμουν και με το Προσκοπείο. Ήμουν βοηθός εφόρου της Μαρίας Κριαρά. Δεν είχα απομακρυνθεί από τα πολιτιστικά θέματα, αλλά όχι τόσο όσο όταν έκλεισα το σχολείο. Μετά που έκλεισε το σχολείο και πέρασα οικονομικές περιπέτειες, όταν είχα και το παιδί και είχα πιο πολλά έξοδα και ανάγκες, όταν διορίστηκα μέχρι να τακτοποιηθώ στο Δημόσιο, ψυχολογικά πέρασα πολλές κρίσεις και μπόρες. Δυστυχώς είχαμε και προβλήματα οικογενειακά οικονομικά που μας είχαν καταρρακώσει. Σκέφτηκα τι να κάνω, να με πάρει από κάτω η ζωή ή να ξεδώσω; Και επειδή μου άρεσαν τα πολιτιστικά θέματα, είπα θα δουλέψω για τον πολιτισμό. Ασχολήθηκα πολύ με το Λύκειο Ελληνίδων. Μετά το θάνατο της Ελεονώρας Κατεχάκη ανέλαβα πρόεδρος και κάνω τώρα την τέταρτη τετραετία μου.

«Π»: Σε πόσους άλλους συλλόγους δραστηριοποιείστε;

Χρυσούλα Μπουρλώτου: Είμαι πρόεδρος του Συλλόγου των Φίλων Ιατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Κρήτης. Με το σύλλογο αυτό στήσαμε τη μονάδα εντατικής θεραπείας παιδιών, τη μόνη στην περιφερειακή Ελλάδα. Έχει δώσει το παρών και σε άλλες ανάγκες του νοσοκομείου. Είμαι πρόεδρος του νεοσύστατου Συλλόγου «Αγάπη χωρίς σύνορα». Είμαι γενική γραμματέας του Συλλόγου Πολιτιστικής Αναπτύξεως, της Εταιρείας Στήριξης Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες, της Φιλοδασικής Ένωσης. Είμαι επίτιμος πρόεδρος της Ομοσπονδίας Κρητικών Συλλόγων Γερμανίας. Εκπροσωπώ την Παγκόσμια Επιτροπή για την αναβάθμιση της Μάχης της Κρήτης, εκπροσωπώ στην Κρήτη τον γυναικείο παγκόσμιο οργανισμό «Γυναίκες Χωρίς Σύνορα», μετέχω στην Πολιτιστική Επιτροπή του Δήμου, στην Επιτροπή 2004.

«Π»: Σημαντικότερη για σας φαίνεται ότι είναι η δραστηριότητά σας στο Λύκειο Ελληνίδων.

Χρυσούλα Μπουρλώτου: Το Λύκειο έχει μια πολυσχιδή δράση. Λειτουργούν Εφορίες Εθνικών Χορών, Κλασικού Χορού, Μινωικού Χοροδράματος, Ιματιοθήκης, Φιλολογικό, Λαογραφικό, Τμήμα Μητέρας και Παιδιού, Δανειστική Βιβλιοθήκη, Δημοσίων Σχέσεων, Εκδρομών, Μουσικό, Αποδήμου Ελληνισμού. Με το τελευταίο, το τμήμα Αποδήμου Ελληνισμού έχουμε εξαπλωθεί σ’ όλο τον κόσμο. Πήγαμε τον πολιτισμό της Κρήτης στη Γαλλία, στην Κύπρο, με την οποία έχουμε στενούς δεσμούς και τώρα θα ξεκινήσουμε πολιτιστικές ανταλλαγές, στη Ρώμη, στη Γερμανία, στην Αμερική, όπου έγινε στο μεγάλο φεστιβάλ που διοργανώνει η Εκκλησία από το μεγάλο Ιεράρχη και πρόεδρο του Αγίου Φραγκίσκου Μητροπολίτη Δαρδανελίων Αντώνιο Γεργιανάκη. Στη Γερμανία οι Κρητικοί Σύλλογοι έχουν τεράστια δράση. Πήγαμε το 2001 και το 2002 και παρουσιάσαμε σε πολλές πόλεις τον κρητικό πολιτισμό. Φθάσαμε μέχρι την Κορέα τον Κρητικό πολιτισμό. Αυτό που νομίζω ότι είναι πολύ αξιόλογο, είναι ότι συντηρούμε έξι δασκάλους ελληνικών σχολείων της Βορείου Ηπείρου που διδάσκουν την Ελληνική γλώσσα. Επίσης, στο τμήμα χορού έχουμε παραρτήματα εκτός Ηρακλείου στη Χερσόνησο, στα Μάλια, στο Δήμο «Νίκος Καζαντζάκης» και στον Προφήτη Ηλία.

Μια συνέντευξη δεν είναι αρκετή για να περιγράψει κανείς, αλλά ούτε και η ίδια, τη ζωή της Χρυσούλας Μπουρλώτου. Μιας γυναίκας με πυγμή που δίνει τις δικές της μάχες και ακόμα και μέσα από τις ήττες βγαίνει νικήτρια, γιατί ποτέ δε διστάζει να παλέψει.