Του Ν. Τσαγκαράκη

Περιπέτειες χωρίς αγωνία, θέαμα χωρίς εκπλήξεις.

MAX PAYNE

Σκην.: Τζον Μουρ

Πρωτ.: Μαρκ Γουόλμπεργκ, Μπο Μπρίτζες, Μίλα Κούνις, Λούντακρις, Κρις Ο Ντόνελ, Αμάουρυ Νολάσκο, Όλγκα Κουριλένκο

O Μαξ Πέιν είναι ένας αστυνομικός σε τμήμα της Νέας Υόρκης, ο οποίος μετά τον θάνατο της γυναίκας και του νεογέννητου παιδιού του, έχει επιδοθεί σε εμμονική αναζήτηση των ενόχων, στάση που τον έχει απομονώσει από το υπόλοιπο αστυνομικό σώμα, καθιστώντας τον παράλληλα φόβο και τρόμο του εγκληματικού κόσμου.

Ο Γουόλμπεργκ μπορεί να μην έχει κατακτήσει μια ιδιαίτερα μεγάλη μερίδα θεατών, αλλά προσωπικά μου αρέσει γιατί κουβαλάει πάντοτε ένα είδος εσωτερικότητας που ξέρει να την εκμεταλλεύεται προς όφελος της επιβλητικότητας και των δραματικών αποχρώσεων των ρόλων του, χωρίς να τον εμποδίζει να εκδηλωθεί πιο ανοιχτά όταν χρειάζεται (π.χ. σε πιο διασκεδαστικούς ρόλους, όπως στο «The Italian Job»). Πιστεύω λοιπόν ότι αποτελεί ένα από τα θετικά στοιχεία της ταινίας, τα οποία δεν είναι λίγα, αλλά δεν είναι κι αρκετά για να διαμορφώσουν μια προσθήκη αρκετά στιβαρή στο είδος της δράσης, και ειδικότερα στην τόσο κακομεταχειρισμένη κατηγορία της διασκευής video-game που δεν έχει αξιωθεί μια αξιοπρεπή μεταφορά από τη δεκαετία του ’90 όταν ανέκυψε: το ότι τα «Tomb Raider», «Mortal Combat» και «Resident Evil» είναι οι πιο επιτυχημένες ταινίες του είδους, είναι ενδεικτικό των χαμηλών προδιαγραφών του.

Το «Μαx Payne» είναι καλύτερο από τα παραπάνω, γιατί είναι σκηνοθετημένο ‘σφιχτά’, με ξεκάθαρους σεναριακούς στόχους στις σκηνές του, με την επιβλητική φωτογραφία του Τζόναθαν Σίλα να σκοτεινιάζει τα πλάνα χωρίς εξυπνάδες και περιττά ‘εξπρεσιονιστικά’ εφέ που συνήθως φορτώνουν υπερβολικά την αφήγηση, ενώ το κάστινγκ αποδεικνύεται επαρκές φυσιογνωμικά και ερμηνευτικά, με πρωταγωνιστή βέβαια τον Γουόλμπεργκ που ‘κουβαλάει’ την ταινία μόνος του.

Αν υπάρχει ένα πρόβλημα με την ταινία, είναι η απογοητευτική κοινοτοπία της, ο συνηθισμένος χαρακτήρας της, αφού το σενάριο δεν παρουσιάζει καμία πρωτοτυπία αλλά ούτε και κάτι αρκετά εντυπωσιακό για να διατηρήσει την ταινία στη μνήμη μας μετά το τέλος της προβολής. Οι σκηνές δράσης και τα εφέ είναι θεαματικά, αλλά όχι κάτι που δεν έχει παρουσιαστεί προηγουμένως στα είδη της φαντασίας και της δράσης, στοιχεία από τα οποία συγκλίνουν εδώ (από το «Constantine» μέχρι το «The Punisher»). Έτσι η απόλαυση της ταινίας εξαρτάται περισσότερο στην εμπειρία του θεατή στα συγκεκριμένα είδη, και λιγότερο από το εγγενές ενδιαφέρον της.

Η ΜΟΥΜΙΑ: Η

ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ

THE MUMMY: TOMB OF THE DRAGON EMPEROR

Σκην.: Ρομπ Κόεν

Πρωτ.: Μπρένταν Φρέιζερ, Μαρία Μπέλο, Λουκ Φορντ, Τζετ Λι, Μισέλ Γιο, Ιζαμπέλα Λιονγκ, Τζον Χάνα

Το ζευγάρι αρχαιολόγων Ρικ και Έβελυν Ο Κόνελ επιστρέφουν σε μία ακόμα περιπέτεια ενάντια σ’ έναν αρχαίο βασιλιά που επιστρέφει από τους νεκρούς για να σπείρει το χάος στην ανθρωπότητα. Συγκεκριμένα, η δράση μεταφέρεται στην Κίνα όπου ένας πανίσχυρος αυτοκράτορας και ο στρατός του, ζωντανεύουν μετά από παρέμβαση ενός μοχθηρού στρατηγού. Η οικογένεια Ο Κόνελ μαζί με φίλους και συμμάχους θα προσπαθήσουν να σταματήσουν τα καταστροφικά σχέδιά τους.

Η τρίτη ταινία στη νέα σειρά της «Μούμιας» της Universal, που ξεκίνησε το 1999 και συνεχίστηκε το 2001, με σκηνοθέτη τον Στήβεν Σόμερς, ο οποίος παρέδωσε καθήκοντα στον Ρόμπ Κόεν για την τρίτη προσθήκη. Η μετάβαση πραγματικά δεν παρουσιάζει κάποια αξιοσημείωτη διαφορά, αφού και το τρίτο φιλμ στοχεύει στο παιδικό/ οικογενειακό κοινό, όπως άλλωστε μεγάλο μέρος της φιλμογραφίας του Φρέιζερ- σχόλιο που κάναμε επίσης στην κριτική για το «Ταξίδι στο κέντρο της Γης». Οι ευκολίες και η κοινοτοπία του σεναρίου είναι στοιχεία που παραβλέπονται ή συγχωρούνται πιο εύκολα από τα παιδιά απ’ ό,τι από τους μεγαλύτερους, κι αυτός είναι ο μόνος λόγος που θα απολαύσουν την ταινία περισσότερο τα πρώτα από τους δευτέρους, αν και τα παιδιά σήμερα έχουν γίνει πολύ πιο απαιτητικά απ’ ό,τι ήταν παλιότερα.