Ο Νίκος Κρασαδάκης γεννήθηκε το 1899. Η χρονιά αυτή είναι πολύ σημαντική για την ιστορία της Κρήτης, γιατί τότε, απελευθερωμένη πια από τον τουρκικό ζυγό, επιχειρεί τα πρώτα της βήματα ως αυτόνομη πολιτεία με δικό της Σύνταγμα.

Μαθαίνοντας τα πρώτα του γράμματα, με δάσκαλο τον πατέρα του, ο μικρός Κρασαδάκης θα ζήσει από κοντά την σκληρή ζωή των αγροτών του Μαλεβυζίου, τους οποίους είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά σε όλα τα χωριά της περιοχής: Βούτες, Καλέσσα, Πενταμόδι, Κρουσώνας, Πυργού, Ασίτες κ.λπ. Τα χωριά αυτά θα αποτελέσουν μερικές δεκαετίες αργότερα τη βάση της εκλογικής του πελατείας που θα τον στείλει κατʼ επανάληψη στη Βουλή των Ελλήνων. Σε ηλικία δώδεκα περίπου ετών, ο Νίκος θα παρακολουθήσει τα γυμνασιακά μαθήματα σε Γυμνάσιο του Ηρακλείου και μετά, γύρω στο 1916, θα μεταβεί στην Αθήνα, όπου θα εγγραφεί στη Νομική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας.



Εθελοντής στη Μικρά Ασία

(44ο Σύνταγμα Πεζικού)



Η φοίτησή του όμως στη Νομική Σχολή δεν θα ολοκληρωθεί γιατί τον Απρίλη του 1919 ο Νικόλαος Κρασαδάκης, συνεπής στις πατριωτικές παραδόσεις της οικογένειάς του, δήλωσε εθελοντής στρατιώτης προκειμένου να μετάσχει στους απελευθερωτικούς αγώνες που διεξήγε ο ελληνικός στρατός εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η μετάθεσή του στο μέτωπο της Μικράς Ασίας θα αποβεί πολύ οδυνηρή για τον εθελοντή και αργότερα αξιωματικό Νικόλαο Κρασαδάκη. Η κατάρρευση του μετώπου, εξέλιξη η οποία σχεδόν εξʼ ολοκλήρου πρέπει να αποδοθεί στις μοιραίες επιλογές των υπευθύνων της κυβέρνησης των Αθηνών (Δημήτριος Γούναρης κ.α.) και της στρατιωτικής ηγεσίας (Χατζηανέστης κ.α.), υπήρξε οδυνηρότατη για το Νικόλαο Κρασαδάκη. Η μονάδα του αιχμωλωτίστηκε στο σύνολό της από τους κεμαλικούς και ο ίδιος στη συνέχεια προσβλήθηκε από τυφώδη πυρετό. Όπως θα διηγηθεί αργότερα, ο ατυχής αιχμάλωτος υποβλήθηκε συστηματικά στο μαρτύριο της δίψας και κινδύνεψε να πεθάνει και να ταφεί σε ομαδικό τάφο με δεκάδες άλλους συμπατριώτες του. Σε μια μεταφορά όμως νεκρών με κάρο ένας τουρκοκρητικός γιατρός διαπίστωσε ότι ένας από τους νεκρούς εμφάνιζε σημεία ζωής και διέταξε να τον κατεβάσουν από το κάρο. Ενεργώντας σαν καλός Σαμαρείτης, ο γιατρός αυτός του παρέσχε την κατάλληλη θεραπεία, με αποτέλεσμα να τον βοηθήσει να ανανήψει.

Έτσι ο Νικόλαος Κρασαδάκης, ζωντανός πια, χάρη στην ευσυνειδησία του γιατρού αυτού ξαναβρήκε την υγεία του. Παρέμεινε όμως σε ομηρία δεκαοχτώ ακόμη μήνες, για να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά την υπογραφή της συμφωνίας (συνθήκη Λοζάνης) ανάμεσα στις δύο χώρες για ανταλλαγή των ομήρων της κάθε πλευράς.

Το 1924, ελεύθερος πια και ταλαιπωρημένος από την ομηρία του, αλλά περήφανος που έκανε το χρέος του, επέστρεψε στην Αθήνα και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή. Με το πτυχίο της Νομικής στα χέρια του, επέστρεψε στη γενέτειρά του και ενεγράφη στο Δικηγορικό Σύλλογο Ηρακλείου και άρχισε τη σταδιοδρομία του ως μαχόμενος δικηγόρος.

Στις γραμμές που ακολουθούν, ο αναγνώστης θα έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει ολόκληρη τη ζωή του Νίκου Κρασαδάκη μέχρι το τέλος της. Με τα λίγα σχετικά στοιχεία, που μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε ύστερα από πολύμηνη έρευνα, σχηματίσαμε, πιστεύω, μια μικρή βιογραφία για το σπουδαίο συμπατριώτη μας. Δεν είναι η βιογραφία αυτή όσο θα του άξιζε και θα θέλαμε πολυσέλιδη. Είναι όμως αληθινή και ξεκάθαρη ώστε να δίνει τη δυνατότητα στον επιμελή αναγνώστη να μορφώσει ολοκληρωμένη γνώμη για τον βιογραφούμενο. Ίσως στο μέλλον κάποιος άλλος βιογράφος του, με καλύτερη γραφίδα και περισσότερη υπομονή, μπορέσει να συνθέσει ένα σύγγραμμα αντάξιο της βαρυσήμαντης προσωπικότητας του Νικολάου Κρασαδάκη - το αξίζει!



Επιστροφή στην πολιτική.

Δήμαρχος Ηρακλείου



Δεν έχει όσο πρέπει προσεχθεί η σχέση του πολιτικού με την τύχη. Η περίπτωση πάντως του Νικολάου Κρασαδάκη αποδεικνύει πως στη ζωή των πολιτικών συμβαίνει συχνά η τύχη και η ατυχία να εμφανίζονται όλως απροσδόκητα, με απίστευτη ταχύτητα καμιά φορά. Έτσι συνέβη στον βιογραφούμενό μας, να του χαμογελάσει ξανά η τύχη. Η τύχη, που με τη μορφή της ατυχίας λίγους μήνες ενωρίτερα τον είχε υποχρεώσει να αποτραβηχτεί από την πολιτική, μετά τις ατυχείς γιʼ αυτόν εκλογές του 1958. Τη φορά αυτή μάλιστα, ο νέος στίβος όπου εκλήθη να δώσει την αγωνιστική του εισφορά θα πρέπει να του ήταν πιο οικείος, γιατί άγγιζε ευχάριστα τη φιλολαϊκή του ψυχή: Η τοπική αυτοδιοίκηση και πιο συγκεκριμένα: ο Δήμος Ηρακλείου.

Ο Νικόλαος Κρασαδάκης αγαπούσε την πόλη του, αν και ποτέ στο παρελθόν δεν είχε εκδηλώσει επιθυμία ανάμειξής του στα δημοτικά. Του αρκούσε να απολαμβάνει την πρώιμη αποστρατεία του από την κεντρική πολιτική σκηνή, εγκατεστημένος στο ιστορικό κέντρο της πόλης ανάμεσα στο “Μπεντενάκι”, όπου βρισκόταν το σπίτι του, και στην οδό Χάνδακος, όπου διατηρούσε το δικηγορικό του γραφείο. Του άρεσε πολύ να πίνει τον καφέ που του σερβίριζε κάθε πρωί ο καφετζής της γειτονιάς στο γραφείο του ανάμεσα στους πολυάριθμους φίλους του, που αρέσκονταν να τον επισκέπτονται για να απολαύσουν το χαριτωμένο λόγο και την πολιτική σοφία του. Όταν ο καιρός ήταν καλός, έβγαζε την καρέκλα του έξω από το γραφείο, φορώντας το καλοραμμένο του κοστούμι και το καπέλο του, “ρεπούμπλικα” το χειμώνα και ψαθάκι το καλοκαίρι. Γρήγορα-γρήγορα, από τις πρώτες πρωινές ώρες γινόταν το επίκεντρο μιας μεγάλης πάντοτε παρέας που επεδίωκε το διάλογο μαζί του. Αυτά, βέβαια, μέχρι τη στιγμή που έπρεπε να δώσει το παρόν στο καινούριο προσκλητήριο. Η συμμετοχή του στο δημοτικό στίβο δεν ήταν εκδήλωση πολιτικής φιλοδοξίας ή στιγμιαίας έμπνευσης, αλλά ανταπόκριση σε επιθυμία των Βενιζελικών του Ηρακλείου και πιο συγκεκριμένα του αρχηγού τους, Σοφοκλή Βενιζέλο. Το κόμμα των Φιλελευθέρων, αναβαθμίζοντας τον αντιπολιτευτικό του αγώνα, αποφάσισε να πολιτικοποιήσει τις δημοτικές εκλογές του 1959 ορίζοντας φιλικά του πρόσωπα ως υποψήφιους δημάρχους των πιο μεγάλων ελληνικών πόλεων.

Ο Σοφοκλής Βενιζέλος σκέφτηκε ότι για το Ηράκλειο καταλληλότερο ήταν το πρόσωπο του Νικολάου Κρασαδάκη, ο οποίος διέθετε αναμφισβήτητη πίστη στην ηγεσία και την ιδεολογία της παράταξης, αλλά και την αγάπη των δημοτών. Μέχρι τις εκλογές του 1959, το αξίωμα του δημάρχου και η πλειοψηφία του δημοτικού συμβουλίου ανήκαν παραδοσιακά στο κόμμα των Φιλελευθέρων. Στην προκειμένη μάλιστα περίπτωση, δήμαρχος Ηρακλείου ήταν ένα πρόσωπο που, όχι άδικα καθώς φαίνεται, εχθροί και φίλοι τον αποκαλούσαν με το χαρακτηριστικό παρατσούκλι θηρίο: Ο Γεώργιος Γεωργιάδης. Γόνος της πιο μεγάλης ίσως ηρακλειώτικης οικογένειας των Γεωργιάδηδων, γνωστών για την προσφορά τους στη βενιζελική παράταξη, αλλά και την πατρίδα, αν ληφθεί υπʼ όψιν ότι τρεις από αυτούς είχαν καταλάβει στο παρελθόν τα αξιώματα του βουλευτή και του δημάρχου. Είχαν όμως πληρώσει πολύ ακριβά τη φιλοπατρία τους, γιατί εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς τον Ιούνιο του 1942 μαζί με τους 62 Μάρτυρες. Τέκνο αυτής της οικογένειας, ο δικηγόρος Γεώργιος Γεωργιάδης δεν δυσκολεύτηκε να εκλεγεί δύο φορές δήμαρχος μέχρι τις εκλογές του 1959, οπότε ο Σοφοκλής Βενιζέλος αποφάσισε να υποστηρίξει το Νικόλαο Κρασαδάκη, κρίνοντας ότι ο Γεώργιος Γεωργιάδης δεν εξέφραζε πλέον τη γραμμή του κόμματος στο Ηράκλειο.

Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ποιά σκέψη έκανε τον άλλοτε συνεπή βενιζελικό Γεωργιάδη να αποκλίνει από τη γραμμή του κόμματός του και να μετακινηθεί στην κατεύθυνσητης γραμμής Καραμανλή. Φρονούμε πως δεν αδικούμε τη μνήμη του αν διακινδυνεύσουμε την κρίση ότι η σκέψη του Γεωργίου Γεωργιάδη δηλητηρίασε ο φόβος του κομμουνιστικού κινδύνου. Φόβος που θα πρέπει να είχε υπέρμετρα διογκωθεί μέσα του μετά το αποτέλεσμα των πρόσφατων πολιτικών εκλογών, που έφεραν το κόμμα της Αριστεράς (ΕΔΑ) δεύτερο στις προτιμήσεις των εκλογέων με ποσοστό 24,42% και 79 έδρες στη Βουλή.

Δεν αποκλείεται μάλιστα στην απόφασή του να συνεργαστεί με τη Δεξιά να βάρυνε αποφασιστικά μέσα του η διαβεβαίωση του Καραμανλή ότι, σε περίπτωση εκλογής του, θα του παρείχε άφθονη χρηματοδότηση για την επιτέλεση του δημοτικού του έργου. Τούτο όμως δεν αποτελούσε αρκετή δικαιολογία για τον Σοφοκλή Βενιζέλο ώστε να τον συγχωρήσει. Προχώρησε λοιπόν στη διαγραφή του, την οποία συνόδευσε με το εξής αιτιολογικό: “Ο κ. Γεωργιάδης δεχθείς παρά την έντονον άρνησίν μου να συνεργασθεί με την ΕΡΕ διασπά τον αγώνα μας και θέτει εαυτόν εκτός του κόμματος...”. Στην ίδια δήλωσή του, ο αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων ολοκληρώνει την πρότασή του για το Ηράκλειο, χρίζοντας υποψήφιο δήμαρχο το Νικόλαο Κρασαδάκη ως εξής: “Εφʼ όσον το κόμμα Φιλελευθέρων δια καθαρώς εθνικούς λόγους και προς αποτροπήν αναπότρεπτων συμφορών έδωσε πολιτικόν χαρακτήρα εις τας επικείμενας δημοτικάς εκλογάς, όσοι είναι πιστοί εις την Φιλελευθέραν ιδεολογίαν οφείλουν να υποστηρίξουν το αμιγές ψηφοδέλτιον του κ. Κρασαδάκη.



Δήμαρχος Ηρακλείου (1959)



Η δημοτική κάλπη της 5ης Απριλίου 1959 ανέδειξε ως πρώτη παράταξη τη “Δημοτική Πρόοδο” του Γ. Γεωργιάδη με ποσοστό 43,2%, 8.734 ψήφους και 10 συμβούλους. Δεύτερος ήλθε ο Ν. Κρασαδάκης ως επικεφαλής της “Δημοτικής Φιλελευθέρας Ανορθώσεως”, με ποσοστό 34,5%, 6.769 ψήφους και 8 συμβούλους. Τρίτη παράταξη αναδείχθηκε η αριστερή “Δημοτική Αναγέννησις” που απέσπασε το εκπληκτικό ποσοστό του 23,3%, 4.736 ψήφους και 5 συμβούλους.

Με βάση την τότε ισχύουσα νομοθεσία ο δήμαρχος έπρεπε να αναδεικνύεται από την πλειοψηφία των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου. Έτσι, τη λύση στο αδιέξοδο, αφού καμία παράταξη δεν κατάφερε να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των συμβούλων, έδωσαν οι αριστεροί δημοτικοί σύμβουλοι ψηφίζοντας για δήμαρχο τον Κρασαδάκη, με αντάλλαγμα το αξίωμα του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου, που ανατέθηκε στο σύμβουλο της Αριστεράς, Εμμανουήλ Μανωλόπουλο. Αξιοσημείωτη είναι η λεπτομέρεια ότι Κρασαδάκη ψήφισε και ένας άλλος γνωστός Πετροκεφαλιανός γιατρός και πολιτικός, ο μετέπειτα βουλευτής του Κέντρου, Ιωάννης Αθητάκης.