Γράφει ο Μιχ. Γ. Καβουλάκης, φιλόλογος, πρ. λυκειάρχης

1. Τα αρκτικόλεξα, δηλαδή οι συντομογραφίες που σχηματίζονται από τα αρχαία γράμματα των λέξεων, έχουν κατακλύσει τη γλώσσα μας.

Ετσι, το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων έγινε ΥΠΕΠΘ, τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα ΑΕΙ, η Πανελλήνια Ενωση Φιλολόγων ΠΕΦ, η Ομοσπονδία Λειτουργών Νέας Εκπ/σης ΟΛΜΕ κ.λ.π.

Η τάση αυτή δεν είναι θετική για τη γλώσσα, γιατί μετατρέπει τις λέξεις σε ομάδες γραμμάτων.

Από τις καθιερωμένες συντομογραφίες μέσα στο κείμενο χρησιμοποιούμε συχνά τις εξής:

• τη συντομογραφία και τα λοιπά τη γράφουμε κτλ. και όχι κ.τ.λ. ή κ.λ.π.

• Τη συντομογραφία π.χ. την προφέρουμε παραδείγματος χάρη ή χάριν και ποτέ πι.χι όπως ακούγεται τελευταία από πολλούς. Το ίδιο προφέρουμε Διοικητικό Συμβούλιο και όχι Δέλτα Σίγμα.

• π.Χ. (= προ Χριστού) με Χ κεφαλαίο (στη φράση παραδείγματος χάρη το χ είναι μικρό).

• μ.Χ. (μετά Χριστόν)

• π.μ. (προ μεσημβρίας) και όχι προ μεσημβρία.

• μ.μ. (μετά μεσημβρία) και όχι μετά μεσημβρίας.

Οι άλλες βραχυγραφίες που τις χρησιμοποιούμε στις παραπομπές είναι οι εξής: γράφουμε βλ. για το βλέπε, κ. για το όνομα κύριος ή κυρία, σημ. για σημείωση, στρ. για το στρέμμα, σ. για τη σελίδα, πρβ. για το παράβαλε, στ. για τον στίχο, ό.π. για το όπου παραπάνω ή όπου παραπέμψαμε, κ.ε. για το και εξής, χ.γ., για το χειρόγραφο, τομ. για τον τόμο, Κ.Δ. για την Καινή Διαθήκη, Π.Δ. για την Παλαιά Διαθήκη, Υ.Γ. για το υστερόγραφο, ΒΑ για το βορειοανατολικό άνεμο, ΒΔ για τον βορειοδυτικό άνεμο, εκ για το εκατοστό, δηλ. για το δηλαδή κ.λ.π.

2. Λέμε: εφιστώ την προσοχή κάποιου (= κάνω κάποιον να προσέξει κάτι), αλλά στον αόριστο και στον συνοπτικό μέλλοντα το ρήμα διατηρεί τον τύπο επ(ι). Επέστησα την προσοχή του, να επιστήσω την προσοχή του και όχι θα εφιστήσω την προσοχή του.

3. Ο αόριστος και ο συνοπτικός μέλλοντας των σύνθετων ρημάων του ρ. τείνομαι σχηματίζονται χωρίς -ν- αποτείνομαι - αποτάθηκα και όχι αποτάνθηκα, θα αποτανθώ και όχι θα αποτανθώ, επεκτείνομαι, επεκτάθηκα, θα επεκταθώ κ.λ.π.

4. Το όνομα ορθοπεδικός - ορθοπαιδικός έχει δύο γραφές.

Αλλοι (λεξικό Δημητράκου, Τεγόπουλου - Φυτράκη, “Πρωΐας) δέχονται τη γραφή ορθοπεδικός και την ετυμολογούν από το ορθός + πέδη (=δεσμός). Κατ’ αυτούς το σύνθετο αυτό σημαίνει τη χρήση δεσμών (επιδέσμων) για την ανάταξη των οστών.

Αλλοι (λεξικό Γ. Μπαμπινιώτη) δέχονται τη γραφή ορθοπαιδικός με -αι- και την ετυμολογούν από το ορθός +παιδικός.

Η ετυμολογική ιστορία της λέξεως αυτής αναφέρει ότι καθιερώθηκε για πρώτη φορά το 1741 στη γαλλική από τον Γάλλο γιατρό Nicolas Andry και αναφερόταν στη διόρθωση δυσπλασιών και κινητικών βλαβών του παιδιού.

5. Υπάρχουν δύο γραφές της λέξεως χειρούργος και χειρουργός.

Προτιμότερη είναι η δεύτερη κατ’ αναλογίαν προς τα δημιουργός, λειτουργός, ξυλουργός, υπουργός κ.λ.π.

6. Η λέξη αβγό για ετυμολογικούς λόγους, θα πρέπει να γράφεται με -β-.

Επίσης για τους ίδιους λόγους η λέξη αφτί πρέπει να γράφεται με -φ-, γιατί δεν δικαιολογείται η δίφθογγος -αυ.

Η λέξη στάβλος ορθογραφείται με -β- γιατί προέρχεται από το λατινικό stabulum.

Η λέξη γέλιο γράφεται με -ι- γιατί προέρχεται από το ρ. γελώ με την προσθήκη της κατάληξης -ιο.

Αντίστοιχα σχηματίστηκαν και άλλα λαϊκά ουσιαστικά, όπως συχωρνώ - συχώριο, παρακαλώ - παρακάλιο - συμπαθώ - συμπάθιο.

Η λέξη συμπόνια γράφεται με -ια- και όχι με -οια-, γιατί προέρχεται από το ρ. συμπονώ.

Παράμοια είναι και τα ουσιαστικά καταφρόνια από το ρ. καταφρονώ, αγρύπνια από το ρ. αγρυπνώ, κατάντια από το ρ. καταντώ.

7. Μερικά απολιθώματα από τη λόγια γλώσσα διατηρούνται και στη Νεοελληνική, τα οποία προσδίδουν το δικό τους χρώμα στην όλη γλωσσική μας διατύπωση. Τέτοια είναι τα παρακάτω:

παίζω εν ου παικτοίς (= παίζω με πράγματα με τα οποία δεν πρέπει να παίζει κανείς, αντιμετωπίζω κάτι χωρίς την απαιτούμενη σοβαρότητα), κατά κόρον (= σε υπερβολικό βαθμό), παρ’ ελπίδα, ή του ύψους ή του βάθους, θαύμα θαυμάτων, ετέλει, τήδε κακείσε, κατεξοχήν, εξάλλου, υπόψιν, αφεαυτού, επίσης, αφεαυτού, άλλωστε κ.λ.π.

Τα λόγια απολιθώματα πρέπει να μένουν αμετάβλητα, π.χ. προς τιμήν, κατεξοχήν, ελαφρά τη καρδία κ.α.

8. Το επίρρημα βασικά, που χρησιμοποιείται κατά κόρον στην αρχή του λόγου, για να δηλωθεί μια γνώμη, θα πρέπει να αντικατασταθεί με τα επιρρήματα: πρώτα - πρώτα, κυρίως ή με τη φράση: νομίζω ότι.

Αντί να πούμε: Βασικά θα ήταν δύσκολο να αναλάβω μια τέτοια προσπάθεια, το σωστό θα ήταν: πρώτα - πρώτα ή νομίζω ότι θα ήταν δύσκολο να αναλάβω μια τέτοια προσπάθεια.

9. Δεν πρέπει να πούμε: η προσπάθεια του επιβλέποντα μηχανικού ήταν μεγάλη, ούτε η προσπάθεια του ομιλούντα ήταν να πείσει το ακροατήριο, γιατί δεν υπάρχει ονομαστική επιβλέποντας ή ομιλούντας.

Το σωστό είναι να πούμε: η προσπάθεια του επιβλέποντος μηχανικού και η προσπάθεια του ομιλούντος ήταν να πείσει το ακροατήριο.

10. Δεν πρέπει επίσης να πούμε: με αυτά τα αριθμητικά δοσμένα, αλλά με αυτά τα αριθμητικά δεδομένα.

11. Τα σιγμόληκτα επίθετα όλων των γενών σε -ης- σχηματίζουν τη γενική ενικού σε -ους- και όχι σε -η-: του συνήθους υπόπτου και όχι του συνήθη υπόπτου, του διεθνούς ελέγχου και όχι του διεθνή ελέγχου.

Επίσης τα σιγμόληκτα επίθετα σε -ώδης - όλων των γενών στη γενική πληθυντικού τονίζεται στη λήγουσα: των ουσιωδών μαρτύρων, των ευωδών ανθέων κ.λ.π.

12. Σε ουσιαστικά που λήγουν σε -της- και -άρχης - και δηλώνουν αξίωμα η κλητική σχηματίζεται κατά το λόγιο τύπο σε -α-, όταν τα ουσιαστικά αυτά χρησιμοποιούνται σε προσφωνήσεις, συνήθως μετά το κύριε: κύριε καθηγητά, διευθυντά, γυμνασιάρχα, νομάρχα και όχι κυρία νομάρχης, που άκουσα να λέγεται από δημοσιογράφο.

13. Σχηματίζουν την κλητική ενικού σε -ο- και όχι σε -ε- τα αρσενικά δισύλλαβα βαφτιστικά (Γιώργος, Νίκος, Πέτρος), τα παροξύτονα επώνυμα (Ευαγγελάτος, Βενιζέλος) τα υποκοριστικά και επώνυμα σε -ακος (Αντωνάκος, δασκαλάκος) και μερικά παροξύτονα κοινά ουσιαστικά (γέρος, διάκος, καπετάνιος, θείος).

Ετσι, θα πούμε: κ. Ευαγγελάτο, κ. Λαγουβάρδο, κ. Αντωνάκο κ.λ.π.

14. Το θηλυκό της αόριστης αντωνυμίας κανείς/κανένας το καμία - καμιά γράφεται με ένα -μ-, π.χ. καμιά κυβέρνηση.

Επίσης, δεν γράφονται με δύο -λ-οι λέξεις: τρελός, δολάριο, τάλιρο, καβάλα, μοντέλο κ.α.

15) Πρέπει να προσέχουμε τη γραφή των λέξεων:

επηρεάζω (=ασκώ επίδραση), επηρεασμός (= η άσκηση επίδρασης), επήρεια (=η επίδραση), επιρροή (=επίδραση, επιβολή, κύρος), επιρρεπής (=αυτός που έχει ροπή σε κάτι), επίρρωση (=ενδυνάμωση), π.χ. οι δηλώσεις του απέβλεπαν στον επηρεασμό της κοινής γνώμης, εκγλημάτησε υπό την επήρεια μέθης, είναι επιρρεπής στο ποτό, το επικαλέστηκε προς επίρρωσιν των επιχειρημάτων του, κ.λ.π.