Ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ και δύο “αμαρτωλά” ζαχαροπλαστεία: τα τρία θέλγητρα για να επισκεφτώ τη Θεσσαλονίκη, που κατά τ’ άλλα θα προτιμούσα να βρίσκεται κάμποσα χιλιόμετρα κεντρικότερα στην ελληνική ενδοχώρα, μπας και μου έφευγε η αποξένωση και η μελαγχολία που επισκιάζουν τις υπόλοιπες ομορφιές της όποτε την επισκέπτομαι.
Παρά το πληθυσμιακό και γεωγραφικό της μέγεθος, η πρωτεύουσα της Μακεδονίας δεν έχει καταφέρει ν’ αλλάξει τη γενική εικόνα της από βαλκανιούπολη σ’ ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό αστικό κέντρο. Εδώ βέβαια ακόμη κι η Αθήνα παρά τη μεταμόρφωσή της διατηρεί υπολείμματα του ‘δαλιανιδικού’ εαυτού της, οπότε δε μοιάζει τελικά και τόσο περίεργη η προηγούμενη διαπίστωση.
Προσωπικά, ποτέ δεν “ψήθηκα” από την όλη φάση του βαλκανικού έθνικ η αυταπόδεικτη αξία του οποίου κυριάρχησε στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ενώ έχει προ πολλού καταντήσει κουραστική η κολακεία των καναλιών και των καλλιτεχνών προς μια πόλη που αν κριθεί από τους τοπικούς άρχοντες που εκλέγει και τον τρόπο με τον οποίο ονοματίζει τα φαγητά της, καταλήγει τουλάχιστον αλλόκοτη, στα δικά μου τα μάτια τουλάχιστον.
Έχοντας μεγαλώσει σ’ ένα από τα φωτεινότερα και πιο ζεστά σημεία του πλανήτη, αδυνατώ να συναισθανθώ τη γοητεία του ‘αγγελοπουλικού’ κλίματος που συνθέτουν η χαμηλή θερμοκρασία, η βροχή, ακόμη και ομίχλη στην πιο ατμοσφαιρική εκδοχή. Αντιθέτως, με ξενίζει το ότι στο κέντρο της πόλης συναντά κανείς πινακίδες με κατευθύνσεις για τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, κι εξηγώ με τους συνειρμούς: η Θεσσαλονίκη είναι Βαλκάνια (πόλεμοι, εθνικός ξεριζωμός, εθνικοί διχασμοί, θρησκευτικότητα, συννεφιά, μητροπολίτης Άνθιμος, νομάρχης Ψωμιάδης)- η Κρήτη είναι Μεσόγειος (ήλιος, θάλασσα, εξωτισμός της Ανατολής, κοσμικότητα της Δύσης). Συσχετισμοί μεγεθυσμένοι από προκατάληψη ίσως, αλλά όχι εντελώς αβάσιμοι.
Έχοντας ξεκαθαρίσει λοιπόν ότι δεν πετάω απ’ τη χαρά μου κάθε φορά που πρόκειται να ταξιδέψω στη Θεσσαλονίκη, φτάνοντας εκεί ευτυχώς μου δίνεται η ευκαιρία να ζήσω μια διοργάνωση που εκτός από τη σημαντικότερη κινηματογραφική της χώρας, είναι και κάτι σαν ξεχωριστό πολιτιστικό κρατίδιο στην επικράτεια του ‘Μεγαλέξαντρου’. Άνθρωποι που διψάνε για το σινεμά και συνωστίζονται στις αίθουσες για να προλάβουν όσο περισσότερες ταινίες μπορούν. Σκηνοθέτες, ηθοποιοί, παραγωγοί, απλοί θεατές, κυβερνητικοί αξιωματούχοι, όλοι περνάνε από το κινηματογραφικό δεκαήμερο στη Θεσσαλονίκη για να δουν, να ιδωθούν, να κουβεντιάσουν, να ενημερωθούν, να πλουτίσουν την τσέπη και το μυαλό τους.
Βέβαια, στις μόλις δύο μέρες που είχαμε στη διάθεσή μας δεν προλαβαίναμε να δούμε πάνω από πέντε ταινίες, τη στιγμή που αυτός κανονικά είναι ο ημερήσιος ρυθμός θέασης και δεδομένου ότι υπάρχει να φτιαχτεί κι ένα ρεπορτάζ. Μέχρι να πας για διαπίστευση, να ρίξεις μια ματιά στο πρόγραμμα, να ενημερωθείς για τις ταινίες στις οποίες αξίζει να δώσεις προτεραιότητα, να κανονίσεις να βρεθείς μ’ έναν-δυο φίλους έχει ήδη φύγει η μισή πρώτη μέρα. Εν τω μεταξύ είσαι τυχερός αν σου τύχει καλό ξενοδοχείο ώστε να επιστρέψεις με περισσότερη ανυπομονησία για σύντομη ξεκούραση από μια μέρα που εχει φθείρει τα παπούτσια σου όσο όλη η προηγούμενη εβδομάδα μαζί, πριν ξανατρέξεις σε προβολές που μπορείς μόνο να ελπίζεις ότι θ’ αποζημιώσουν την αναμονή.
Συμφωνούσαμε με μια φίλη, πως η σπουδαιότερη ίσως συμβολή αυτού του φεστιβάλ είναι ότι έχει ενεργοποιήσει μια μεγάλη μερίδα του τοπικού κοινού, το οποίο πλέον έχει εκπαιδευτεί, έχει αναπτύξει το δικό του ένστικτο για τις προβολές που επιλέγει, για τις οποίες πια νιώθει σίγουρο να εκφράσει γνώμη και να την αντιπαραθέσει σ’ εκείνη οποιουδήποτε κριτικού ή καλλιτέχνη. Μετά από 48 διοργανώσεις, ο κινηματογράφος εχει μπει πλέον στη ζωή και την ταυτότητα της πόλης, έστω ως εξαίρεση στη γενική εικόνα που οι πολίτες της επιλέγουν να περνάει προς τα έξω.
Βεβαίως, επειδή δε θέλουμε ν’ αποχωριστούμε τον κυνισμό μας, υπενθυμίζουμε ότι η Θεσσαλονίκη δεν είναι ούτε Βερολίνο, ούτε Βενετία, και βέβαια ούτε Κάνες, παρά τις κατά καιρούς αφίξεις διαφόρων μεγάλων ονομάτων του διεθνούς κινηματογραφικού στερεώματος, ενώ η οργάνωση της καθημερινότητάς της παραμένει τυπικά ελληνική (είναι δύσκολο ν’ αποφύγει κανείς επεισόδιο παραπονεμένων θεατών ή να ξεχάσουμε τη Τζουλιέτ Λούις που έφτασε με το συγκρότημά της στην περυσινή τελετή λήξης και δεν είχε πού να κάτσει). Το σημαντικό όμως είπαμε είναι ότι καλεσμένοι όντως έρχονται για να δώσουν μια εκ των έσω οπτική της τέχνης και της βιομηχανίας, κι ότι ο κινηματογράφος εχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι μιας ελληνικής πόλης που δεν είναι η Αθήνα. Για 10 μέρες, μια πόλη που τον υπόλοιπο χρόνο δίνει μια κομπλεξαρισμένη και φοβική εικόνα, αποδεικνύει ότι θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο όμορφο και ανοιχτό, εκπαιδεύοντας ένα κομμάτι του πληθυσμού της σε μια τέχνη που στην Ελλάδα πασχίζει να επιβιώσει τόσο ως πρακτική όσο και ως συνήθεια.
Όσο για τον «Μέγα Αλέξανδρο», όσο κι αν φωνάζουν οι γείτονες, δε θα μπορέσουν ποτέ να σφετεριστούν τη συμβολή του στον πολιτισμό της σημερινής Θεσσαλονίκης: πεντανόστιμη ζεστή κρεατόσουπα με πατατούλα, μοσχαράκι και λαχανικά, ιδανική για τα ξενυχτισμένα στομάχια.
Στη φετινή διοργάνωση φτάσαμε Σάββατο πρωί, μία μέρα πριν από τη λήξη της. Ορισμένοι από τους γνωστούς προσκεκλημένους της είχαν αναχωρήσει προ πολλού, όπως ο Τζον Μάλκοβιτς, ο Κρις Κούπερ, ο Αλφόνσο Κουαρόν και ο Ντέηβιντ Στραδέρν, ενώ παρέμεναν κάμποσοι ακόμη εξίσου σημαντικοί, όπως ο σκηνοθέτης Τζον Σέιλς, ο ηθοποιός Ντάνυ Γκλόβερ και ο Τζιμ Γιαννόπουλος, ο ελληνικής καταγωγής πρόεδρος της 20th Century Fox, ενός από τα μεγαλύτερα στούντιο του Χόλυγουντ. Οι δύο πρώτοι έδωσαν συνέντευξη τύπου για την καινούρια συνεργασία τους με τίτλο «Honeydripper», μια κοινωνική κομεντί που διαδραματίζεται στην Αλαμπάμα του 1950. Αναφέρθηκαν στη σημασία της δυνατότητας καλλιτεχνικών συνεργασιών έξω από το χολιγουντιανό σύστημα, χωρίς την υποστήριξη των στούντιο που επιδιώκουν τυποποιημένα προϊόντα για παγκόσμια κατανάλωση. Επίσης, συγκεκριμένα σε σχέση με την ταινία, ο Γκλόβερ τόνισε τη σπουδαιότητα ταινιών που δείχνουν την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών, υπενθυμίζοντάς μας πού βρισκόμασταν σε προηγούμενες εποχές και τις προόδους που έχουν επιτευχθεί όλ’ αυτά τα χρόνια.
Το ίδιο απόγευμα παρακολουθήσαμε την τιμητική εκδήλωση για τον Γκλόβερ που πραγματοποιήθηκε στο «Ολύμπιον» επ’ ευκαιρία της προβολής του «Honeydripper». Το κοινό γέμισε την αίθουσα, και χειροκρότησε ενθουσιασμένα τον ηθοποιό αναγνωρίζοντας έτσι τόσο το ταλέντο του όσο και τη δραστηριότητά του σε κοινωνικά, πολιτικά και καλλιτεχνικά ζητήματα παγκόσμιας σημασίας.
Πριν από την εκδήλωση για τον Γκλόβερ, επισκεφτήκαμε το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, όπου παρουσιάζεται έκθεση με φωτογραφίες του γάλλου Μπερνάρ Πλοσύ από την περίοδο 1963-2006, και η οποία θα διαρκέσει ως τις 4 Ιανουαρίου. Τοπία και άνθρωποι από ταξίδια του φωτογράφου, που περιλάμβαναν και ελληνικές πόλεις όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη στη δεκαετία του ’90.
Η μέρα έκλεισε με μια μεταμεσονύχτια προβολη της κινεζικής παραγωγής «Έξοδος», ένα στιλιζαρισμένο αστυνομικό θρίλερ, που δυστυχώς δε διέθετε ένα σεναριο ανάλογο της εικαστικής του δεξιοτεχνίας- εκτός ίσως από την ευφάνταστη εισαγωγή του.
Η Κυριακή ξεκίνησε με ανυπομονησία για το masterclass του Τζιμ Γιαννόπουλος (Jim Gianopulos), προέδρου της 20th Century Fox, ενός από τα ισχυρότερα στούντιο στην κινηματογραφική βιομηχανία που η ιστορία του ξεκινάει από το 1935 και περιλαμβάνει μερικές από τις πιο γνωστές και επιτυχημένες ταινίες όλων των εποχών, αρκετές από τις οποίες άρχισαν την παραγωγή τους στη διάρκεια της θητείας του Γιαννόπουλου, όπως η «Μέρα Ανεξαρτησίας», ο «Τιτανικός», τα νέα επεισόδια του «Πολέμου των Άστρων», τα «X-Men», ο «Ναυαγός», το «Ένοχο Μυστικό» και πολλά άλλα.
Ο Γιαννόπουλος είπε ότι το στούντιο προσπαθεί να εξασφαλίζει εμπορικές παραγωγές που να το καθιστούν βιώσιμο, χωρίς να αρνείται δημιουργικά ρίσκα όπως η συνεργασία με τον Μπαζ Λούρμαν που απέδωσε εξαιρετικά δημοφιλή και καλλιτεχνικά αναγνωρισμένα φιλμ, όπως το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» και το «Moulin Rouge». Παραδέχτηκε ότι όση πείρα κι αν έχει κανείς σ’ αυτή τη δουλειά, οι αποτυχίες δε γίνεται ν’ αποφευχθούν αφού το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα δεν είναι κάτι μετρήσιμο και οι συντελεστές μπορούν ν’ αποτελούν μοναχά μια ένδειξη. Ανέφερε ως παράδειγμα τη διασκευή του «Σολάρις» από τον Στήβεν Σόντερμπεργκ, η οποία είχε όλα τα προσόντα για να γίνει ένα μεγαλειώδες blockbuster επιστημονικής φαντασίας, αλλά εμπορικά τουλάχιστον απέτυχε παταγωδώς παρά τη συμμετοχή του Τζωρτζ Κλούνι στον πρωταγωνιστικό ρόλο και του Τζέημς Κάμερον ως παραγωγού. Επίσης, σε ερωτήσεις σχετικά με την τύχη των ελληνικών παραγωγών στις ξένες και στην αμερικανική αγορά, τόνισε ότι από τη μεριά του κάνει ό,τι μπορεί για την εισροή σεναρίων από έλληνες σκηνοθέτες και σεναριογράφους στη βιομηχανία, αλλά δεδομένου ότι στο στούντιο φτάνουν εκατοντάδες σενάρια μηνιαίως απ’ όλο τον κόσμο, τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα.
Η υπόλοιπη Κυριακή κύλησε σχετικά ήρεμα, καθώς σκέφτηκα ότι θα ήταν γόνιμο να φρεσκάρω τη φιλμογραφία του Σέιλς με το «Limbo» το μεσημέρι, και να συνεχίσω το απόγευμα με το «Όταν μια γυναίκα ανεβαίνει τη σκάλα» που είναι μια ιστορια από μόνο του. Προκειται για μια γιαπωνέζικη παραγωγή του 1960, σκηνοθετημένη από τον Μίκιο Ναρούσε (1905-1969), έναν σπουδαίο σκηνοθέτη που ενώ δημιούργησε την ίδια περίοδο με τους άλλους τρεις μεγάλους του ιαπωνικού σινεμά (Όζου, Μιζογκούτσι, Κουροσάβα) όλ’ αυτά τα χρόνια παρέμενε στην αφάνεια, και μόλις πρόσφατα έχει αρχίσει να επανεκτιμάται το έργο του. Το φεστιβάλ παρουσίασε 10 αντιπροσωπευτικά δείγματα της εξαιρετικά πλούσιας φιλμογραφίας του που περιλαμβάνει 89 τίτλους, από τους οποίους όμως σήμερα σώζονται λιγότεροι από τους μισούς. Ο Ναρούσε έφτιαχνε κυρίως μελοδράματα με γυναίκες στον πρωταγωνιστικό ρόλο, που πρέπει να βρουν το κουράγιο ν’ αντιμετωπίσουν τις αναποδιές που τους φέρνει η ζωή. Παρουσιάζοντας λαϊκή θεματολογία σε περίτεχνη φόρμα, τα δράματα του Ναρούσε θα μπορούσαν ν’ αποτελούν το ιαπωνικό αντίστοιχο του έργου του αμερικανού Ντάγκλας Σέρκ, για να δανειστώ την αναλογία που προτείνε μια συνάδελφος.
Ελπίζουμε ότι σύντομα η φιλμογραφία του θ’ αναδειχτεί κι ότι θα έχουμε την ευκαιρία να τον εξερευνήσουμε διεξοδικότερα και στη χώρα μας.
Η τέχνη βέβαια θέλει θυσίες, κι έτσι προκειμένου να δω τον Ναρούσε έχασα την τελετή λήξης του φεστιβάλ, αλλά χαλάλι οι κοσμικότητες. Αντιθέτως, προτιμήσαμε να συνεχίσουμε με το «Mr. Freedom» του Γουίλιαμ Κλάιν, ενός πολύπλευρου αμερικανού καλλιτέχνη, φωτογραφίες του οποίου εκτίθενται από τις 16 Νοεμβρίου μέχρι τις 10 Ιανουαρίου στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Γεννημένος στη Νέα Υόρκη το 1928, ο Κλάιν ασχολήθηκε κυρίως με τη φωτογραφία, αναπτύσσοντας παράλληλα το ταλέντο του στη ζωγραφική, τη γραφιστική και την κινηματογραφική σκηνοθεσία. Στο φεστιβάλ παρουσιάστηκαν οχτώ ταινίες του, από τις οποίες το «Mr. Freedom» ήταν μια έξυπνη, χιουμοριστική κριτική του αμερικανικού επεκτατισμού γυρισμένη το διάστημα 1967-68, όπου επικρίνει το αμερικανικό ιδεώδες παρωδώντας τους σύγχρονους υπερ-ήρωες των κόμικ.
Την έκθεση δυστυχώς δεν κατάφερα να τη δω γιατί τη Δευτέρα το μουσείο ηταν κλειστό, αλλά εκμεταλλεύτηκα το υπόλοιπο της ημέρας σε βόλτα, φαγητό και γλυκά. Πολλά γλυκά…