Της Αννας Παπαδοκωστάκη

Μια απάνθρωπη συμπεριφορά με ποινικές προεκτάσεις, βίωσε μια εργαζόμενη σε κατάστημα του Ηρακλείου, όταν μετά την κοινοποίηση της απόλυσης της, αποφάσισε να διεκδικήσει τα δικαιώματα της για να μη χάσει την αποζημίωση της.

Την κατηγόρησαν για κλοπή…δύο καλσόν, και την έσυραν στην Αστυνομία, την έβρισαν, την απείλησαν και την κράτησαν επί ώρες κλειδωμένη μέσα στο μαγαζί μέχρι να υπογράψει ότι δεν έχει διεκδικήσεις! Αλλά δεν σταμάτησαν μέχρι εκεί της ζητούν κάπου 1000 ευρώ για να πληρώσουν ένσημα της και για να τα πάρουν συνεχίζουν τις απειλές και τους εκβιασμούς.

Τα όσα περιγράφει στην «Π», η πρώην υπάλληλος, σοκάρουν …Αδυνατεί κανείς να φανταστεί τέτοια σκληρότητα και τέτοιες μεθοδεύσεις από εργοδότες, οι οποίοι για να γλιτώσουν μερικές χιλιάδες ευρώ, χρησιμοποιούν γκαγκστερικές μεθόδους σε βάρος μιας εργαζόμενης.

Η υπάλληλος, δούλευε 17 χρόνια σε εμπορικό κατάστημα στο κέντρο του Ηρακλείου, όταν πριν λίγο καιρό έλαβε ειδοποίηση ότι θα απολυθεί το Μαίο του 2008. Σύμφωνα με το νόμο αν ο εργοδότης προειδοποιήσει τον εργαζόμενο για την απόλυση του, τότε του δίνει μειωμένη αποζημίωση.

Η υπάλληλος, έκανε καταγγελία στην Επιθεώρηση Εργασίας , για μη καταβολή αποζημίωσης για ρεπό και υπερωρίες και κατέθεσε αγωγή εναντίον των εργοδοτών της για 8.000 ευρώ.

Πριν ακόμα καταθέσει την αγωγή, οι εργοδότες της που είχαν μάθει για την καταγγελία στον επόπτη εργασίας, την κάλεσαν στις αρχές Σεπτεμβρίου και αφού την έβρισαν «είσαι σκουπίδι , εγω είμαι το αφεντικό και θα κάνεις αυτό που θέλω», της έδωσαν αναγκαστική άδεια.

«Εγω δεν ζήτησα άδεια, αυτοί μου την έδωσαν και όταν ο επόπτης τους είπε ότι έπρεπε να με πληρώσουν εξαγριώθηκαν ακόμα περισσότερο. Το περασμένο Σάββατο, μια από τους ιδιοκτήτες, με έστειλε να αγοράσω κάτι για το σπίτι της από άλλο κατάστημα και όταν επέστρεψα, είδα να είναι εκεί ένας αστυνομικός. Μου ζήτησε το μπουφάν μου το οποίο είχα αφήσει στο μαγαζί και αφού έψαξε τις τσέπες, βρήκε στη μια τσέπη δύο καλσόν. Την ίδια στιγμή η ιδιοκτήτρια με φώναζε κλέφτρα. Με βάλανε στο περιπολικό ενώ παρακολουθούσαν όλοι οι άλλοι καταστηματάρχες που με ήξεραν χρόνια στο δρόμο αυτό και με οδήγησαν στην Ασφάλεια, όπου με έβαλαν σε ένα γραφείο. Είπα στον αστυνομικό ότι δεν είχα κλέψει τίποτα, όμως οι εργοδότες που ακολούθησαν και είχαν μπεί μέσα στην Ασφάλεια, φώναζαν ότι θα με κλείσουν στο κρατητήριο όλο το Σαββατοκύριακο. Με έπιασε πανικός γιατί έχω διαγνωστεί με κλειστοφοβία και κρίσεις πανικού , ένα πρόβλημα που εκδηλώθηκε για πρώτη φορά ενώ εργαζόμουν στο μαγαζί και οι εργοδότες ήταν ενήμεροι για αυτό, όπως επίσης ότι κατά καιρούς έπαιρνα φάρμακα.»



Ομηρεία



«Ήδη –συνεχίζει-είχα αρχίσει να καταρρέω , δεν μπορούσα να μιλήσω , ούτε να σκεφτώ να καλέσω κάποιο δικό μου άνθρωπο στην Ασφάλεια. Τελικά δεν με κράτησε η Αστυνομία, αλλά οι εργοδότες, με έβαλαν σε ένα ταξί και επιστρέψαμε στο μαγαζί, όπου αφού μπήκαμε μέσα , έδιωξαν την άλλη υπάλληλο και κλείδωσαν την πόρτα.

«Τους παρακαλούσα να με αφήσουν να φύγω, όμως εκείνοι κάλεσαν την λογίστρια τους από τις Γούβες και επέμεναν να υπογράψω ότι δεν έχω αξιώσεις από αυτούς. Δεν με άφηναν να σηκώσω ούτε το τηλέφωνο μου και να απαντήσω στο γιό μου που ανησυχούσε γιατί δεν είχα επιστρέψει ακόμα από τη δουλειά.

Έκλαιγα και τους ικέτευα να με αφήσουν να μιλήσω στο γιό μου… Με έβαλαν να υπογράψω, δεν ξέρω τι υπέγραφα ενώ παράλληλα με έβριζαν «σκουλήκι, κλέφτρα, υποκείμενο», παρουσία της λογίστριας τους…

«Στη συνέχεια, μου είπαν να υπογράψω σε ένα χαρτί για να γίνει επικύρωση της υπογραφής. Πήγαμε ως το ΚΕΠ , που ήταν κλειστό. Πίσω μου περπατούσε πάντα μια από τους εργοδότες η οποία με έσπρωχνε για να προχωρώ γρήγορα και φτάσαμε στο αστυνομικό τμήμα στα Λιοντάρια. Εκεί με πήγαν σε ένα αστυνομικό, ο οποίος προς τιμή του, όταν με είδε στο χάλι που ήμουν αρνήθηκε να κάνει τη διαδικασία επικύρωσης και ζήτησε να ξαναπάμε όταν θα είμαι ήρεμη. Επιστρέψαμε στο κατάστημα… Με έβριζαν συνέχεια…Η λογίστρια είχε βγάλει ένα λογαριασμό να πληρώσω 935 ευρώ για ένσημα.. Ήταν ήδη πέντε το απόγευμα και ενώ τηλεφωνούσαν οι δικοί μου στο κινητό μου δεν με άφηναν να απαντήσω.

Τελικά , ο αδελφός μου, τηλεφώνησε στο σταθερό του μαγαζιού και επειδή δεν ήξεραν ποιος ήταν το σήκωσαν αλλά του είπαν ότι δεν μπορούσα να του μιλήσω...

Εκείνοι ζητούσαν τα λεφτά και με εκβίαζαν ότι αν δεν τους τα έδινα θα μου έκαναν μήνυση για κλοπή και θα με πήγαιναν στα κρατητήρια. Ήμουν σε άθλια κατάσταση όταν με άφησαν να φύγω και με προειδοποίησαν ότι αν δεν πλήρωνα ως τη Δευτέρα θα μου έκαναν μήνυση.»

Η υπάλληλος, έφτασε στο σπίτι της ένα ράκος και οι οικείοι της την μετέφεραν στο νοσοκομείο όπου παρέμεινε για λίγες ώρες για παρακολούθηση και της χορηγήθηκαν φάρμακα.

Στο μεταξύ οι εργοδότες της- από τους οποίους ορισμένοι έχουν απασχολήσει την Αστυνομία και τη Δικαιοσύνη για σοβαρά αδικήματα- συνέχιζαν να τηλεφωνούν στο σπίτι και να ζητούν χρήματα, τα οποία δήθεν τους οφείλει.

Η κατάσταση της μέχρι και χθες που μίλησε στην «Π», ήταν δραματική. Μιλούσε με δυσκολία ενώ στις μετακινήσεις της συνοδευόταν από τον αδελφό της και την κουνιάδα της. Πήγαν στο γραφείο του εισαγγελέα όπου κατήγγειλαν όλα όσα συνέβησαν και τους συνεστήθη να καταθέσουν μήνυση, ο οποία θα υποβληθεί σήμερα, μέσω της δικηγόρου, Σούλας Δαμανάκη- Σιδερή. Στο μεταξύ η υπάλληλος, δεν πηγαίνει στη δουλειά καθώς φοβάται για τα χειρότερα ενώ –όπως καταγγέλλει- επειδή δεν είναι σε θέση να σηκώνει το τηλέφωνο της, οι εργοδότες της, της μεταφέρουν τις απειλές τους μέσω των συγγενών της.